Το τελευταίο διάστημα έχουμε την επανεμφάνιση της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ και δημοτικών σχημάτων του με ανακοινώσεις και συμμετοχή σε αντιφασιστικές συσκέψεις και διαδηλώσεις. Υπάρχει, όμως, χώρος για μια μνημονιακή κυβέρνηση να συμμετέχει έστω σε «δημοκρατικά» και δικαιωματικά κινήματα; Και ποια θέση πρέπει να κρατήσουν όσες συλλογικότητες αναφέρονται σε κάποιας μορφής αντικαπιταλιστικής στρατηγικής;
Ο ΣΥΡΙΖΑ (και στον αντιφασιστικό αγώνα) λοιπόν, ενσαρκώνει όλη τη στρατηγική της υπάρχουσας αριστεράς (και όχι μόνο). Για δεκαετίες έχει δομηθεί η άποψη πως ο φασισμός νικιέται «μέσα και έξω από τους θεσμούς». Αυτή η θέση μένει συνειδητά θολή για τα όρια ευθύνης του «κινήματος», αφού το μετατρέπει σαν ομάδα πίεσης της εκάστοτε κυβέρνησης. Αλλά είναι και στρατηγικά λάθος, αφού περιγράφει τους «θεσμούς» ως ουδέτερους που μπορούν να στραφούν να αλλάξουν, εξαρτώμενοι από την κυβέρνηση και το μέγεθος πίεσης του κινήματος. Αυτή η στρατηγική είχε οδηγήσει το αντιφασιστικό κίνημα σε ευνουχισμό, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τα φασιστικά Τάγματα Εφόδου ακόμα και σε παραδοσιακές γειτονιές της εργατικής τάξης. Μέχρι και σήμερα, παρ` όλη τη «θεσμική» επίθεση που δέχεται η Χρυσή Αυγή, οι οργανώσεις της αριστεράς και της αναρχίας συνεχίζουν και εισπράττουν τη δυσπιστία της τάξης, αφού επιμένουν σε αναποτελεσματικά εργαλεία.
Το αστικό κράτος και οι θεσμοί έχουν, πράγματι, πανίσχυρα εργαλεία αντιμετώπισης των «εχθρών της δημοκρατίας». Υπάρχει, λοιπόν, μια διπλή διαπίστωση για την ελληνική πραγματικότητα. Οι «θεσμοί» του αστικού κράτους, η αστυνομία, τα δικαστήρια, τα ΜΜΕ, ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του κράτους συνεχίζει και φέρεται στους ναζί ως ακραίο μεν, αλλά ανεκτό δε στοιχείο του πολιτεύματος. Από την άλλη η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είτε δηλώνει «ανήμπορη» να αλλάξει αυτούς τους συσχετισμούς, είτε απλά αποδέχεται να γίνει άξιος συνεχιστής του κράτους. Εδώ, λοιπόν, ανοίγει μια χρυσή ευκαιρία για το ταξικό, αντιφασιστικό κίνημα. Υπάρχει η δυνατότητα της αποδόμησης ολόκληρου του αστικού συστήματος.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν εκδίωξε και δεν απέλυσε πχ. τη διμοιρία των ΜΑΤ που επιτέθηκαν στους αντιφασίστες στον Ασπρόπυργο. Το κίνημα, λοιπόν, πρέπει να πάψει να αναζητεί μια καλύτερη κυβέρνηση εντός του αστικού περιβάλλοντος. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε πως κυβερνήσεις που σέβονται τους αστικούς θεσμούς αφοπλίζονται και παραδίδονται στις αστικές επιλογές. Πρέπει να σταθεί μια στρατηγική «πίεσης» διαφορετικού τύπου, όμως. Ο «κόσμος», λοιπόν, του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να απαντήσει σε αμείλικτα νέα διλήματα. Ή οι «θεσμοί» μπορούν να αντιμετωπίσουν το φασισμό και η κυβέρνηση δε θέλει ή οι «θεσμοί» δεν μπορούν και πρέπει να αναζητηθεί μια στρατηγική ξηλώματος των αντιδραστικών θεσμών.
Στην Ευρώπη στήνεται ένα μπλοκ «δημοκρατικού τόξου», όπου οι υποστηρικτές της Ενιαίας Ευρώπης συνομολογούν ένα κοινό πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα. Η Μέρκελ, ο Μακρόν, ο Τσίπρας και οι υπόλοιποι κυβερνώντες δέχονται την αμφισβήτηση από μια ακροδεξιά αντεπαναστατική κίνηση. Αλλού παίρνει σεπαρατιστικά – εθνικιστικά χαρακτηριστικά και αλλού ακροδεξιά και φασιστικά κινήματα. Η πρόσδεση του αντιφασιστικού κινήματος στο θεσμικό άρμα της ΕΕ δεν θα είναι μόνο η ταφόπλακα της όποιας αυτόνομης ταξικής προοπτικής. Θα σημάνει και την ήττα της από την ακροδεξιά και το ναζισμό. Η μετατροπή του αντιφασιστικού αγώνα σε μάχη «ΣΥΡΙΖΑ – Χρυσής Αυγής» θα είναι βούτυρο στο ψωμί των φασιστών, αφού θα τους έχει παραδοθεί και με τη βούλα η αποκλειστικότητα στον μαζικό αντικαθεστωτισμό. Δυστυχώς, μέσα από μια καρικατούρα Ενιαίου Μετώπου, συλλογικότητες με αναφορά στον αντικαπιταλισμό, προχωρούν σε συνεργασίες με το ΣΥΡΙΖΑ άνευ όρων. Η αναπαραγωγή του αφηρημένου διπόλου «μέσα και έξω από τους θεσμούς» απλά λειτουργεί σαν συγχωροχάρτι στη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης. Θα αντιπαρατεθούμε, λοιπόν, με κάθε μέσον στην ακροδεξιά αντεπανάσταση που στήνεται στον πλανήτη, χωρίς, όμως, να χαριστούμε στις δημοκρατικίστικες συνταγές που έχουν οδηγήσει το ταξικό κίνημα σε απανωτές ήττες.
Η εμφάνιση, τα τελευταία χρόνια, του Μαζικού Οργανωμένου Μαχητικού Αντιφασισμού, δίνει τη δυνατότητα στην τάξη να ανακτήσει την εμπιστοσύνη στα εργαλεία μάχης της. Ξαναστήνονται δράσεις και πυρήνες σε χώρους και γειτονιές που το κίνημα είχε εγκαταλείψει για χρόνια. Μέσα από την πολιτική και οργανωτική εμφάνιση αυτών των νέων πολιτικών και όχι με την αφ υψηλού ιδεοληπτική αποχή μπορεί να διεκδικηθεί με υπαρκτούς, υλικούς όρους μια νικηφόρα στρατηγική για το αντιφασιστικό κίνημα.