του Α. Ω.
Στην Γερμανία, η εργατική τάξη είχε κατορθώσει το 1916 με τρομακτικές δυσκολίες να ανακάμψει από την πίεση της συμμετοχής στον Α’ Ιμπεριαλιστικό πόλεμο, όταν τα μεγαλύτερα εργατικά κόμματα της εποχής την είχαν στείλει στο μεγάλο σφαγείο ενάντια στα ταξικά τους αδέρφια. Από τις τρομακτικές απώλειες του μετώπου, ως την ολοένα και μεγαλύτερη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας στα εργοστάσια όσο ολοένα και περισσότερο η οικονομία στρατιωτικοποιείται, όταν και οι πόλεις πείναγαν από την έλλειψη βασικών τροφίμων, η γερμανική εργατική τάξη, η πιο πολιτικοποιημένη και καλύτερα οργανωμένη στην Ευρώπη, ξεκίναγε τις απεργίες και τις στάσεις, παρόλο που το τίμημα της καταστολής ήταν τρομερό, με πολύχρονες καταλήψεις και μεταθέσεις στο μέτωπο σε πειθαρχικές μονάδες που πήγαιναν κατευθείαν για σφαγή. Η Γερμανία ετοιμαζόταν για τον δικό της επαναστατικό γύρο όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Ρωσία. Μόνο στο Βερολίνο απεργούν 200 με 300 χιλιάδες εργάτες τον Απρίλιο του 1917, με αφορμή τη μείωση στο ψωμί που δίνεται με το δελτίο. Οι ναύτες του πολεμικού ναυτικού οργανώνονται σε παράνομες ενώσεις και τον Αύγουστο του 1917 οι μισοί απεργούν και οι ναύαρχοι απαντούν με εκτελέσεις. Στα τέλη του Δεκέμβρη του 1917 όταν ξεκινούν οι διαπραγματεύσεις που θα οδηγήσουν στην υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ και στην ειρήνευση στο ανατολικό μέτωπο, για την γερμανική εργατική τάξη θα σημάνει η έφοδος και η νέα χρονιά ξεκινάει με γενική απεργία με σύνθημα «Ειρήνη και Ψωμί».
Κάτω ο Πόλεμος (1918)
Η στάση των ναυτών του πολεμικού ναυτικού το 1918 στον ναύσταθμο του Κιέλου με σύνθημα «Κάτω ο Πόλεμος», οδηγεί στο τέλος του πολέμου, καθώς ήταν πια σαφές ότι οι στρατοκράτες δεν μπορούν να κρατήσουν την πειθαρχία (υπάρχουν ήδη 750.000 λιποτάκτες στον στρατό), ούτε με την τρομοκρατία των εκτελέσεων και οδηγεί στην πτώση της Βιλχελμικής Γερμανίας. Η Γερμανία γεμίζει από συμβούλια εργατών και στρατιωτών-ναυτών (πάνω από 10.000). Το παράδειγμα της Οκτωβριανής επανάστασης είναι ζωντανό, αλλά οι επαναστατικές δυνάμεις είναι αδύναμες για να τραβήξουν το γερμανικό προλεταριάτο στην κορύφωση της κατάληψης της εξουσίας, και αυτό δίνει την δυνατότητα στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) να ανακόψει το επαναστατικό κύμα και να σταθεροποιήσει, για την ώρα, το νέο αστικό καθεστώς. Κηρύσσει την επιστροφή σε μία νέα κανονικότητα με το γλαφυρό σύνθημα «Σοσιαλισμός θα πει Δουλειά». Καμία επιστροφή όμως δεν είναι τελεσίδικη καθώς σε πολλές περιοχές της Γερμανίας, ειδικά στο Ρουρ όπου συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός βιομηχανικών εργατών, τα αιτήματα είναι οικονομικά στην αρχή, όπως 6ωρο με παράλληλη αύξηση του μισθού, αλλά γρήγορα από τον Ιανουάριο του 1919 πολιτικοποιούνται ζητώντας απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων, διάλυση των παραστρατιωτικών ταγμάτων ασφαλείας, αναγνώριση της εργατικών συμβουλίων ακόμα και ένωση με τη Σοβιετική Ρωσία! Τότε ιδρύεται το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD).
H τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο (1919)
Η σύγκρουση με την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Βερολίνου είναι σχεδόν αναπόφευκτη και τον Ιανουάριο του 1919, οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες, το KPD και οι Επαναστάτες Αντιπρόσωποι, οργανώνουν μια μεγάλη και πολύ πετυχημένη διαδήλωση που καταλαμβάνει δημόσια κτήρια. Τόσο οι δυνάμεις, ειδικά το KPD, που καθοδηγούν την εξέγερση αλλά και οι εργάτες και οι στρατιώτες του Βερολίνου, δεν έχουν ξεκάθαρη στάση και ταλαντεύονται μεταξύ της εξέγερσης και της διαπραγμάτευσης. Η κυβέρνηση δεν περιμένει να αποφασίσουν οι εξεγερμένοι αν θα καταλάβουν την εξουσία και εξαπολύει την αστυνομία και τον στρατό. Μερικές μέρες μετά ακολουθεί ένα κύμα εκτελέσεων στην πρώτη εμφάνιση των freikorps, τα πτώματα της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ σφραγίζουν την ήττα και πια η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο.
Ακολουθεί η πόλη της Βρέμης και το Αμβούργο όπου αφοπλίζονται μετά από σφοδρές μάχες οι ένοπλες πολιτοφυλακές. Το KPD τον Μάρτιο του 1919 κηρύσσει γενική απεργία με βασικό σύνθημα «Όλη η Εξουσία στα Συμβούλια» και η κυβέρνηση απαντά με ένα νέο κύμα ακόμα πιο σφοδρών επιθέσεων του στρατού, που περιλαμβάνει πυροβολικό, φλογοβόλα και αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Μόνο το Βερολίνο έχει σε δύο εβδομάδες 1200 νεκρούς εργάτες. Η ανάγκη να σταθεροποιηθεί η ηττημένη Γερμανία και να ανασυγκροτηθεί απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο απαιτεί ακόμα περισσότερο αίμα. Η αποφασιστικότητα και η προετοιμασία των αστών κόντρα στις παλινωδίες των εξεγερμένων εργατών είναι ο αποφασιστικός παράγοντας.
Δεύτερος γύρος (1920)
Οι προσπάθειες της ακροδεξιάς να επιβληθούν με στρατιωτικό πραξικόπημα (Πραξικόπημα Καπ) των γνωστών freikorps τον Μάρτιο του 1920 αποτυγχάνει από την πολύ μαζική Γενική Απεργία που κηρύσσεται από το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και τους ανεξάρτητους Σοσιαλιστές (SPD και USPD) και δίνουν το έναυσμα (χωρίς αυτό να είναι στα σχέδια του SPD) για την εξέγερση του Ρουρ αμέσως μετά, από αριστερούς κομμουνιστές κυρίως από το KAPD και την AAUD που όμως δεν κατορθώνει να εξαπλωθεί και σε λίγες εβδομάδες συντρίβεται. Η εξέγερση του Ρουρ αποτελεί την πιο πολωμένη σύγκρουση της χρονιάς.
Η οικονομική κατάσταση στην Γερμανία χειροτερεύει και μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και των ανέργων πεινάνε και οριακά βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης. Η δυσαρέσκεια επεκτείνεται συνεχώς ειδικά στους βιομηχανικούς εργάτες καθώς τα μεροκάματα πέφτουν συνέχεια, ενώ σε πολλά εργοστάσια τα αφεντικά εντείνουν την τρομοκρατία. Ειδικά στη χημική βιομηχανία και στο λιγνίτη τα βιομηχανικά σαμποτάζ επεκτείνονται. Και την ίδια στιγμή οι κομμουνιστικές δυνάμεις, κυρίως το Κομουνιστικό Κόμμα (KPD) αυξάνει κατακόρυφα τα μέλη και την εκλογική επιρροή του φτάνοντας στις εκλογές του Φεβρουαρίου να είναι το ισχυρότερο κόμμα στο Πρωσικό κοινοβούλιο. Ειδικά στην Κεντρική Γερμανία η κατάσταση από μεριάς μέτρων της εργοδοσίας και των τοπικών κυβερνήσεων και αρχών εντείνεται. Είναι μια εποχή που πολλοί εργάτες έχουν όπλα, φυλαγμένα από τις προηγούμενες εξεγέρσεις όπως αυτή του 1919, με αποτέλεσμα αστυνομία και αφεντικά να ανησυχούν. Εφαρμόζουν σωματικούς ελέγχους στις πύλες των εργοστασίων και στις γειτονιές ενώ επεκτείνονται οι μαζικές παρακολουθήσεις.
