Μέσα από τη διαδικασία της 8ης Οργανωτικής Ολομέλειας, η Οργάνωση Μαχητικού Αντιφασισμού ενσωματώνει την προσέγγιση του Κρατικού Καπιταλισμού ως Πολιτική και Ιδεολογική Θέση της. Η προσέγγιση θα παρουσιαστεί στη Αντιφασιστική Φρουρά σε δύο μέρη. Στο τρέχον τεύχος παρουσιάζεται το τμήμα «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Ρωσία» και στο επόμενο θα δημοσιευτεί «Η εξέλιξη του αστικού κράτους και κρατικοκαπιταλιστική ανάπτυξη»
Για τη θεωρία του Κρατικού Καπιταλισμού Μέρος 1ο: Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Ρωσία
Γιατί για τη Ρωσία; Πολιτική εξέγερση και εναλλακτικές στρατηγικές
Η εξέγερση του Νοέμβρη του 1917 είναι ένα παγκόσμιο ιστορικό γεγονός. Αποτελεί τη δεύτερη προσπάθεια επαναστατικής εξουσίας μετά την Παρισινή Κομμούνα και μέχρι σήμερα δεν έχει προκύψει Τρίτη, τουλάχιστον με τη διαδικασία της πολιτικής εξέγερσης.
Μετά τη Μπολσεβίκικη εξέγερση οι «από τα κάτω εξεγέρσεις» δεν φτάνουν ποτέ σε κατοχυρωμένη και εδαφικοποιημένη εξουσία. Μία εκδοχή ακολουθεί το μοντέλο της Ισπανικής επαναστατικής αυτοδιαχείρισης: με συνεχείς και επεκτεινόμενες καταλήψεις χωριών – πόλεων – εργοστασίων δημιουργεί ένα ανταγωνιστικό κίνημα χωρίς ποτέ να «ξηλώνει» την κεντρική πολιτική εξουσία. Μια άλλη εκδοχή που εμφανίστηκε μέσα από το Μάη του `68 δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον «κινηματισμό» και την πεποίθηση πως η ποσοτική αύξηση απεργιών – διαδηλώσεων και το ανέβασμα της αυτοπεποίθησης – πολιτικοποίησης των μαζών, θα φέρει μια αντιγραφειοκρατική αυτοκυβέρνηση.
Όμως τον τελευταίο αιώνα εμφανίστηκαν και άλλες στρατηγικές. Ο Γκεβαρισμός και Μαοϊσμός αποτελεί μια εναλλακτική στρατηγική εγκαθίδρυσης επαναστατικού καθεστώτος. Σε αυτή τη συνθήκη απογειώνεται ο επαναστατικός βολονταρισμός και το εργατικό κίνημα παίζει το ρόλο της «διαμόρφωσης αντικειμενικών συνθηκών». Προφανώς και αυτές οι στρατηγικές βασίστηκαν σε υπαρκτές πολιτικές του περασμένου αιώνα: οι στρατιωτικές ταξιαρχίες των δημοκρατικών κινημάτων και αλληλέγγυων δημιουργούσαν επαναστάσεις το 19ο αιώνα αλλά και στις Αντιφασιστικές Ταξιαρχίες του Ισπανικού Εμφυλίου του μεσοπολέμου. Αποφασιστικός παράγοντας στην ανάπτυξη αυτών των στρατηγικών ήταν η επιβίωση και εξάπλωση του «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο έλεγχος της κρατικής μηχανής, η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής αποτελεί κεντρικό σημείο αναγνώρισης του Σοσιαλισμού, έτσι πλέον απλά αναζητείται μια πολιτική αλλαγή του κρατικού μηχανισμού.
Αυτή η εξάπλωση και δύναμη του αστικού κράτους θα γεννήσει και τη στρατηγική του «ειρηνικού δρόμου». Το αστικό κράτος θεωρείται πως έχει ετοιμάσει το «νεκροθάφτη» του, δηλαδή όλη την κρατική γραφειοκρατία όπου μπορεί να στηριχτεί η σοσιαλιστική αναδιανομή του εισοδήματος. Οι εξεγέρσεις και τα αντάρτικα (πόλεων ή μη) θεωρούνται κοστοβόρα (σε αίμα), επικίνδυνα (σε στρεβλώσεις αυταρχισμού) και ανίκανα (γιατί παραβλέπουν το βάθος δημοκρατικής ενσωμάτωσης των πολιτών στην αστική δημοκρατία). Τα εργατικά – νεολαιίστικα κινήματα αποτελούν μοχλό πίεσης και κοινωνικό αντίβαρο (απέναντι στο αστικό μπλοκ) ώστε να αναρριχηθούν με εκλογές αριστερά κόμματα στην κυβέρνηση που να ανοίξουν το δρόμο ισονομίας μέσα από μεταρρυθμίσεις. Οι κατακτήσεις αυτών των μεταρρυθμίσεων θα αλλάξουν το κέντρο βάρους της πολιτικής σκηνής και η κοινωνία θα βαδίσει προς τη σοσιαλιστική αναδιανομή.
