Ευρωεκλογές ‘24: η αναδιάταξη του αστικού μπλοκ και η πολιτική κρίση προ των πυλών
Του Κ.Μ.
Οι ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024 κατέγραψαν σε γενικές γραμμές την αύξηση της αποχής, την επικίνδυνη άνοδο ακροδεξιών κομμάτων και την έλλειψη από την μεριά της αριστεράς να προβάλλει μια εναλλακτική στρατηγική, που να αντιπαρατίθεται δομικά σε μια Ευρώπη οικονομίας πολέμου, φτωχοποίησης των λαών και καταστολής των κοινωνικών κινημάτων.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, παρά τις διακυμάνσεις από χώρα σε χώρα, η αύξηση της αποχής προκύπτει από μια διπλή έλλειψη: έλλειψη συγκεκριμένου διακυβεύματος μιας και η κάλπη δεν «βγάζει» κυβέρνηση και έλλειψη πολιτικής αντιπαράθεσης στρατηγικών. Όμως, είναι σαφές ότι ο κόσμος που δεν ψήφισε, δεν συγκροτεί κανένα υποκείμενο αγώνα «από τα κάτω» και έξω από την κοινοβουλευτική ανάθεση. Η απάντηση δεν βρίσκεται στην ιδιώτευση, στην αποδοχή του «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα» ή «ίδιοι είναι όλοι τους». Πολύ περισσότερο, από την αποχή δεν δημιουργούνται όροι απονομιμοποίησης του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. Όμως αυτή η διπλή έλλειψη επίδικου στην πρώτη ανάγνωση, δεν σημαίνει πως οι Ευρωεκλογές δεν παράγουν πολιτικά γεγονότα. Η ευρωπαϊκή αστική τάξη χρησιμοποιεί την εκλογική διαδικασία για να αναδιαμορφώσει το πολιτικό της προσωπικό και να νομιμοποιήσει νέα μπλοκ διακυβέρνησης.
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 δεν έχει αντιμετωπιστεί σε καμιά άκρη του πλανήτη από κανένα καπιταλιστικό πυλώνα. Τα οικονομικά αδιέξοδα και οι πολιτικές εξελίξεις που διαδραματίζονται σε ΗΠΑ – Ευρώπη – Ελλάδα είναι ταυτόσημες. Οι πρόσκαιρες ανακάμψεις δεν καλύπτουν τις προηγούμενες απώλειες, ο «άπληστος» πληθωρισμός σε συνδυασμό με τη στασιμότητα των κερδών ενεργοποιούν ανακλαστικά προετοιμασίας για «οικονομία πολέμου». Οι διεθνείς ανταγωνισμοί του κεφαλαίου εντείνονται, οι πόλεμοι γίνονται μακροχρόνιοι με κόστος χρήματος, αλλά και ανθρώπινων ζωών. Η ενσωμάτωση της ακροδεξιάς, ως συστημικός εταίρος δεν γίνεται για να μεγαλώσει η καταστολή του εσωτερικού εχθρού, δηλαδή του εργατικού κινήματος και της αριστεράς. Αυτό το κάνει και σχετικά επιτυχημένα η «δημοκρατική» δεξιά και το Κράτος Έκτακτης Ανάγκης που επεκτείνεται συνεχώς μετά την καραντίνα του 2020-21. Η ακροδεξιά έρχεται ως κομμάτι επεξεργασίας εναλλακτικής εθνικιστικής πολιτικής απέναντι στην καταρρέουσα ΕΕ. Το αν πρέπει να εκδοθεί «ευρωπαϊκό ομόλογο», το «γιατί πρέπει να πληρώνουμε αμερικάνικο φυσικό αέριο για τα μάτια της Ουκρανίας», το Brexit ή το Frexit οδηγούν τη μία μετά την άλλη τις εθνικές αστικές τάξεις να αναζητούν (σε επίπεδο εργαστηρίου κατ’ αρχήν) τα μοντέλα Ορμπάν. Η διαγραφή του AfD από τη Λεπέν μπορεί να μην έγινε για όρους «ευπρεπισμού» των γερμανών ναζί, αλλά να αποτελεί προάγγελο της κλιμάκωσης του ανταγωνισμού του γαλλικού με το γερμανικό κεφάλαιο για τον έλεγχο της κυριαρχίας στην Ευρώπη, όπως και η διαμάχη του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η διεθνής αστική τάξη αλλάζει ταχύτητα και τους όρους διακυβέρνησης του καπιταλισμού μεθοδεύει μέσα από τα δεξιά επιτελεία να κάνει τις πληβείες τάξεις να συνηθίσουν την ακροδεξιά.
