Εκλογές Μαΐου – Ιουνίου 2023: εξελίξεις και καθήκοντα του ταξικού κινήματος
Οι εκλογές της 21ης Μαΐου έδωσαν κάποιες απαντήσεις σε ερωτήματα της ταξικής πάλης. Υπάρχει μια εκκωφαντική συσπείρωση και συστράτευση του αστικού μπλοκ γύρω από τη ΝΔ, ώστε να αποφευχθεί μια αδύναμη κυβέρνηση που θα μεγάλωνε την ανασφάλεια της αστικής τάξης στο μπερδεμένο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Δυστυχώς, από ό,τι διαφαίνεται, δεν θα προκύψει κάποια κυβέρνηση είτε χωρίς τη ΝΔ είτε με μια οριακή πλειοψηφία εδρών.
Η στρατηγική της δεξιάς
Η τετραετία της ΝΔ ήταν μέσα στην περίοδο του στασιμοπληθωρισμού, που το θερμόμετρο των διεθνών ανταγωνισμών ανέβαινε σε συνδυασμό με τον περιορισμό των οικονομικών ευκαιριών της αστικής τάξης. Σε αυτό το εύθραυστο πεδίο έπρεπε να «παίξει με το χρονόμετρο». Έπρεπε να βρει τρόπους να δίνει στους καπιταλιστές δωράκια κερδοφορίας, περιμένοντας ένα καλύτερο οικονομικό περιβάλλον. Σε αυτό είχε την αμέριστη συμπαράσταση του ιμπεριαλισμού, καθώς οι Διεθνείς Οίκοι, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα τροφοδοτούσαν συνεχώς με χαμηλά επιτόκια κι θετικές ανακοινώνεις για την ελληνική οικονομία. Για να βρεθεί αυτός ο χρόνος, έπρεπε παράλληλα να χτιστεί ένα περιβάλλον Εθνικής Ενότητας με την αριστερά και ένα πλαίσιο κόσμιου, δημοκρατικού διαλόγου.
Η πολιτική συναίνεση ήταν απαραίτητη για δύο στοχευμένους λόγους. Ο πρώτος ήταν πως έπρεπε να διαλυθεί η πλειοψηφία των πληβείων τάξεων. Έπρεπε να συντριβούν οι οργανώσεις και τα εργαλεία της εργατικής τάξης. Συνδικάτα, κοινωνικές καταλήψεις, άσυλο, «Εξάρχεια», απεργίες – διαδηλώσεις: όλα αυτά βρέθηκαν στο στόχαστρο με σκοπό την περιθωριοποίηση τους. Το εισόδημα των λαϊκών τάξεων έπρεπε να φτάσει στον πάτο μέσα από την ακρίβεια στο ρεύμα και στα είδη σουπερμάρκετ. Οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας έπρεπε να πετάξουν στον δρόμο χιλιάδες εργαζόμενους. Τα νοσοκομεία πρέπει να γίνουν ιδιωτικά και να μείνει εκτός περίθαλψης το ένα τρίτο της κοινωνίας.
Ο δεύτερος λόγος, ήταν για να φανεί η πολιτική γύμνια της αριστεράς. Αν φανεί πως δεν υπάρχει διαφορετικό όραμα για τη διακυβέρνησης της κοινωνίας, διάφορα μεσοστρώματα που δεν είναι στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας επανακάμπτουν στην ασφάλεια του κράτους. Η ΝΔ με διάφορες επιδοτήσεις, με pass, με «επιστρεπτέες προκαταβολές», με προεκλογικές μειώσεις της βενζίνης δημιουργεί μαξιλαράκια που λειτουργούν σαν ναρκωτικό ευεξίας για κάποιους μικρομεσαίους. Όταν η αριστερά δεν δημιουργεί ρεύμα αλλαγής κοινωνίας, οι μικροαστοί αυτοί μπορεί να βολευτούν (ακόμα και βρίζοντας!) στη ρεαλιστική ασφάλεια του έμπιστου πολιτικού δυναμικού του αστικού κράτους.