Τι συνέβη, όμως, το 1917 και από εκεί και μετά εγκαταλείπεται η στρατηγική της Εξέγερσης και αναζητούνται «άλλες» μορφές πάλης;
Η Επανάσταση του 1917
Θα χρειαστεί να γίνει μια ξεχωριστή επεξεργασία ώστε να γίνει μια προσπάθεια παρουσίασης όλων των εκπληκτικών γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή καθώς και το πρωτοφανές ξήλωμα των αστικών θεσμών. Η καταιγίδα αλλαγών σε κάθε πεδίο οικονομίας – πολιτικής – κοινωνίας ακόμη και σήμερα αποτελεί οδηγό κοινωνικών αλλαγών προς την απελευθέρωση του ανθρώπινου είδους από τα δεσμά της ανέχειας και της θρησκόληπτης, μεταφυσικής υποταγής.
Βασικός πυρήνας ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας δεν ήταν η οικονομία. Το πρωταρχικό μέλημα δεν ήταν η κρατικοποίηση κάθε ιδιοκτησίας (ή κολλεκτιβοποίηση). Ακόμα και σε μεγάλα εργοστάσια δόθηκε το περιθώριο να παραμείνει ο καπιταλιστής ως ιδιοκτήτης αλλά με βαριά φορολογία και ένταξή του σε ένα στοιχειώδες σχέδιο κεντρικής παραγωγής όπου θα εξασφαλιζόταν η παραγωγή και η διάθεση των προϊόντων. Προφανώς και υπήρξε «κρατικός» έλεγχος των τραπεζών, παιδείας, τυπογραφείων, μεταφορών, ταχυδρομικών υπηρεσιών καθώς και στο ζήτημα της ενέργειας. Αλλά και αυτά δεν ήταν «εύκολα». Μέσα σε συνθήκες εμφυλίου όπου πχ η Ουκρανία δεν εντασσόταν αρχικά στις «απελευθερωμένες» περιοχές, έπρεπε να εξασφαλιστεί η ροή καυσίμων και μηχανημάτων στην ύπαιθρο και κατόπιν η ομαλή τροφοδοσία τροφίμων στις πόλεις. Αυτά δεν λύνονται με διατάγματα, ούτε με εθελοντισμό. Αλλά το ζήτημα της οικονομίας θα το δούμε και πιο κάτω.
Βασικός πυρήνας της ανατροπής του αστικού κράτους ήταν το ξήλωμα όλου του πυρήνα του. Η εγκαθίδρυση των Σοβιέτ ως πυρήνας πολιτικής εξουσίας δεν ήταν αυτονόητη. Τα Σοβιέτ αποτελούσαν ένα παράλληλο, συμπληρωματικό τοπικίστικο μηχανισμό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας με σκοπό να διαλύσει τα εργατικά συνδικάτα μέσα στη μικροαστική λαοθάλασσα. Το πέρασμα, λοιπόν, από τον κοινοβουλευτισμό στα Σοβιέτ δεν ήταν μια μεταφορά εξουσιών πχ από τη Βουλή στους Δήμους και στην Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων. Ο συγκεντρωτικός μηχανισμός υπάρχει και στο αστικό και στο προλεταριακό κράτος, υπάρχουν όμως κάποιες σημαντικές αλλαγές που αλλάζουν όχι τη μορφή αλλά την ουσία της εξουσίας.
