Με τη συζήτηση του «πολιτικού υποκειμένου» να βρίσκεται τον τελευταίο καιρό και πάλι στην κινηματική επικαιρότητα, κρίνουμε ότι χρειάζεται ένα ξεκαθάρισμα βασικών εννοιών που αφορούν τις θεωρητικές επεξεργασίες της οργάνωσης και τα στρατηγικά όρια εντός των οποίων κινείται. Παράλληλα, θα υπογραμμιστεί εκ νέου η αναγκαιότητα ενός νέου δρώντος υποκειμένου στον ελλαδικό χώρο. Ένα ζήτημα φλέγον , του οποίου απλώς θα ξύσουμε την επιφάνεια ώστε να επανέλθουμε στο μέλλον συμπληρώνοντας το κάδρο. Όλα αυτά, με τις εμπειρίες του παρελθόντος, τα υλικά του παρόντος, στις συνθήκες του τώρα.
Αρχικά, να διευκρινίσουμε ότι όλη η συζήτηση είναι περιττή αν δεν έχει γίνει αντιληπτή η απουσία ενός κεντρικού ριζοσπαστικού υποκειμένου. Ριζοσπαστικού εννοώντας συγκρουσιακού, μαχητικού, εξωστρεφούς, με ξεκάθαρο θεωρητικό υπόβαθρο, ταξική βάση, διεθνιστικό προσανατολισμό, τριβή με τις μάζες και με διαλεκτική, προσαρμοστική στρατηγική. Κοινώς, τη διαμεσολαβημένη έκφραση των από κάτω. Αν κάποιο κόμμα, συλλογικότητα ή άτομο κρίνει ότι οι ομάδες-οργανώσεις του αναρχικού κινήματος ή τα κόμματα της αριστεράς είναι τα υποψήφια επαναστατικά εργαλεία στην Ελλάδα του 21ου αι. δεν έχει νόημα να προβληματίζεται και μπορεί να επιστρέψει στα σύννεφα. Ευτυχώς ως ΟΡΜΑ -δίχως να ευλογούμε τα γένια μας- απέχουμε παρασάγγας από αυτά τα συμπεράσματα, και έχουμε επισημάνει εξαρχής τη ζωτική ανάγκη συγκρότησης του υποκειμένου της εποχής μας, μια ανάγκη που πλησιάζει όλο και πιο καθαρά στο 1914.
Τί εννοούμε αρχικά υποκείμενο στη συγκεκριμένη συζήτηση; Πρόκειται για τον φορέα που δρα, αντιδρά, επηρεάζει, επηρεάζεται, οδηγεί, οδηγείται και προσδιορίζεται με άξονα το ταξικό κίνημα. Όχι μια περιοχή της Αθήνας, κάποια αμφιθέατρα ή «μαγαζιά». Λειτουργεί με άξονα το ταξικό κίνημα και με απώτερο σκοπό, σε περίοδο ευρείας κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης, να κεφαλαιοποιήσει τη μαζική δυναμική με την κατάληψη της εξουσίας. Ή την αντικατάσταση της κρατικής εξουσίας με ένα νέο λαϊκό μοντέλο κοινωνικής και πολιτικής διαχείρισης, αν θέλουμε να είμαστε ευέλικτοι στους ορισμούς. Εν ολίγοις, το υποκείμενο θα λειτουργήσει ως το «νευρικό σύστημα» του κοινωνικού μπλοκ που θα επιχειρήσει να ανατρέψει το παρόν καθεστώς.
