Έντεκα χρόνια φασισμού
Σπύρος Μαρκέτος – ιστορικός, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
Η πολιτική εκτροπή του 2011
Οι παρελάσεις του 2011 διόλου δεν θύμιζαν τις καθιερωμένες. Δύο φορές το χρόνο, Μάρτη και Οκτώβρη, γιορτάζει υπό κρατική επίβλεψη ο ελληνικός εθνικισμός. Στις 28 Οχτώβρη του 2011 όμως απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας διαδήλωσαν δεκάδες χιλιάδες κόσμος, κάνοντας να κορυφωθεί το κύμα μαζικών κινητοποιήσεων που συγκλόνιζε ολόκληρη την Ελλάδα από το 2010 και θα συνεχιζόταν ως το 2012. Ήταν η αγωνιστική πρώτη διετία της ζοφερής περιόδου απαλλοτριωτικής συσσώρευσης που συνεχίζεται αδιάλειπτα ως σήμερα, των “μνημονίων”. Η κλιμάκωση της ταξικής σύγκρουσης κατέβασε το λαό στους δρόμους κι έφερε ένα πρωτοφανές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία κύμα ριζοσπαστικοποίησης. Αλλεπάλληλες γενικές απεργίες, δραστηριοποίηση αναρίθμητων πολιτικών φορέων και κάθε λογής κοινωνικών ομάδων, νεανική αμφισβήτηση, αυτόνομοι αγώνες με πάθος και μαχητικότητα σκόρπιζαν ελπίδα στους πολλούς και φόβο στο κεφάλαιο.
Τον Οχτώβρη του 2011 στη Θεσσαλονίκη έγινε κάτι πρωτοφανές. Στην καθιερωμένη παρέλαση που παρακολουθούσαν οι επίσημοι και ο ίδιος ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οργανωμένος λαός ύψωσε τη δική του φωνή σβήνοντας το μιλιταριστικό μήνυμα. Τα ΜΑΤ αποδείχτηκαν ανήμπορα να σταματήσουν τη λαϊκή ορμή, ο Κάρολος Παπούλιας φυγαδεύτηκε εσπευσμένα, οι επίσημοι εξαφανίστηκαν, και αντί για το στρατό παρέλασε ο εξαγριωμένος και γεμάτος ελπίδα νίκης κόσμος -εργαζόμενες και άνεργοι, φοιτήτριες και συνταξιούχοι. Έγινε έτσι χειροπιαστό ότι η ψευδεπίγραφη εθνική ενότητα είχε σπάσει καθώς συγκρούονταν δύο αντίπαλα πολιτικά και κοινωνικά στρατόπεδα. Εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες του πλέγματος εξουσίας πήραν το μήνυμα.
Λίγες ημέρες νωρίτερα η κυβέρνηση Πασόκ είχε υπογράψει τη δεύτερη δανειακή σύμβαση για να σώσει όχι την εγχώρια οικονομία, όπως παρίστανε κι επαναλάμβαναν σ’ όλους τους τόνους τα κανάλια, αλλά τις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, όπως παραδέχτηκαν κατόπιν εορτής οι ίδιοι οι αρμόδιοι. Στις Βρυξέλλες η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαΐκής Ένωσης αποφάσιζε επί της ουσίας ν’ αλλάξει τον τρόπο διακυβέρνησης της Ελλάδας και της επίσης καταχρεωμένης Ιταλίας, και τις επόμενες ημέρες εκπαραθυρώθηκαν ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Ιταλός πρωθυπουργός για ν’ αντικατασταθούν από δυο τραπεζίτες που ποτέ κανείς δεν είχε ψηφίσει.