Κατάργηση διαχωρισμού εξουσιών: Το επαναστατικό καθεστώς δεν δημιουργεί κάστες ειδικών αλλά η εξουσία πηγάζει από την εργατική τάξη, η ίδια κατοχυρώνει μέσα από νόμους τις κατακτήσεις της και φροντίζει για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής. Σοβιέτ δεν υπήρξαν μόνο τοπικά αλλά και σε μεγάλα εργοστάσια αλλά και στο στρατό όπου υπήρχε συλλογική εκλογή των αξιωματικών. Δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στα σοβιέτ (και άρα σε κάθε βαθμίδα εξουσίας είτε ψηφοφόρου είτε εκλεγμένου) όσοι ζουν από τη δουλειά άλλων, όσοι ζουν από εισοδήματα (ενοίκια κλπ) δηλ δεν εργάζονται από επιλογή, έμποροι και μεσίτες, όσοι είναι παπάδες, όσοι ήταν μπάτσοι – στρατιωτικοί – πράκτορες του προηγούμενου καθεστώτος καθώς και όσοι έχουν καταδικαστεί για αισχροκέρδεια ή ατιμωτικά αδικήματα. Η δημοκρατία δεν αποτελεί ευχολόγιο αλλά υλική προϋπόθεση: όλα τα εργατικά κόμματα έχουν ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στα κρατικά τυπογραφεία για την εκτύπωση του προπαγανδιστικού υλικού που χρειάζεται. Τα εργατικά κόμματα που δεν καταφέρουν να εκλέξουν εκπρόσωπο είτε για τη διοίκηση του Σοβιέτ είτε για την αντιπροσώπευση σε ανώτερη κλίμακα δικαιούνται έναν εκπρόσωπο.
Δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση: Δίνεται το δικαίωμα κάθε εθνότητας να αναγνωριστεί μέχρι και να αποσχιστεί από το νέο επαναστατικό καθεστώς. Δικαίωμα «πολίτη» και συμμετοχή στη διακυβέρνηση στο νέο επαναστατικό καθεστώς έχει ο κάθε κάτοικος (εκτός των παραπάνω εξαιρέσεων) που διαμένει και εργάζεται στην επαναστατημένη επικράτεια, ανεξάρτητα από φυλετική ή εθνοτική καταγωγή. Φυσικά η ταξική πάλη δεν διακόπτεται στις νέες χώρες που ανεξαρτητοποιούνται μετά το 1917 κι αυτό δημιουργεί μια εύθραυστη συνθήκη για την επόμενη μέρα.
Υπονόμευση των ιμπεριαλιστικών κέντρων: Το 1919 ιδρύεται η Κοινωνία των Εθνών (αποτελεί πρόδρομο του ΟΗΕ) και η Ρωσία αρνείται να συμμετέχει καταγγέλλοντάς την ως ιμπεριαλιστικό κέντρο. Αποχωρεί από την Αντάντ1 μετά την επανάσταση συνάπτοντας μονομερή ειρηνευτική συνθήκη με τη Γερμανία το 1918. Σε κάθε μεριά του πλανήτη υποστηρίζονται αντιιμπεριαλιστικά – εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Από τον Κεμάλ στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως τις Ινδίες και την Αφρική χτίζονται συμμαχίες. Μέσα στη φλόγα του 1ου Συνέδριου της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919 υπάρχει η πεποίθηση πως αυτά τα κινήματα θα στραφούν στην κοινωνική επανάσταση.
Ίδρυση Παγκόσμιου Κομμουνιστικού Κόμματος: Το 1919 ιδρύεται η 3η Κομμουνιστική Διεθνής και το 1920 συντάσσονται οι «21 όροι» παραμονής – εισδοχής σε αυτό το παγκόσμιο κομμουνιστικό κόμμα. Βασικό καθήκον η δημιουργία ενός παγκόσμιου αντικαπιταλιστικού κινήματος που από τη μία θα υπονομεύσει τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις στο επαναστατικό καθεστώς της Ρωσίας και από την άλλη θα ετοιμάζεται για την ανατροπή των καπιταλιστικών κυβερνήσεων. Οι ρώσικες πρεσβείες μετατρέπονται σε χώρους εκτύπωσης προπαγανδιστικών υλικών, τροφοδοσία οπλισμού καθώς και οικονομικής υποστήριξης. Οι «21 όροι» είναι μια συνθήκη ετοιμασίας των κομμάτων για εξέγερση μετά την αποτυχία της ουγγρικής επανάστασης το 1918. Τότε θεωρήθηκε πως η «μαλθακή» στάση στις εκλογές και στην εκλογική διαδικασία εμπόδισε το Ουγγρικό Κόμμα να αρπάξει την ευκαιρία εξέγερσης οπότε έπρεπε να απομακρυνθούν τα διστακτικά στελέχη από όλα τα κόμματα.
Κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα: Έγιναν τρομαχτικές προσπάθειες αλλαγής συνθηκών που οι περισσότερες κόλλησαν είτε για οικονομικούς λόγους είτε για μη ολοκλήρωση αλλαγής ιδεολογίας – συνηθειών πληθυσμού. Η καθιέρωση του 8ωρου στην εργασία πολλές φορές σκόνταφτε στην ανάγκη εντατικοποίησης της παραγωγής. Αντίστοιχα η «δημοκρατία» στο μέτωπο «πιεζόταν» από τους αντίπαλους βομβαρδισμούς. Πώς να «ελέγξεις» τη διοίκηση όταν σφάζονται δεκάδες στο μέτωπο; Πως μπορείς να σχολάσεις στις 8 ώρες όταν θα λείψουν οι σφαίρες της παραγωγής στους φαντάρους; Πως θα δώσεις όλα τα τρόφιμα που καλλιέργησες χωρίς να σου δώσουν μια στάλα εξασφάλισης πως δεν θα μείνεις χωρίς πρώτες ύλες;
Ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες υπήρξαν σε συνταγματικό επίπεδο εξαγγελίες που ακόμα και σήμερα είναι αδιανόητες στην καπιταλιστική καθημερινότητα. Καταργείται η οικογένεια και ο γάμος και διακηρύσσεται από τη μία η αυτοδιάθεση του σώματος της γυναίκας καθώς και η προστασία των παιδιών. Η ανατροφή των παιδιών δεν εξαρτάται από καμιά «αναγνώριση» και το κράτος οφείλει να του παρέχει κάθε πρόσβαση σε υγεία – πρόνοια- εκπαίδευση. Η ομοφυλοφιλία και οι σεξουαλικές προτιμήσεις αποποινικοποιούνται και θεωρούνται ατομική συμπεριφορά που δεν ενδιαφέρει το κράτος. Ο βιασμός θεωρείται ιδιαίτερο έγκλημα. Στην παιδεία υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε βαθμίδα της και καταργούνται βαθμοί – απολυτήρια καθώς και ο διαχωρισμός πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας. Σε πειραματικό επίπεδο δημιουργούνται κύκλοι σπουδών που ενοποιούνται τα «μαθήματα». Έτσι πχ στον 1ο κύκλο τα παιδιά ζουν – σπουδάζουν σε αγροκτήματα, μαθαίνουν την ιστορική περίοδο της αγροτικής οικονομίας και έρχονται σε μια πρώτη μοριακή επαφή με πρωτόλεια φιλοσοφικά – επιστημονικά ρεύματα. Στο δεύτερο κύκλο μεταφέρονται στο εργοστάσιο και έρχονται σε επαφή με τη βιομηχανική ιστορική περίοδο καθώς και τα πιο σύνθετα επιστημονικά – φιλοσοφικά ρεύματα. Στον πολιτισμό ενισχύονται καλλιτεχνικές ομάδες είτε με «εργατίστικο» προσανατολισμό (proletcult) είτε πιο «ελιτίστικη» απεύθυνση (Καντίνσκυ κλπ). Εννοείται ανθούν καταλήψεις χώρων – σπιτιών από καλλιτεχνικές ομάδες ενώ τα θέατρα περνάνε σε κοινές κολλεκτίβες καλλιτεχνών και ηλεκτρολόγων – φροντιστών που προσπαθούν να λύσουν το «τρίλημμα» αν πρέπει να ενταχτούν στα σχολεία για εκμάθηση της γλώσσας στο λαό, να προβάλλουν ιστορικά έργα πολιτιστικής αναβάθμισης ή να «κάψουν» όλα τα παλιά και αντιδραστικά και να προβάλλουν τα νέα οράματα. Σε οικολογία και αρχιτεκτονική αναζητούνται φιλικοί τρόποι συμβίωσης με το περιβάλλον. Σε οραματικό επίπεδο αναζητούνται τρόποι πχ να μετακινούνται οι πόλεις ώστε να συμβαδίζουν με τις κλιματολογικές συνθήκες. Όλη δημιουργικότητα (υλοποιήσιμη ή μη) είχε απελευθερωθεί! Οι περισσότερες προτάσεις σκόνταφταν, φυσικά, στον πόλεμο και στην οικονομική διάλυση ενώ κάποιες άλλες ήταν δύσκολο να γίνουν άμεσα αποδεκτές (πχ στη ρώσικη επαρχία αν δεν υπήρχε «γάμος» το ζευγάρι δεν αισθανόταν νομιμοποιημένο να συζήσει και να κάνει παιδιά).