Ποιος ο ρόλος της εξέγερσης σε αυτή τη διαδικασία; Στην αναρχική σκέψη, που τείνει συχνά να συλλαμβάνει πολύ καλά τις ψυχολογικές παραμέτρους της ταξικής σύγκρουσης αλλά να χάνει το ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο, η εξέγερση μπορεί να λειτουργήσει ως «δημιουργικό πάθος» και ως «επαναστατική γυμναστική». Κοινώς, είναι μια κατάσταση όξυνσης της αντιπαράθεσης με το κράτος και τους μηχανισμούς του, που προκαλείται ώστε να εγείρει ή να κλιμακώσει την κινητοποίηση λαϊκών δυνάμεων προκειμένου να επέλθει η κοινωνική επανάσταση. Η τάση αυτή μπορεί να έχει χαρίσει στο βαθύ παρελθόν γενναίες στιγμές αλλά δεν έχει αποφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα, δηλαδή αποφασιστικές νίκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τακτική της CNT στα 30s, όπου κάθε απεργία ήταν εν δυνάμει και μια εξέγερση, και εντέλει γέμισε τις ισπανικές φυλακές με πολιτικούς κρατούμενους αποδυναμώνοντας την οργάνωση πριν το πραξικόπημα Φράνκο.
Στην κομμουνιστική σκέψη, η εξέγερση είναι η ανώτερη μορφή της ένοπλης πάλης των μαζών, αλλά και ταυτόχρονα, η τελική φάση ενός ευρύτερου κινηματικού οργασμού που θα οδηγήσει στην κατάληψη της εξουσίας. Παρατηρώντας τις εξεγέρσεις του 19ου αι. οι Μαρξ-Ένγκελς αρχικά, προειδοποίησαν για το τί δεν πρέπει να χαρακτηρίζει την εξέγερση, δηλαδή ανοργανωσιά, πολιτική αφέλεια και έλλειψη αποφασιστικότητας. Ο Λένιν συμπλήρωσε τη θεωρία της εξέγερσης αναδεικνύοντας τη γνώση του συσχετισμού των δυνάμεων, τον καθοριστικό χώρο και χρόνο του ξεσπάσματος της εξέγερσης, τη σημασία του ένοπλου βραχίονα για την πραγματοποίησή της και κυρίως, την ένταξή της σε έναν ευρύτερο στρατηγικό στόχο που μπορεί να είναι η (αρχή για την) κατάληψη της εξουσίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Οκτώβρης του 1917, η γιουγκοσλαβική εξέγερση στον Β’ Π.Π., η εξέγερση των Βιετναμέζων κομμουνιστών κλπ.
Συνεπώς η εξέγερση μπορεί είτε α) να τείνει προς τον αυθορμητισμό, υποκινούμενη από δυνάμεις του κινήματος (και συνήθως με αφορμή κάποιο γεγονός) που μπορούν να διεξάγουν δράσεις με μεγάλη ένταση αλλά χωρίς κάποιον ευρύτερο στρατηγικό στόχο (κάτι σαν ξεσπάθωμα), είτε β) να είναι αναπόσπαστο μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού σχεδίου. Εννοείται ότι και στις δύο περιπτώσεις, τυχόν κατάπνιξή της μπορεί να επιφέρει τεράστιο κόστος (βλ. Δεκεμβριανά), εξού και όπως είχε προειδοποιήσει ο Ένγκελς, «η εξέγερση δεν είναι παιχνίδι».
