Για τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών και τις εξελίξεις στη Γαλλία:
Η αστική τάξη καλωσορίζει την ακροδεξιά στην εξουσία.
Να μη συνηθίσουμε τον τρόμο!
Αθήνα, 13 Ιουνίου 2024
Η αύξηση της αποχής σε ολόκληρη την Ευρώπη, παρ’ όλες τις διακυμάνσεις από χώρα σε χώρα, προκύπτει από μια διπλή έλλειψη: έλλειψη συγκεκριμένου διακυβεύματος μιας και η κάλπη δεν «βγάζει» κυβέρνηση και έλλειψη πολιτικής αντιπαράθεσης στρατηγικών. Ο κόσμος που δεν πήγε να ψηφίσει, δεν συγκροτεί κανένα υποκείμενο αγώνα «από τα κάτω» και έξω από την κοινοβουλευτική ανάθεση. Πολύ περισσότερο, δεν δημιουργεί όρους απονομιμοποίησης του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. Όμως αυτή η διπλή έλλειψη επίδικου στην πρώτη ανάγνωση, δεν σημαίνει πως οι Ευρωεκλογές δεν παράγουν πολιτικά γεγονότα. Η ευρωπαϊκή αστική τάξη χρησιμοποιεί την εκλογική διαδικασία για να αναδιαμορφώσει το πολιτικό της προσωπικό και να νομιμοποιήσει νέα μπλοκ διακυβέρνησης.
Η προκήρυξη εκλογών στη Γαλλία από το Μακρόν αποτελεί την επίσημη πρόσκληση της αστικής τάξης προς την ακροδεξιά. Η ακροδεξιά έδωσε επιτυχημένες εξετάσεις την περασμένη δεκαετία και πλέον είμαστε σε μια νέα φάση παράδοσης των «κλειδιών» της εξουσίας. Ο Μακρόν δεν είναι ο νέος Χίντενμπουργκ (ο Πρόεδρος που παρέδωσε την εξουσία στους ναζί το 1933). Τουλάχιστον όχι αυτήν την κοινοβουλευτική περίοδο. Το σύστημα της Προεδρικής Δημοκρατίας της Γαλλίας επιτρέπει να αποκτήσουν οι ακροδεξιοί την κυβέρνηση και τη βουλή αλλά ο Πρόεδρος να ελέγχει με βέτο την ομαλή πορεία προσαρμογής. Η κήρυξη πρόωρων εκλογών δεν γίνεται για να παρεμποδιστεί, τάχα, η άνοδος της Λεπέν αλλά για να κατοχυρωθεί η αλλαγή του κέντρου βάρους της πολιτικής. Αν στη θέση του Μπορντελά ήταν κάποια αριστερή εκδοχή (από το NPA ως τον Μελανσόν) οι εκλογές θα είχαν αναβληθεί επ’ άπειρον. Ήδη το παραδοσιακό Γκωλικό κόμμα δήλωσε πρόθεση συνεργασίας με τη Λεπέν.
Στην Ελλάδα, οι 800.000 ψήφοι που πήραν οι εθνικιστικοί – ρατσιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί στις ευρωεκλογές του 2024, δεν είναι οι περισσότεροι που έχουν πάρει ποτέ. Η ακροδεξιά έκανε δυναμική εμφάνιση σε εκλογικό επίπεδο το 2012 που συγκέντρωσε πάνω από 1.000.000 ψήφους. Ακόμα και στις ευρωβουλευτικές του 2019, ξανά με χαλαρή ψήφο, οι ακροδεξιοί σχηματισμοί είχαν ξεπεράσει τις 900.000 ψήφους. Η Λατινοπούλου και ο Νατσιός που αντικατέστησαν στην Ευρωβουλή τη χρυσή αυγή, φαντάζουν γελοίες καρικατούρες των ταγμάτων εφόδου. Η ΝΔ συντηρεί, όμως, έναν χώρο γύρω στο 1 εκατομμύριο ψηφοφόρους και δημιουργούνται δεκάδες μικρά ή μεγαλύτερα ακροδεξιά πολιτικά εργαστήρια με σκοπό να ανασυγκροτηθεί ένας ακροδεξιός πόλος.
Αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη είναι αυτό που διαδραματίζεται και στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα, σε ολόκληρο τον κόσμο. Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 δεν έχει αντιμετωπιστεί. Οι πρόσκαιρες ανακάμψεις δεν καλύπτουν τις προηγούμενες απώλειες, ο «άπληστος» πληθωρισμός σε συνδυασμό με τη στασιμότητα ενεργοποιούν ανακλαστικά προετοιμασίας για «οικονομία πολέμου». Οι διεθνείς ανταγωνισμοί του κεφαλαίου εντείνονται, οι πόλεμοι γίνονται μακροχρόνιοι με κόστος χρήματος αλλά και ανθρώπινων ζωών. Η ενσωμάτωση της ακροδεξιάς, ως συστημικός εταίρος δεν γίνεται για να μεγαλώσει η καταστολή του εσωτερικού εχθρού, δηλ. του εργατικού κινήματος και της αριστεράς. Αυτό το κάνει και σχετικά επιτυχημένα η «δημοκρατική» δεξιά και το Κράτος Έκτακτης Ανάγκης που επεκτείνεται συνεχώς μετά την καραντίνα. Η ακροδεξιά έρχεται ως κομμάτι επεξεργασίας εναλλακτικής εθνικιστικής πολιτικής απέναντι στην καταρρέουσα ΕΕ. Το αν πρέπει να εκδοθεί «ευρωπαϊκό ομόλογο», το «γιατί πρέπει να πληρώνουμε αμερικάνικο φυσικό αέριο για τα μάτια της Ουκρανίας», το Brexit ή το Frexit οδηγούν τη μία μετά την άλλη τις εθνικές αστικές τάξεις να αναζητούν (σε επίπεδο εργαστηρίου κατ’ αρχήν) τα μοντέλα Ορμπάν. Η διαγραφή του AfD από τη Λεπέν μπορεί να μην έγινε για όρους «ευπρεπισμού» των γερμανών ναζί, αλλά να αποτελεί προάγγελο της κλιμάκωσης του ανταγωνισμού του γαλλικού με το γερμανικό κεφάλαιο για τον έλεγχο της κυριαρχίας στην Ευρώπη. Αντίστοιχες κόντρες εκτυλίσσονται σε όλα τα επίπεδα: η διαμάχη του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν είναι «επί του προσωπικού» αλλά συμπυκνώνει τη μετατροπή της κρίσης στρατηγικής της ΕΕ σε ανοιχτή μάχη ηγεμονίας.
Η μείωση των ψήφων και των ποσοστών της ΝΔ και της «δεξιάς πολυκατοικίας» θα μπορούσε να είναι ένδειξη κρίσης του αστικού μπλοκ και δυνατότητας αντιστροφής της πολιτικής κατάστασης αν δεν υπήρχε η ανυπαρξία μαζικής αριστερής πρότασης οποιασδήποτε εκδοχής. Η αριστερά σε Ευρώπη και Ελλάδα συνεχώς συρρικνώνεται. Η προηγούμενη αποτυχία της να καταθέσει μια εναλλακτική στρατηγική για τις πληβείες τάξεις, μια στρατηγική που να προάγει την κοινωνική αλληλεγγύη και την οικονομική ευημερία των φτωχών, την οδηγεί είτε στην πολιτική εξαφάνιση ή και σε δεξιά προσαρμογή. Παραδοσιακές ρεφορμιστικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είναι στα όρια της εξαφάνισης γιατί το κεφάλαιο δεν προάγει, πλέον, λογικές συνδιαχείρισης. Όσες επιβιώνουν καταφεύγουν σε δεξιές προσαρμογές που θα φάνταζαν αδιανόητες σε μια προηγούμενη περίοδο. Η Σάρα Βάγκενκνεχτ αποχωρεί από το γερμανικό Die Linke και συγκροτεί ρατσιστικό – αντιμεταναστευτικό «αριστερό» κόμμα που παίρνει 6,2% ενώ το Die Linke μένει στο 2,7%. Η 4η Διεθνής και το γαλλικό NPA – Anticapitaliste στηρίζουν την Ουκρανία του Ζελένσκι. Το ΚΚΕ στηρίζει τον καταδικασμένο φασίστα τρομοκράτη Μπέλερι και συνεργάζεται με τον ακροδεξιό εθνικιστή Νότη Μαριά.
Παρ’ όλη τη δεξιά προσαρμογή, το ταξικό κίνημα διατηρεί ακόμα καύσιμα για τον αγώνα του. Από τις περσινές καταλήψεις των καλλιτεχνών μέχρι τις φετινές ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, έχουν γίνει αρκετές μαζικές πανεργατικές απεργίες και συγκεντρώσεις. Η δολοφονία των Τεμπών δεν εγκλωβίζεται σε μια ανάμνηση του περασμένου χρόνου ούτε στις 1,5 εκατομμύρια υπογραφές. Το ταξικό μίσος απέναντι στην κυβέρνηση των δολοφόνων συνεχίζει να καίει. Όμως αυτή η από τα κάτω διάθεση δεν μπορεί να νικήσει με αντιλήψεις δεξιάς προσαρμογής της αριστεράς αλλά ούτε και με την επίκληση ενός δικαιωματικού κινηματισμού.