Τον Νοέμβρη ανέλαβε ο Λουκάς Παπαδήμος, εμβληματικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου, έχοντας υπουργούς τον Βορίδη, τον Άδωνι και άλλα στελέχη του ακροδεξιού Λάος δίπλα στους δεινόσαυρους του Πασόκ και της Νέας Δημοκρατίας. Για πρώτη φορά από το 1974 ένα απροκάλυπτα ακροδεξιό κόμμα έμπαινε στην κυβέρνηση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ελληνική ολιγαρχία πιασμένες χέρι χέρι κήρυσσαν τη λήξη της Μεταπολίτευσης. Για να κλιμακώσει την ταξική σύγκρουση το πλέγμα εξουσίας έφτιαξε κυβέρνηση “εθνικής ενότητας”, δηλαδή όλων μαζί των σημαντικών πολιτικών εκπροσώπων του κεφαλαίου, ώστε όλοι μαζί να δρομολογήσουν τα δυσάρεστα αντιλαϊκά μέτρα που ετοίμαζαν. Ήξερε επίσης ότι έπρεπε να φτιάξει ένα βέλος που δεν είχε ακόμη στη φαρέτρα του, ένα φασιστικό κίνημα.
Απαλλοτριωτική συσσώρευση
Όταν το πλέγμα εξουσίας, δηλαδή οι κορυφαίοι εκπρόσωποι του κράτους και του κεφαλαίου, ήρθε αντιμέτωπο με την κρίση χρέους το 2010, δεν είχε σαφή στρατηγική για το πώς θα συνέχιζε. Ήξεραν απλώς πως για να επιβιώσει ο ελληνικός καπιταλισμός έπρεπε να δρομολογήσει έναν νέο κύκλο συσσώρευσης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου, με άλλα λόγια να εντείνει την εκμετάλλευση των εργαζομένων και ν’ απαλλάξει μεγάλο μέρος των προλετάριων και της μεσαίας τάξης από την περιουσία τους, μεταφέροντας συνάμα στο μεγάλο κεφάλαιο όσο μπορούσε περισσότερο από τον δημόσιο πλούτο. Για να συμπιέσει το εργατικό κόστος έπρεπε ν’ αρπάξει τις λαϊκές αποταμιεύσεις που συνήθως είχαν τη μορφή σπιτιών, καταθέσεων (συχνά σε ομόλογα του δημοσίου) και αποθεματικών ασφαλιστικών ταμείων (απ’ όπου πληρώνονται οι συντάξεις), καθώς και να παραχωρήσει στ’ ολιγαρχικό κεφάλαιο εγκαταστάσεις υποδομής (λιμάνια, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομους, βουνά και δάση για αιολικά) και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Προϋπόθεση για να μπορέσει να τα κάνει όλ’ αυτά ήταν να προκαλέσει σύγχυση στον εχθρό λαό ώστε να μην τον αφήσει να διακρίνει τι συνέβαινε στην πραγματικότητα, κι επίσης να έχει τη δυνατότητα να καταστείλει όσους τυχόν έδειχναν τάσεις έμπρακτης αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχεδίων. Μια δοκιμασμένη πολιτική τεχνολογία τα έκανε και τα δύο, όταν δεν εκτροχιαζόταν. Ο φασισμός.
Αριστερό και φασιστικό μαζικό κίνημα
Δεν είναι εύκολο πράγμα να φτιαχτεί κίνημα, φασιστικό ή άλλο. Για να έχει σταθερότητα το καπιταλιστικό καθεστώς πρέπει οι περισσότεροι άνθρωποι και κατεξοχήν οι μη ευνοημένοι ν’ ασχολούνται με ιδιωτικές τους υποθέσεις και να μην εμπλέκονται στη διαχείριση των κοινών. Αποκινητοποιημένοι, αυτός είναι ο τεχνικός όρος, δηλαδή το αντίθετο του “κινητοποιημένοι”, κοιτάζουν τη δουλειά και την οικογένειά τους, ίσως και την ποδοσφαιρική ομάδα τους. Ιστορικά είχαμε πάντως περιόδους μαζικής κινητοποίησης και ιδίως πολέμους, με κυριότερους παράγοντες τις θρησκευτικές αντιθέσεις, εθνικούς αγώνες και αντισυστημικές διεκδικήσεις εργαζομένων, των γυναικών και άλλων.