Δράση του Μαρτίου (1921)
Την άνοιξη του 1921 ένα νέο κύμα απεργιών απαιτεί μείωση των εργάσιμων ωρών, αυξήσεις καθώς και τη διάλυση των ιδιωτικών δυνάμεων ασφαλείας που υπάρχουν μέσα στα εργοστάσια από πρώην επαγγελματίες στρατιωτικούς. Οι εργάτες με την παραμικρή αφορμή επιτίθενται ξανά και ξανά σε αυτές τις δυνάμεις και επιδίδονται σε εκτεταμένες φθορές και κλοπές στα εργοστάσια καθώς και λεηλασίες (ξυλεία, χαλκό, ασήμι). Μέσα στα εργοστάσια είναι διαδεδομένη η εργατική απειθαρχία – στην ουσία οι εργάτες με την πρακτική τους λένε στα αφεντικά ότι δεν κάνετε εσείς κουμάντο εδώ μέσα. Η κυβέρνηση αποφασίζει να πατάξει τις εστίες ανομίας στη Σαξονία και στέλνει δυνάμεις από το Βερολίνο. Τα κομμουνιστικά κόμματα KPD και KAPD καλούν τους εργάτες να πάρουν τα όπλα. Παρόλο που βγάζουν το κάλεσμα για ένοπλο αγώνα, δεν οργανώνουν τα ίδια τις επιθετικές δράσεις, οι οποίες οργανώνονται από τα κάτω, από συσπειρώσεις ριζοσπαστικοποιημένων εργατών. Η γενική απεργία που καλείται δεν θα είναι καθολική. Μια σειρά από εργοστάσια καταλαμβάνονται και οι εργάτες οχυρώνονται σε αυτά. Είναι η μόνη φορά που εμφανίζεται μαζικά η πρακτική της κατάληψης του χώρου εργασίας μέσα στα γεγονότα του 1918-1921.
Όμως οι εργάτες δεν ακολουθούνται από την υπόλοιπη εργατική τάξη και η νέα εξέγερση δεν γενικεύεται, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση σχετικά σύντομα να καταφέρει να επαναφέρει την τάξη στις βιομηχανικές περιοχές Halle, Leuna, Merseburg και Mansfeld. Η έλλειψη της προετοιμασίας και του συντονισμού με άλλες περιοχές της Γερμανίας πέρα από την ήττα και τη θυσία χιλιάδων εργατών που θα πέσουν ηρωικά στις μάχες ή θα οδηγηθούν στην φυλακή, θα δώσει τέλος στις επαναστατικές προσπάθειες του Γερμανικού προλεταριάτου.
Η ταλάντευση μεταξύ της αδράνειας και της κατάληψης της εξουσίας με εγκαθίδρυσης μιας νέας προλεταριακής εξουσίας αποδεικνύεται πια και στην πράξη θανατηφόρος τακτική. Η διαφορά με την Ρωσία του 1917 είναι η ύπαρξη ενός κόμματος με ισχυρή ηγεσία και αποφασισμένη προλεταριακή βάση που στις κρίσιμες αποφάσεις, μένουμε ή υποχωρούμε, θα δώσει την κατεύθυνση της επέλασης και της νίκης.
Στην Γερμανία πια οι επόμενες μεγάλες μάχες που θα δοθούν θα είναι απέναντι σε έναν νέο θανατηφόρο κίνδυνο της εργατικής τάξης, το φασισμό.