Γυρνώντας, ξανά, στο πρόβλημα της οικονομίας το επαναστατικό καθεστώς δεν έτρεφε αυταπάτες για τις δυσκολίες του. Η παγκόσμια οικονομία μέσα από το μηχανισμό της αγοράς (νόμιμο ή μαυραγορίτικο, με εμπάργκο ή όχι) «πιέζει» συνεχώς ένα επαναστατικό καθεστώς να προσαρμοστεί. Να διαμορφώσει την παραγωγή του στις «διεθνείς ανάγκες», να ακολουθήσει τους εμπορευματικούς δρόμους παράγοντας «ανταγωνιστικά προϊόντα» κόντρα στις ανάγκες του πληθυσμού του. Για τους μπολσεβίκους, λοιπόν, το βασικό ερώτημα δεν ήταν να παραχτεί μια «ανταγωνιστική» γραφειοκρατική μηχανή αλλά να υπάρξει ένα προσωρινό σχέδιο επιβίωσης για να εξαπλωθεί η πολιτική εξέγερση. Το ζήτημα της οικονομίας δεν αντιμετωπίστηκε ιδεοληπτικά. Προφανώς και υπήρξαν σαμποτάζ και εγκατάλειψη βιομηχανιών που «παρατάγανε» τις επιχειρήσεις στους εργαζόμενους. Αλλά το ίδιο συνέβαινε πχ όταν δεν μπορούσαν να τροφοδοτηθούν με πρώτες ύλες οπότε αποχωρούσε η εργατική τάξη προς την ύπαιθρο για να τραφεί, τουλάχιστον. Τα οικονομικά μοντέλα εναλλάσσονταν από «κρατικοποιήσεις» ως τη Νέα Οικονομική Πολιτική του 1921 που έδινε καπιταλιστικά κίνητρα επενδύσεων.
Όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να αποκοπούν και να σχετικοποιηθούν. Η ανατροπή του καπιταλισμού και η επαναστατική απελευθέρωση όλων των πληβείων τάξεων δεν τεμαχίζεται, δεν μπορεί να αποκοπεί η μία διαδικασία από την άλλη. Το επαναστατικό καθεστώς ακόμα κι όταν «κρατικοποίησε» τα συνδικάτα ή και τα Σοβιέτ, όταν προχωρούσε σε βίαιες κολλεκτιβοποιήσεις ή ιδιωτικοποιήσεις, όταν συνεργαζόταν με «δημοκρατικά αντιιμπεριαλιστικά» δεν τα βάφτιζε «σοσιαλιστικά» μέτρα. Πάντα διατηρούταν ο οραματικός απελευθερωτικός στόχος και πάντα όλα υποτάσσονταν σε μια διαρκή επαναστατική ανατροπή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Δεν υπήρχε ανάγκη προσαρμογής μετά την αποτυχία του πρώτου επαναστατικού ρεύματος που έκλεισε το 1923; Μπορούσε να διατηρηθεί μια πρόχειρη οικονομική βάση χωρίς ανοικοδόμηση των δομών; Κατά πάσα πιθανότητα ναι. Όμως αυτό που συνέβη στη δεκαετία του `30 δεν ήταν μια πολιτική προσαρμογή αλλά μια αστική αντεπανάσταση που ξήλωσε κάθε κατάκτηση και κάθε πολιτικό πρόταγμα των Μπολσεβίκων.
Η αστική γραφειοκρατική αντεπανάσταση μετά το 1927
Η ταξική πάλη μέσα στη Ρωσία δεν έπαψε ποτέ. Ακόμα και με την εκδίωξη των καπιταλιστών, διατηρηθήκαν κομμάτια της παλιάς γραφειοκρατίας. Αλλά και κατά τη διάρκεια των προσωρινών οικονομικών μέτρων διαμορφώθηκε μια κρατική γραφειοκρατία που έβλεπε τον εαυτό της σαν μοναδικό εχέγγυο της ύπαρξης της κρατικής μηχανής. Σε επόμενο κεφάλαιο θα δούμε πως αυτή η διαδικασία δημιούργησε μια νέα αστική τάξη και δεν ήταν μοναδική. Θα δούμε πως η εξέλιξη του σύγχρονου αστικού κράτους και της παγκόσμιας οικονομίας δημιουργεί μια εκδοχή της αστική τάξης χωρίς τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά ατομικής ιδιοκτησίας.