Αναρχικοί και σοσιαλιστές τον καιρό των πρώτων σοσιαλιστικών κινημάτων και της Δεύτερης Διεθνούς θεωρούσαν αυτονόητο ότι, αν καταφέρναν να κινητοποιήσουν τις μάζες, αυτές θα κινούνταν προς αντισυστημική κατεύθυνση. Έφτιαξαν λοιπόν τα πρώτα σύγχρονα μαζικά κινήματα και κόμματα, χρησιμοποιώντας νεωτερικές μορφές οργάνωσης, όπως λόγου χάρη μαζικούς πολιτικούς φορείς ή κόμματα όπου συμμετείχαν απλοί άνθρωποι και όχι προύχοντες (αυτοί απάρτιζαν τα παλιότερα κόμματα προκρίτων) και τα οποία λειτουργούσαν με βάση σαφώς διατυπωμένες κατευθυντήριες αρχές και πρόγραμμα. Έφτιαξαν επίσης χώρους μαζικής ζύμωσης και μεθόδους πολιτικής επικοινωνίας, λόγου χάρη συνδικάτα, οργανώσεις νεολαίας και γυναικών και πολιτισμικούς φορείς, καθώς και συνθήματα που συμπύκνωναν τις αξίες και τις πολιτικές προτεραιότητές τους.
Μ’ όλους αυτούς τους τρόπους η αριστερά αξιοποίησε σε αντισυστημική κατεύθυνση την καθημερινή εμπειρία των απλών ανθρώπων, τον ορθό λόγο και πολιτικά συναισθήματα όπως την οργή για την αδικία. Οι φασίστες μιμήθηκαν αυτές τις επιτυχημένες πολιτικές τεχνολογίες και οικειοποιήθηκαν οργανωτικές μορφές και συνθήματα της αριστεράς, φτιάχνοντας έτσι μερικές φορές μια παρωδία, μια “αριστερά-μαϊμού”, ώστε να προσελκύουν τους συγχυσμένους ή όσους έπαιρναν αντισυστημική πόζα χωρίς να θέλουν πράγματι να συγκρουστούνε με το σύστημα. Παραλλάσσοντάς τα κατάλληλα προσπάθησαν να φτιάξουν μαζικά κινήματα υπέρ του καπιταλισμού. Το σύστημα τους διευκόλυνε με κάθε τρόπο, και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι για να στρατευτείς στην αριστερά χρειάζεται να σκεφτείς και ν’ αμφισβητήσεις συνολικά, ενώ για να πας στο φασισμό αρκεί να τα βάλεις με κάποιον εύκολο στόχο. Είναι δύσκολο να είσαι επαναστάτης, εύκολο να είσαι φασίστας.
Φτιάχνοντας τη δεξαμενή του φασισμού
Στο πέρασμα των αιώνων ο καπιταλισμός φτιάχνει τον δικό του πολιτισμό, την καπιταλιστική γαιοκουλτούρα όπως την ονομάζει ο Ιμμάνουελ Βαλερστάιν. Κομμάτι της είναι η λεγόμενη “δεξαμενή του φασισμού”, δηλαδή το σύνολο των μελών κάθε κοινωνίας που έχουν εμποτιστεί από αντιλήψεις, ιδέες, αξίες, ψυχολογικές στάσεις, ιδεολογικά στοιχεία και πολιτικά συναισθήματα τα οποία διευκολύνουν τη συγκρότηση φασιστικών κινημάτων. Στη δική μας κοινωνία είναι η καχυποψία και ο διάχυτος φόβος που πλέον στρέφεται εναντίον του ανεμβολίαστου διπλανού σου, η δραπέτευση από την αντίληψη και τη βίωση της πραγματικότητας με χρήση διάφορων μορφών εθισμού και αποσύνδεσης, ο ατομικισμός και η αποχαλινωμένη ανταγωνιστικότητα, το μίσος κατά μουσουλμάνων και γειτονικών λαών, μεταναστών και προσφύγων, ο μισογυνισμός, ο ραγιαδισμός ή εθελοδουλεία, ο εθνικισμός και η θρησκοληψία, φυσικά ο ρατσισμός και οι διάφορες ειδικότερές μορφές του όπως ο αντιρομανισμός, ο αντισημιτισμός κι άλλες. Όλα αυτά καλλιεργούνται συστηματικά από κράτος, επιχειρήσεις και μέσα ενημέρωσης φτιάχνοντας τη μεγάλη δεξαμενή μέσα στην οποία κρυσταλλώνονται φασιστικές οργανώσεις. Για πολύ κόσμο μοιάζουνε “φυσικά” και αυτονόητα, αναπόφευκτα κομμάτια της κοινωνικής ζωής και προσωπικής συγκρότησης.