Στη Γαλλία μετά την κήρυξη πρόωρων εκλογών ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις σε δεκάδες πόλεις ενάντια στην παράδοση της εξουσίας στους φασίστες ενώ ετοιμάζεται κοινό κατέβασμα Σοσιαλιστών – Κομμουνιστών – Πράσινων – Ανυπότακτης Γαλλίας ως αριστερό αντίβαρο στη συνεργασία Μακρόν – Λεπέν. Το πρόβλημα είναι πως αυτή η συνένωση αποτελεί στρατηγική απάντηση ΟΛΩΝ των εκδοχών της αριστεράς. Η πρόσκαιρη (ή μη) παρεμπόδιση κατάληψης της εξουσίας από τη Λεπέν φαντάζει σαν το «τέλος της μάχης» και δεν εμπεριέχει ένα δεύτερο απαραίτητο βήμα: μια πρόταση εξουσίας της αριστεράς και της εργατικής τάξης.
Το περασμένο καλοκαίρι κομμάτια της αριστεράς οργάνωναν πολύμηνες συσκέψεις ενάντια στην «εισβολή ναζί την 1η Νοέμβρη» και κάποιες άλλες έψαχναν φασίστες που χτύπησαν μετανάστη στη Νέα Ιώνια. Όλες οι εκδοχές «εγκαλούσαν» την κυβέρνηση ότι «δεν κάνει τίποτα για την ακροδεξιά» και ότι άφηνε τους κροάτες τραμπούκους να δολοφονούν. Λίγους μήνες μετά η κυβέρνηση της ΝΔ «έκανε», κάτι τελικά! Επέβαλλε λοκντάουν στη Νέα Φιλαδέλφεια για τον τελικό του Conference League, παραδίδοντας την πόλη επί τρεις μέρες στην επιχείρηση της UEFΑ. Η αριστερά δεν μπόρεσε (ή δεν ήθελε;) να οργανώσει ούτε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας και να αντισταθεί στην στρατιωτικοποιημένη ιδιωτικοποίηση της πόλης. Δίνει στον εαυτό της μόνο αντιπολιτευτικό ρόλο και φαίνεται να αρκείται σε μια ανάδειξη «αντί» μαχών, χωρίς να προβάλλει το δικό της κοινωνικοπολιτικό σχέδιο για την οργάνωση της κοινωνίας.
Είμαστε την επόμενη μέρα. Η αστική τάξη αλλάζει ταχύτητα και τους όρους διακυβέρνησης του καπιταλισμού. Η διεθνής αστική τάξη μέσα από τα δεξιά επιτελεία θέλει να κάνει τις πληβείες τάξεις να συνηθίσουν την ακροδεξιά. Να αναγορεύσουν τους ναζί σε αξιόπιστους πολιτικούς. Να καθιερωθεί ο αντικομμουνισμός, το μίσος στους απεργούς, διαδηλωτές και καταληψίες ως «φυσιολογική δημοκρατική συμπεριφορά», να συνηθίσουμε την εθνικιστική παράκρουση και τη ρατσιστική έχθρα, να ετοιμαστούμε για τη δική μας Ουκρανία. Αν συνηθίσουμε τον τρόμο, ο επόμενος κυβερνήτης θα μας υποδείξει απλά ποιό είναι το «τέρας» που πρέπει να πολεμήσουμε.
Η απάντηση δεν βρίσκεται στην ιδιώτευση, στην αποδοχή του «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Δεν βρίσκεται στο «ίδιοι είναι όλοι τους». Όμως δεν λύνεται ούτε σε μια δεξιά προσαρμογή όλης της «αριστερής πολυκατοικίας», ούτε σε μια «καθαρή» μειοψηφική δράση. Ο αντιφασιστικός αγώνας σε αυτή τη φάση απαιτεί μαζική αδιάλλακτη μάχη ενάντια στο δεξιό πολιτικό επιτελείο που ετοιμάζει την ακροδεξιά εναλλαγή εξουσίας.
Αυτός ο αγώνας δεν θα μπορέσει να είναι νικηφόρος αν δεν προετοιμαστούμε οργανωτικά και ιδεολογικά, σε κάθε κοινωνικό χώρο να προτάξουμε τον Σοσιαλισμό και την Κομμουνιστική Εξέγερση, όχι ως προπαγανδιστικό σύνθημα αλλά ως υλοποιήσιμο πολιτικό σχέδιο του ΣΗΜΕΡΑ.