Η εμφάνιση της γραφειοκρατίας: «Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού»! Η προσπάθεια να στηθεί ένας πρόσκαιρος κρατικός μηχανισμός, δεν αφέθηκε σε μια αφηρημένη ελπίδα, σε ένα ευχολόγιο. Οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν ένα άπειρο κόμμα. Παρ` όλο που όλα τα στελέχη ήταν περίπου 30 χρονών, είχαν πάνω από μια δεκαετία σκληρής πολιτικής μάχης και εμπειριών με δύο εξεγέρσεις το 1917 (οι παλαιότεροι και αυτή του 1905) καθώς και το χτίσιμο της Κόκκινης Φρουράς και της συμμετοχής στο κίνημα των Σοβιέτ. Κι όμως, ο πόλεμος και η κοινωνική απορρύθμιση προκαλούσαν ισχυρούς τριγμούς. Τα έμπειρα τοπικά στελέχη αντί να έχουν σχέση με τις γειτονιές και το χτίσιμο προπαγάνδας, στελέχωσαν γραφειοκρατικούς μηχανισμούς για να μην πέσουν στην «αντίδραση». Η καθημερινότητα τους οδηγούσε σε πολιτικές συντηρητικές και ασφαλείς: το χτίσιμο κράτους προβοκάτορα φαινόταν να υπονομεύει την στοιχειώδη κοινωνική ευημερία. Όμως υπάρχει μια κρίσιμη καμπή που η όποια λογική αναποφασιστικότητα και συντηρητισμός μετατρέπεται σε αντεπαναστατική διαδικασία.
Αυτή ξεκίνησε το 1927 και είχε διπλό περιεχόμενο: από τη μία κατοχύρωση της καπιταλιστικής οικονομίας και από την άλλη βίαιο ξήλωμα κάθε επαναστατικού θύλακα υπεράσπισης της επαναστατικής παράδοσης.
«Να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε τη Δύση»: Πλέον δεν υπάρχει καμιά «προσωρινότητα». Η επανάσταση δεν αφορά το διεθνές περιβάλλον αλλά μια «εθνική ανάπτυξη» που να μπορεί να δημιουργήσει οικονομική αυτάρκεια. Το πρώτο πεντάχρονο πλάνο υλοποιείται σε μόλις τέσσερα χρόνια. Η βίαιη κολλεκτιβοποίηση2 της ατομικής αγροτικής παραγωγής ενώ φαίνεται «αριστερή» και «κομμουνιστική», στην πράξη αποτελεί το πρώτο στάδιο ένταξης των εργαζομένων όχι ως αυτοκυβερνόμενους παραγωγούς αλλά σαν αντικείμενο όπου υποκλέπτεται η υπεραξία και τη διαχειρίζεται η κυρίαρχη τάξη. Η οικονομία δεν έρχεται να λύσει ζητήματα διατροφής ή κατανάλωσης αλλά μια πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου. Προφανώς και στην αρχή «φαίνεται» να είναι αναγκαία η δημιουργία ξανά μιας οικονομικής βάσης αλλά οι πολιτικές εξαγγελίες δεν μιλάνε για αυτό. Οι κυβερνώντες οραματίζονται μια οικονομία που μπορεί να φτάσει να κυριαρχεί στις διεθνείς αγορές και να είναι «πιο ανταγωνιστική» από τα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά μπλοκ. Αυτές δεν είναι εξαγγελίες κομμουνιστών αλλά μάνατζερ επιχειρήσεων που αδημονούν να διαλύσουν τον ανταγωνιστή τους. Αυτή η αλλαγή έπρεπε να μετατρέψει την εργατική τάξη σε κυριαρχούμενη και γι` αυτό ακολούθησε η γραφειοκρατία ένα τρομαχτικό πολιτικό ξήλωμα.
Η οριστική κρατικοποίηση των σοβιέτ και η μετατροπή τους σε καρικατούρα: Η κρατικοποίηση των σοβιέτ είχε ξεκινήσει πιο πριν. Αλλά οι Μπολσεβίκοι το θεωρούσαν σαν κομμάτι ήττας και πολιτικής υποχώρησης. Η Νέα Οικονομική Πολιτική του 1921 έβλεπε την ανασυγκρότηση της οικονομίας όχι μόνο με οικονομικά μεγέθη αλλά σαν προϋπόθεση συγκέντρωσης και συλλογικοποίησης ξανά της εργατικής τάξης. Με τα μεταγενέστερα συντάγματα «κλειδώνει» και νομοθετικά η κυριαρχία του ΚΚΣΕ ως μοναδικού και κυρίαρχου κόμματος. Απλά η γραφειοκρατία τα κρατά ως κέλυφος γι` αυτό και σε καμιά άλλη «σοσιαλιστική» χώρα δεν δημιουργήθηκαν. Τα Υπουργεία και η βουλή είναι μια χαρά εργαλεία κρατικής διαχείρισης και δεν χρειάζεται να «υπενθυμίζουν» περίεργες ιστορικές περιόδους.