Ο φασισμός δεν είναι ούτε ιδεολογία ούτε αυτόνομο πολιτικό σχέδιο. Είναι μια συγκεκριμένη μορφή πολιτικής πρακτικής που σκοπό έχει να στερεώσει το καπιταλιστικό καθεστώς, να κρατήσει τους λίγους ισχυρούς και πλούσιους στη θέση τους, δηλαδή πάνω, και τους πολλούς αδύναμους και φτωχούς στη δική τους, δηλαδή από κάτω. Είναι με δυο λόγια ένα όπλο που έχουν οι ολιγάρχες οι οποίοι ελέγχουν τη σύγχρονη κοινωνία. Ακριβώς επειδή δουλεύει για τους ισχυρούς ενισχύεται από το κράτος, που είναι και αυτό δικό τους. Οι φασιστικές συμμορίες αντιμετωπίζονται με τον τρόπο που αρμόζει στην εγκληματική φύση τους μόνον αν αναπτυχθεί μαζικό κίνημα εναντίον τους και γίνουν και κατάλληλοι πολιτικοί και νομικοί χειρισμοί. Μόνον έτσι στην Ελλάδα το αντιφασιστικό κίνημα νίκησε τη Χρυσή Αυγή.
Tον κυνισμό και την ευκαιριοθηρία του φασισμού ενισχύουν και τα ιδεολογήματά του, διαφορετικά σε κάθε χώρα κι εποχή, που δίνουν βάθος και συνοχή στους πολιτικούς σχηματισμούς του. Αλλά ο φασισμός χρησιμοποιεί τις ιδέες εργαλειακά, δεν τού δίνουν τις κατευθύνσεις του. Δανείζεται συνθήματα που είναι της μόδας και τα κυκλοφορεί προσπαθώντας να προσελκύσει οπαδούς, ενώ όταν πάψουν να βολεύουν τα εγκαταλείπει χωρίς δισταγμό. Για παράδειγμα μέρος των φασιστών που σήμερα αξιοποιεί τη δικαιολογημένη λαϊκή δυσπιστία απέναντι στα εμβόλια για τον κορονοϊό δεν θα δυσκολευτεί να συνταχθεί αύριο με κράτος και πολυεθνικές ζητώντας υποχρεωτικούς εμβολιασμούς. Με μια τέτοια κυβίστηση ο ναζιστικών καταβολών υπουργός υγείας Πλεύρης αξιοποίησε το αντιεμβολιαστικό του παρελθόν. “Ο φασισμός είναι τυμβωρύχος ιδεών”, έλεγε ένας ανθρωπολόγος που τον μελέτησε σε βάθος,
Όταν συγκροτηθεί σε κίνημα, και ακόμη περισσότερο αν πάρει την κυβέρνηση και αποκτήσει εξουσία, ο φασισμός αποκτά δική του δυναμική, ενίοτε ανεξέλεγκτη. Ακόμη και τότε όμως δεν μπορούμε να τον κατανοήσουμε έξω από το εκάστοτε πλαίσιό του. Δεν είναι αυτόνομος, αλλά σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από κοινωνικές δυνάμεις που τον ενισχύουν για να τον χρησιμοποιήσουν. Λόγου χάρη η Χρυσή Αυγή ανέβηκε χάρη στη στήριξη ισχυρών παραγόντων του πλέγματος εξουσίας, εκδοτικών συγκροτημάτων και τηλεοπτικών καναλιών, και πρώτα πρώτα μηχανισμών του ίδιου του κράτους, κατεξοχήν κατασταλτικών και δικαστικών. Άτυπες έδρες των φασιστικών συμμοριών του Αγίου Παντελεήμονα και της Νίκαιας ήταν τ’ αστυνομικά τμήματα αυτών των γειτονιών.