Τα ελληνικά δεδομένα με μια ΝΔ που στρώνει το δρόμο στην ακροδεξιά
Στην Ελλάδα, οι εθνικιστικοί – ρατσιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί έφτασαν τους 800.000 ψήφους, αλλά δεν είναι οι περισσότεροι που έχουν πάρει ποτέ. Η ακροδεξιά είχε κάνει δυναμική εμφάνιση σε εκλογικό επίπεδο το 2012 που συγκέντρωσε πάνω από 1.000.000 ψήφους. Ακόμα και στις ευρωεκλογές του 2019, ξανά με χαλαρή ψήφο, οι ακροδεξιοί σχηματισμοί δεν είχαν ξεπεράσει τις 900.000 ψήφους. Η Λατινοπούλου και ο Νατσιός που αντικατέστησαν στην Ευρωβουλή τη χρυσή αυγή, φαντάζουν γελοίες καρικατούρες των ταγμάτων εφόδου. Η ΝΔ καταφέρνει και συντηρεί έναν χώρο 1.000.000 ψηφοφόρων. Παράλληλα, δημιουργούνται δεκάδες μικρά ή μεγαλύτερα ακροδεξιά πολιτικά εργαστήρια με σκοπό να ανασυγκροτηθεί ένας ακροδεξιός πόλος. Η κυβέρνηση της ΝΔ θα ήθελε να υπήρχε μια αντίστοιχη Λεπέν να συνεργαστεί μαζί της, αλλά το ταξικό κίνημα διέλυσε τη χρυσή αυγή και εμπόδισε να φτιαχτεί μια εξορθολογισμένη ακροδεξιά.
Η μείωση των ψήφων και των ποσοστών της ΝΔ και της «δεξιάς πολυκατοικίας» θα μπορούσε να είναι ένδειξη κρίσης του αστικού μπλοκ και δυνατότητας αντιστροφής της πολιτικής κατάστασης, ΜΟΝΟ στη ύπαρξη μιας μαζικής αριστερής πρότασης. Όμως, η αριστερά σε Ευρώπη και Ελλάδα συνεχώς συρρικνώνεται. Η προηγούμενη αποτυχία της να καταθέσει μια εναλλακτική στρατηγική για τις πληβείες τάξεις, μια στρατηγική που να προάγει την κοινωνική αλληλεγγύη και την οικονομική ευημερία των φτωχών, την οδηγεί είτε στην πολιτική εξαφάνιση ή και σε δεξιά προσαρμογή. Παραδοσιακές ρεφορμιστικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είναι στα όρια της εξαφάνισης γιατί το κεφάλαιο δεν προάγει, πλέον, λογικές συνδιαχείρισης. Όσες επιβιώνουν καταφεύγουν σε δεξιές προσαρμογές που θα φάνταζαν αδιανόητες σε μια προηγούμενη περίοδο. Η Σάρα Βάγκενκνεχτ αποχωρεί από το γερμανικό DieLinke και συγκροτεί ρατσιστικό – αντιμεταναστευτικό «αριστερό» κόμμα που παίρνει 6,2% ενώ το DieLinke μένει στο 2,7%. Η 4η Διεθνής και το γαλλικό NPA – Anticapitaliste στηρίζουν την Ουκρανία του Ζελένσκι. Το ΚΚΕ στηρίζει τον καταδικασμένο φασίστα τρομοκράτη Φρέντι Μπέλερι και συνεργάζεται με τον ακροδεξιό εθνικιστή Νότη Μαριά.
Παρ’ όλη τη δεξιά προσαρμογή, το ταξικό κίνημα διατηρεί ακόμα καύσιμα για τον αγώνα του. Από τις περσινές καταλήψεις των καλλιτεχνών μέχρι τις φετινές ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, έχουν γίνει αρκετές μαζικές πανεργατικές απεργίες και συγκεντρώσεις. Η δολοφονία των Τεμπών δεν εγκλωβίζεται σε μια ανάμνηση του περασμένου χρόνου ούτε στις 1,5 εκατομμύρια υπογραφές. Το ταξικό μίσος απέναντι στην κυβέρνηση των δολοφόνων συνεχίζει να καίει! Όμως, αυτή η «από τα κάτω» διάθεση δεν μπορεί να νικήσει με αντιλήψεις δεξιάς προσαρμογής της αριστεράς αλλά ούτε και με την επίκληση ενός δικαιωματικού κινηματισμού.
Η περίπτωση της Γαλλίας και ο κίνδυνος συγκυβέρνησης Μακρόν – Λεπέν
Η κήρυξη πρόωρων εκλογών στη Γαλλία από τον Πρόεδρο Μακρόν αποτελεί την επίσημη πρόσκληση της αστικής τάξης προς την ακροδεξιά ως αναγνωρισμένης συστημικής κυβερνώσας δύναμης. Την περασμένη δεκαετία, η ακροδεξιά της Λεπέν έδωσε επιτυχημένες εξετάσεις και πλέον είμαστε σε μια νέα φάση παράδοσης των «κλειδιών» της εξουσίας. Ο Μακρόν δεν είναι ο νέος Χίντενμπουργκ (ο Πρόεδρος που παρέδωσε την εξουσία στους ναζί το 1933). Τουλάχιστον όχι αυτήν την κοινοβουλευτική περίοδο. Το σύστημα της Προεδρικής Δημοκρατίας της Γαλλίας επιτρέπει να αποκτήσουν οι ακροδεξιοί την κυβέρνηση και τη βουλή, αλλά ο Πρόεδρος να ελέγχει με βέτο την ομαλή πορεία προσαρμογής. Η προκήρυξη των εκλογών δεν έγινε με σκοπό να παρεμποδιστεί η άνοδος της Λεπέν, αλλά για να κατοχυρωθεί με τον πλέον επίσημο τρόπο η αλλαγή του κέντρου βάρους της πολιτικής. Αν στη θέση του Μπαρντελά ήταν κάποια αριστερή εκδοχή (από το NPA ως τον Μελανσόν) οι εκλογές θα είχαν αναβληθεί επ’ άπειρον.