Η Αριστερή Αντιπολίτευση το 1927 διέβλεψε τον κίνδυνο και πρόταξε ξανά την επαναφορά της Δημοκρατίας των Σοβιέτ κόντρα στην «από τα πάνω κολλεκτιβοποίηση». Αυτό δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό.
Η σφαγή της επαναστατικής ηγεσίας: Η σοσιαλιστική ανατροπή του καπιταλισμού θα έρθει πάντα με την ταξική βία. Αντίστοιχα το ξήλωμα μιας επανάστασης δεν μπορεί να έρθει «ειρηνικά». Παρ όλες τις συντηρητικές προσαρμογές του Μπολσεβίκικου Κόμματος και τη διάλυση της συλλογικότητας του επαναστατικού προλεταριάτου, τα έμπειρα στελέχη πάντα θα μπορούσαν να «διορθώσουν» προηγούμενα λάθη. Η γραφειοκρατική αστική τάξη έπρεπε να διαλύσει κάθε πυρήνα, κάθε θύλακα, κάθε κατάκτηση που θύμιζε την εξέγερση των Μπολσεβίκων. Από τα μέλη της κεντρικής επιτροπής που οργάνωσε την Εξέγερση του Νοέμβρη του 1917, ο Λένιν, ο Ουρίτσκι, ο Σβερντλώφ και ο Ντερζίνσκι πέθαναν πριν το 1926. Ο Ζηνόβιεφ, ο Κάμενεφ, ο Σοκόλνικωφ, ο Μιλιούτιν, ο Μπουμπνόφ, ο Οππόκωφ, ο Ουρίτσκι, ο Μπουχάριν και ο Τρότσκι εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν κατά τη δεκαετία του `30 σαν «αντεπαναστάτες» ενώ η Κολλοντάι έγινε πρέσβειρα στην Κούβα (στην ουσία εξορίστηκε) χωρίς ποτέ ξανά να παίξει σημαντικό πολιτικό ρόλο και μόνο ο Στάλιν πέθανε από φυσικό θάνατο. Στήθηκαν οι περίφημες Δίκες της Μόσχας ανάμεσα στο 1936 και 1938 όπου πέρα από αυτές τις 8 καταδίκες φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν χιλιάδες αγωνιστές και μεσαία στελέχη των Μπολσεβίκων.
Από το κράτος προβοκάτορα στην εγκατάλειψη των επαναστατικών κινημάτων: Η αντεπανάσταση στη Ρωσία άλλαξε άρδην την εξωτερική της πολιτική. Από το 1927 δεν ξαναστηρίζει καμία επαναστατική διαδικασία. Το ΚΚ στην Κίνα είτε το 1927 είτε μετά το 2ο ΠΠ μένει μόνο του κόντρα στο Κουόμιταγκ (αστικό κόμμα) και στην προσπάθεια ανατροπής του. Στον Ισπανικό Εμφύλιο στηρίζει τη δημοκρατική κυβέρνηση και πολεμά τα εργατικά συμβούλια που στήνονται σε εργοστάσια και αγροκτήματα. Τα παρτιζάνικα κινήματα κατά τη διάρκεια του 2ου ΠΠ όχι μόνο δεν στηρίζονται – εξοπλίζονται αλλά προτρέπονται να ενταχτούν σε κοινά στρατηγεία με τις ΗΠΑ – Αγγλία. Το κίνημα του Κάστρο – Γκεβάρα στην Κούβα κρίνεται τυχοδιωκτικό και το ΚΚ Κούβας διακηρύσσει πως δεν έχει καμία σχέση. Φυσικά το 1933 εντάσσεται στην Κοινωνία των Εθνών «καταπίνοντας» την ανάλυση περί «ιμπεριαλιστικού μηχανισμού».