Γκρεμίζοντας τη δεξαμενή του φασισμού
Πώς γκρεμίζεται η δεξαμενή του φασισμού; Αυτό χρειάζεται χρόνο και δύναμη, και δύσκολα μπορεί να γίνει στο σύγχρονο πλαίσιο χωρίς κοινωνική επανάσταση. Μόνον ανατρέποντας παραγωγικές σχέσεις και πολιτικό καθεστώς μπορούμε να σταματήσουμε την αδιάκοπη αναπαραγωγή, σ’ όλους τους τόνους, των πρακτικών, των συνθημάτων και των συναισθημάτων που αξιοποιεί ο φασισμός για να οργανώσει μαζικό κίνημα. Μέχρι τότε οι φασίστες θα υπάρχουν και θα ενισχύονται από κράτος και κεφάλαιο, ολοένα περισσότερο όσο βαθαίνει η κρίση του συστήματος, είτε συμμετέχουνε στην κεντρική πολιτική σκηνή είτε όχι.
Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής και η φυλάκιση της ηγεσίας της ήταν τεράστια λαϊκή νίκη, με σημαντικά επίσης μακροπρόθεσμα αποτελέσματα καθώς έδειξε πως οι φασίστες δεν μένουν ατιμώρητοι κι επομένως μείωσε την έλξη που ασκούν στον θρασύδειλο τυπικό οπαδό τους. Δεν σημαίνει ωστόσο οριστική ήττα του φασισμού. Στη νέα κρίση που μπαίνει η χώρα μας, κράτος και μεγάλο κεφάλαιο θα χρειαστούν ξανά έναν πολιτικό χώρο που να λειτουργεί σαν μπράβος, έστω και γραβατωμένος. Συντηρητικοί και φιλελεύθεροι δεν θέλουν να μοιράζονται την εξουσία με φασίστες, αλλά στα δύσκολα τούς χρειάζονται και τους χρησιμοποιούν. Το ίδιο έκαναν και το 2011, όταν πρωτόπαιξαν το χαρτί του φασισμού.
Η γοργή άνοδος της φασιστικής επιρροής στη χώρα μας, από 0,3% στις δημοσκοπήσεις εκείνου του Νοέμβρη σε σχεδόν 7% των ψήφων στις εκλογές του Μαΐου 2012, επίπεδο στο οποίο σταθεροποιήθηκαν για μερικά χρόνια, δεν οφειλόταν στ’ ότι έξαφνα πολλοί έγιναν ναζιστές, αλλά στ’ ότι κράτος και μεγάλο κεφάλαιο χρηματοδότησαν, οργάνωσαν και με κάθε τρόπο στήριξαν τη Χρυσή Αυγή. Το στοίχημα ήταν να συσπειρώσει και να κινητοποιήσει σε αντιδραστική κατεύθυνση κόσμο που μέχρι τότε ψήφιζε συστημικά κόμματα, αλλ’ ίσως στρεφόταν αριστερά μετά την κατάρρευση των πελατειακών τους συστημάτων και της συμπεριληπτικής τους ρητορικής, και τη δημόσια αποκάλυψη της ολιγαρχικής τους φύσης.
Κράτος, μέσα ενημέρωσης και ναζιστές όλοι μαζί χρησιμοποίησαν για το σκοπό αυτό τον πατροπαράδοτο αντικομμουνισμό, τον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό και τον μισογυνισμό, καθώς κι ένα όπλο που αποδείχτηκε ακόμη πιο αποτελεσματικό, το ρατσισμό. Καλλιεργώντας μίσος για τους μετανάστες, και μετά το 2015 και για τους πρόσφυγες, διεύρυναν κι ενίσχυσαν, αλλά λιγότερο απ’ όσο συχνά πιστεύεται, τη δεξαμενή του φασισμού.