Πάμε λοιπόν στα δικά μας. Οι εξεγερσιακές συλλογικές δράσεις του 2008 υπέδειξαν ό,τι ακριβώς αναφέραμε παραπάνω για τη θεωρία της εξέγερσης. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν άφησαν μνήμες, παραστάσεις, εμπειρίες και σημεία αναφοράς. Ωστόσο, απ’ όλες αυτές τις συγκρούσεις, τις μάχες, τις διαδηλώσεις, τα δακρυγόνα, τις προσαγωγές κλπ που συνέβησαν και τότε και το 2011-12, το υποκείμενο που καρπώθηκε όλη αυτήν την κινηματική υπεραξία δεν ήταν κάποια αναρχική οργάνωση ή ένα επαναστατικό-κομμουνιστικό κόμμα, (το πρώτο γιατί δεν λειτουργεί πολιτικά, το δεύτερο γιατί πολύ απλά δεν υφίσταται) αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα από τα «θετικά» της μνημονιακής περιόδου ωστόσο, δηλαδή της τελευταίας δεκαετίας στο σύνολο, αποτελεί το γεγονός ότι αρκετοί παίκτες του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος χάσανε τις «μάσκες» τους. Η πολιτική (και όχι απαραίτητα κινηματική) γύμνια των εξ αριστερών του ΣΥΡΙΖΑ δρώντων (αριστερά κόμματα και αναρχικό κίνημα) φάνηκε αρχικά από τη συσπείρωση γύρω από το μετέπειτα κυβερνητικό κόμμα με μια λογική του τύπου «ας αναλάβει αυτός και εμείς θα πιέζουμε από τα κάτω». Όταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ «πρόδωσε», αυτή η πολιτική γύμνια, που με τη σειρά της είναι απότοκο άλλων παθογενειών, ήταν ακόμα πιο εκκωφαντική. Το ίδιο και η διετής υποχώρηση που ακολούθησε. Μπορεί να παρατηρηθεί εύκολα ότι ελάχιστοι δρώντες του κινηματικού χώρου έχουν κάνει την αυτοκριτική τους για τα προηγούμενα χρόνια, κάτι που αποτυπώνει με τραγική ειλικρίνεια την απουσία -μεταξύ άλλων- μιας πενιχρής διαλεκτικής. Και πάνω απ’ όλα θολώνουν την κατάληξη της περιόδου: την ήττα.
Όλα αυτά υποδεικνύουν τη ζωτική ανάγκη ανασυγκρότησης του πολιτικού υποκειμένου. Το υποκείμενο δεν θα είναι ούτε κάποια γκρούπα μηδενιστών ούτε μια καταθλιπτική αριστερή παράταξη. Χρειάζονται επειγόντως πολιτικές επεξεργασίες που θα φτάνουν στο κόκκαλο. Τόσο για τα στοιχεία που θα σχηματίσουν έναν νέο φορέα, όσο και το θεωρητικό υπόβαθρο της σύγχρονης στρατηγικής του. Το κοινωνικό μπλοκ του μέλλοντός μας πρέπει να βασίζεται στην κατακερματισμένη εργατική τάξη του «ύστερου» καπιταλισμού, σε προοδευτικά κομμάτια της νεολαίας μεσοαστικής τάξης των ανέργων καθώς και στο υπάρχον ριζοσπαστικό καύσιμο ταυτόχρονα. Παράλληλα, θα χρειαστεί να εκπονήσει συγκροτημένες θέσεις για τη θέση της χώρας στον διεθνή συσχετισμό δύναμης, τη θέση της στο ευρωπαϊκό-παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και τους τρόπους που θα μπορούσε να αξιοποιήσει ενδεχόμενους τριγμούς στη νευραλγική αυτή περιοχή του πλανήτη. Πράγματα που παλαιότερα μπορεί να θεωρούνταν δεδομένα για τα επαναστατικά υποκείμενα άλλων περιόδων, έχουμε φτάσει σε σημείο να τα θεωρούμε ζητούμενα. Αυτός λοιπόν πρέπει να είναι ο προσανατολισμός μας, λαμβάνοντας σάρκα και οστά και όχι θεωρητικολογίες και στερεοτυπικές ανακοινώσεις. Παραγωγή συγκροτημένης πολιτικής σκέψης που θα εκφραστεί από πολιτικούς δρώντες. Κάθε κρίση γεννά κακουχίες αλλά και πολιτικές ευκαιρίες για το ταξικό κίνημα. Απλώς, για να γίνει πράξη το συγκεκριμένο προσές, οφείλουμε να αντιληφθούμε την ανάγκη του. Αν το αντιληφθούμε, τότε έχουμε τη δυνατότητα να ανταποκριθούμε στην ιστορικότητα της περιόδου.
Για να ζωντανέψει λοιπόν το όραμα της κομμουνιστικής εξέγερσης χρειάζεται πρώτα να υπάρξει ξ α ν ά το υποκείμενο. Και εκεί ακριβώς στοχεύουμε.
Αντρέι Ζελιάμποφ