Μετά το 2ο ΠΠ όχι απλά συμμετέχει στον ΟΗΕ αλλά αποτελεί κομμάτι της παγκόσμιας μοιρασιάς. Ξαφνικά η Γερμανία διχοτομείται, η Ανατολική ανακηρύσσεται «σοσιαλιστική» και δημιουργείται το πρωτοφανές παράδοξο να χτίζεται «σοσιαλισμός» χωρίς υπαρκτό κόμμα – κίνημα για πάνω από μια δεκαετία και μετά να χτίζεται τείχος όχι για προστασία από εισβολή αλλά για να εμποδιστούν κάποιοι πολίτες να μετακομίσουν στη Δύση. Η Σοβιετική Ένωση από τη δεκαετία του `30 αναζητεί διεθνείς συμμαχίες είτε «σοσιαλιστικές» είτε αστικές. Αυτό έπρεπε να μεταφερθεί και στα Κομμουνιστικά Κόμματα του πλανήτη.
Το κλείσιμο της Διεθνούς και τα Λαϊκά Μέτωπα: Αν τα Κομμουνιστικά Κόμματα αποτελούσαν κομμάτι καπιταλιστικής αποσταθεροποίησης τώρα αλλάζει άρδην το σχέδιο τους. Πλέον ανακαλύπτονται «καθυστερήσεις» στην καπιταλιστική ανάπτυξη, μισοφεουδαρχικά κατάλοιπα καθώς και «δημοκρατικά» κομμάτια της αστικής τάξης που αντιστέκονται στο φασισμό. Η σοσιαλιστική, διαρκής επανάσταση αντικαθίσταται από τη στρατηγική των «σταδίων» όπου πρέπει να ολοκληρωθεί η δημοκρατική, αστική επανάσταση από την αστική τάξη «και μετά να περάσουμε στο σοσιαλισμό». Τα λαϊκά μέτωπα που στήνονται σε κάθε χώρα στέλνουν τους κομμουνιστές να συνεργαστούν με αστικά κόμματα. Όμως ακόμα κι αυτή η «στροφή» επειδή δεν ήταν ένα απλό λάθος ή θεμιτή διαμάχη, έπρεπε να ξηλωθούν όλα τα στελέχη που είχαν δεθεί με την επαναστατική παράδοση. Το 1920 ο εκπρόσωπος του ΣΕΚΕ Δ. Λιγδόπουλος παρακολουθεί το 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και δολοφονείται στο καράβι της επιστροφής του από πράκτορες του ελληνικού κράτους. Το 1931 πηγαίνει αντιπροσωπεία 38 μελών του ΚΚΕ στη Μόσχα και επιστρέφουν μόνο δύο μετά από δήλωση πίστης στην ηγεσία ενώ καθαιρέθηκε όλο το Πολιτικό Γραφείο. Η Κομμουνιστική Διεθνής θα διαλυθεί οριστικά το 1943 ως δείγμα καλής θέλησης προς τα καθεστώτα της Δύσης.
Ξηλώνονται και κοινωνικές κατακτήσεις: Ποινικοποιείται η ομοφυλοφιλία ξανά και αναγορεύεται η «σοσιαλιστική οικογένεια» ως πυρήνας της κοινωνίας με όλα τα πρότυπα μητρότητας κλπ. Εννοείται δεν υπάρχουν εργατικά κόμματα που να έχουν πρόσβαση σε ελευθερίες ενώ κατακεραυνώνονται καλλιτεχνικές πρωτοπορίες (πχ κυβισμός στη ζωγραφική και ροκ αργότερα) ως «αστική παρακμή».
Το ξήλωμα όλων των κατακτήσεων ήταν σαρωτικό, ήταν συνολικό και ήταν βίαιο. Αυτό προήλθε από την εμφάνιση της γραφειοκρατίας ως κυρίαρχης τάξης. Μιας εξέλιξης που δεν υπήρχε στο 19ο αιώνα και δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Παρ όλα αυτά ήδη ο Ένγκελς στο Αντι-Ντύρινγκ το 1878 μπορούσε να δει τη διόγκωση και μετάλλαξη του αστικού κράτους αλλά, φυσικά, δεν μπορούσε να παράξει κι ένα «λυσάρι» για τις μελλοντικές γενιές για το πώς αντιμετωπίζουμε αυτή την εξέλιξη.
1 Ήταν η Ιμπεριαλιστική συμμαχία Γαλλίας – Αγγλίας – Ρωσίας μετά το 1907 και αποτέλεσε τον ένα άξονα του Α` Παγκοσμίου Πολέμου.
2 Είτε σε κολχόζ (κάτι σαν συνεταιρισμός), είτε σε σοβχόζ (κρατική ιδιοκτησία)