Όπως φάνηκε μεταπολεμικά σε κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, τέτοιες δεξαμενές συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη και μετά τη στρατιωτική συντριβή των φασιστικών καθεστώτων και την ανατροπή των αστικών τάξεων. Ως τότε χρειάζεται αδιάκοπη ιδεολογική δουλειά για να περιοριστούν, και γίνεται με πολλούς τρόπους και σε πολλά μέτωπα. Απομακρύνουμε από το φασισμό κατεστραμμένους μικροαστούς και προλετάριους δείχνοντας πως αληθινός εχθρός τους είναι ολιγάρχες και καπιταλιστικό σύστημα, όχι απόκληροι, μειονότητες, γείτονες και γυναίκες. Πως ο κανιβαλισμός δεν σώζει και αξιοπρέπεια κατακτάς μόνο παλεύοντας για ελευθερία. Πρέπει η ίδια η καθημερινότητά μας να πείθει πώς μπορούμε να ζήσουμε με συλλογικότητα και αλληλεγγύη. Ακόμη και όταν τα πετυχαίνουμε όμως όλα αυτά, και κάποια αντιφασιστικά κινήματα πράγματι τα πέτυχαν, δεν αρκούν.
Καπιταλιστικό κράτος και κεφάλαιο θα τροφοδοτούν πάντοτε λοιπόν τη δεξαμενή του φασισμού, αλλά στις σημερινές συνθήκες πολιτικά πρωτεύει να εμποδίσουμε την εμφάνιση μορφωμάτων που, συσπειρώνοντας τους φασίστες, απειλούν να τους ξανακάνουν μάχιμη πολιτική δύναμη. Αυτό γίνεται, όπως είχε αναπτύξει εύστοχα ο Κόλιν Σπαρκς στη μπροσούρα Ποτέ ξανά!, που αξίζει όλες και όλοι να διαβάσουμε, με ακατάπαυστο αγώνα σε τρεις πυλώνες που είναι όλοι εξίσου σημαντικοί.
Πρώτος πυλώνας είναι αυτό που είπαμε παραπάνω, αποδομούμε τη συνθηματολογία τους και χτίζουμε δική μας ισχυρή αφήγηση που, δίνοντας πολιτική διέξοδο κι ελπίδα, στρέφει πολιτικά πάθη και συναισθήματα σε κατεύθυνση αντικαπιταλιστική και αντισυστημική. Ας πούμε πως αυτός είναι ο ιδεολογικός αγώνας, που πρέπει όμως, για να πετύχει, να συνοδεύεται πάντοτε από την ακύρωση αφενός της δημόσιας παρουσίας τους στις συλλογικές οργανώσεις, λόγου χάρη συλλόγους και συνδικάτα, κι αφετέρου, σημαντικότατο και αυτό, της ικανότητάς τους να τρομοκρατούν στο δρόμο. Πράγμα που χρειάζεται πάλη στο θεσμικό επίπεδο, τέτοια ήταν η πολιτική αγωγή στη δίκη της Χρυσής Αυγής, και δίπλα της οργανωμένη παρέμβαση και χτίσιμο συμμαχιών στο πεδίο. Ιδίως στην τελευταία είναι πολύτιμος ο αγώνας της ΟΡΜΑ και άλλων μαχητικών συλλογικοτήτων που διώχνουν τους φασίστες από το δρόμο και τα συνδικάτα. Όποτε το αντιφασιστικό κίνημα τα έκανε όλα αυτά, πέτυχε νίκες που όχι μόνον τσάκισαν τους φασίστες αλλά κι έδωσαν πολύτιμη εμπειρία συλλογικής μαχητικότητας και προπλάσματα οργάνωσης για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Συντρίβοντας το φασισμό στερούμε από τον εχθρό ένα από τα ισχυρότερα όπλα του και συνάμα εκπληρώνουμε έναν απαράγραπτο όρο για τη δημιουργία μιας καλής κοινωνίας.