Αμέσως την επόμενη μέρα, ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις σε δεκάδες πόλεις ενάντια στην παράδοση της εξουσίας στους φασίστες, ενώ ανακοινώθηκε κοινό κατέβασμα Σοσιαλιστών – Κομμουνιστών – Πράσινων – Ανυπότακτης Γαλλίας ως αριστερό αντίβαρο στη συνεργασία Μακρόν – Λεπέν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το παραδοσιακό δεξιό Γκωλικό κόμμα «έτρεξε» να συνεργαστεί εκλογικά με τον Εθνικό Συναγερμό για να μην χαθεί ούτε ψήφος απέναντι στην όποια αριστερόστροφη συμμαχία. Το πρόβλημα με το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο (ΝΛΜ)» είναι πως αποτελεί στρατηγική απάντηση ΟΛΩΝ των εκδοχών της αριστεράς ως πρόσκαιρη (ή μη) παρεμπόδιση ανάληψης της εξουσίας από τον Εθνικό Συναγερμό. Φαίνεται να λείπει ένα δεύτερο απαραίτητο βήμα, μια πρόταση εξουσίας της αριστεράς και της εργατικής τάξης. Το ίδιο το κυβερνητικό πρόγραμμα που επικαλείται το ΝΛΜ εμπεριέχει δεξιά μετατόπιση σε κομβικά πολιτικά ζητήματα από τον πόλεμο στην Ουκρανία ως την σιωνιστική γενοκτονία στην Παλαιστίνη. Την επομένη των εκλογών η Γαλλία εισέρχεται σε πολιτική κρίση είτε με συγκυβέρνηση Μακρόν – Λεπέν είτε Μακρόν – ΝΛΜ. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να μετρήσουμε τους συσχετισμούς και να παράξουμε την δική μας ανεξάρτητη ταξική αντεπίθεση και όχι έξω από το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας που τίθεται.
Για μια αριστερά που απαντάει έμπρακτα για την πολιτική εξουσία σήμερα
Η ΟΡ.Μ.Α. πήρε την πρωτοβουλία, προτείνοντας και σε άλλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, για μια πολιτική συγκέντρωση έξω από την Γαλλική Πρεσβεία στην Αθήνα, τρεις μέρες πριν τις γαλλικές εκλογές, με σκοπό να υπάρχει μια πρώτη ταξική απάντηση-εναντίωση στην άνοδο της ακροδεξιάς και την διεκδίκηση της εξουσίας στη Γαλλία και στην συγκυβέρνηση Μακρόν-Λεπέν. Σε συνέχεια της προσπάθειας να αναδειχθεί η ανάγκη ανεξάρτητης ταξικής απάντησης και δράσης για την πολιτική αστάθεια που ξεδιπλώνεται με κέντρο την Γαλλία μετά τις εκλογές, διοργανώνουμε εκδήλωση – συζήτηση το Σαββατο 13 Ιουλίου στις 7.30μμ στο Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου (Εξάρχεια), με θέμα «Μετά τις εκλογές στη Γαλλία, η αριστερά και ο σοσιαλισμός μόνη απάντηση στην ακροδεξιά».
Απαιτείται μαζική αδιάλλακτη μάχη ενάντια στο δεξιό πολιτικό επιτελείο που ετοιμάζει την ακροδεξιά εναλλαγή εξουσίας. Μόνο η αριστερά μπορεί να βάλει φραγμό σε αυτό τον αντιδραστικό κατήφορο. Εκείνη η αριστερά που δεν υποχωρεί στο αδιέξοδο δίπολο «αστική ενσωμάτωση – αντιπολιτευτικός κινηματισμός», αλλά επικαιροποιεί τον ιστορικό ρόλο και καθήκον της προτάσσοντας τη στρατηγική του Σοσιαλισμού μέσω της Κομμουνιστικής Εξέγερσης. Μια πρόταση που μπορεί να απαντήσει στο εφιαλτικό παρόν της καπιταλιστικής πραγματικότητας ως υλοποιήσιμο πολιτικό σχέδιο σήμερα με μαζικούς όρους και όχι σε ιδεολογικό επίπεδο για ένα μακρινό μέλλον. Για μια κοινωνία αυτοκυβέρνησης της εργατικής τάξης ενάντια στις δικτατορίες του κεφαλαίου και της ακροδεξιάς.