Κρίσιμη παράμετρος της προεκλογικής εκστρατείας της ΝΔ ήταν η στάση της στα ακροδεξιά – μισοφασιστικά σχήματα. Έπρεπε να δοθεί ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα στην άρχουσα τάξη πως η συστημική πολυδιάσπαση είχε τελειώσει. Το 2012 το αστικό μπλοκ είχε διασπαστεί στα τέσσερα με φυγόκεντρες τάσεις: Το ΠΑΣΟΚ είχε φτάσει στα όρια της εξαφάνισης και της στρατηγικής ανυπαρξίας, η ΝΔ εξέφραζε το «παλιό» σύστημα και είχε εμφανιστεί δυναμικά η φασιστική πρόταση του κράτους από τη Χρυσή Αυγή και η αντιμνημονιακή δεξιά στρατηγική των ΑΝΕΛ. Το 2023 οι ΑΝΕΛ έχουν εξαφανιστεί και η Χρυσή Αυγή είναι στη φυλακή. Η ΝΔ μέσα από τις υποκλοπές και την απαγόρευση ακροδεξιών κομμάτων έδειξε τη συστημική ηγεμονία της. Δοκίμασε και συνεχίζει να πιέζει το ΠΑΣΟΚ να αποδεχθεί το συμπληρωματικό του ρόλο. Για τον ακροδεξιό εσμό η απαγόρευση των ψηφοδελτίων ήρθε μέσα από την επίσημη ανάδειξη της ΝΔ ως ενσωμάτωση της Alt Right εκδοχής. Μία εβδομάδα πριν της εκλογές ο Σαμαράς σε μια κορυφαία για τη ΝΔ εκδήλωση με παρουσία όλων των εν ζωή πρωθυπουργών τους έβγαλε ένα νεορατσιστικό λόγο υπεράσπισης του Πατέρα και της Μητέρας ως «αγώνα για την ελευθερία» ενάντια στα κοινωνικά φύλα και υπεράσπισης του Χριστιανισμού ως κομμάτι της ελληνικής παράδοσης κόντρα στις υποτιθέμενες διώξεις που, δήθεν, δέχεται.
Οι εκλογές δεν είναι γκάλοπ, δεν είναι απόδειξη του ταξικού συσχετισμού. Προφανώς και δημιουργούν πολιτικά δεδομένα που μπορεί να χρησιμοποιήσει το κάθε στρατόπεδο αλλά η εκλογική διαδικασία αποτελεί ΤΜΗΜΑ της ταξικής πάλης και δίνεται με συγκεκριμένα εργαλεία. Η αστική τάξη μέσα από το εκλογικό σύστημα και τις κοινοβουλευτικές δομές προκαθορίζει τα επίδικα των εκλογών. Η ΝΔ έδωσε πιο αποτελεσματικά την εκλογική μάχη και φαίνεται σα να είναι χωρίς αντίπαλο.
Η κοινωνία δεν έχει διαλυθεί σε ατομικότητες μετά από τη συντηρητική επέλαση. Γκάλοπ(1) την επομένη των εκλογών δείχνει την ελληνική πραγματικότητα βαθειά διχοτομημένη: Το 50% της κοινωνίας βλέπει τα αποτελέσματα με «ανακούφιση – ελπίδα – ικανοποίηση» και ένα 44% με «ανησυχία – οργή – λύπη». Η ΝΔ κατάφερε να συσπειρώσει ένα κομμάτι μικρομεσαίων στον δικό της σκληρό δεξιό πυρήνα, ενώ το δικό μας στρατόπεδο παρέμενε χωρίς όραμα – στρατηγικό και τακτικό σχέδιο.
Οι πανηγυρισμοί της ΝΔ και οι απειλές για συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να αναγνωστούν ως τέτοιες και να μην υποτιμηθούν μέσα από συνδικαλιστικά επιχειρήματα. Πράγματι η αναθεώρηση χρειάζεται δύο κοινοβουλευτικές θητείες αλλά από το 2024 μπορούν να ξεκινήσουν οι διαδικασίες. Η ΝΔ δοκιμάζει να κεφαλαιοποιήσει την εκλογική της νίκη θέτοντας επιθετικά ιδεολογικά ζητήματα από θέση ηγεμονίας (πχ άρθρο 16) με σκοπό να συρθούν οι πολιτικές δυνάμεις σε έναν ετεροκαθορισμό χωρίς να μπορούν να προβάλλουν συνολικές αντιρρήσεις. Φυσικά, αν μια αναθεώρηση Συντάγματος εξαγγελλόταν από μια αριστερή κυβέρνηση, μια αναθεώρηση που θα έβαζε συνταγματικό δικαίωμα στο πανεπιστημιακό άσυλο, στις εκτρώσεις, στην πρώτη κατοικία και θα κατοχύρωνε τη δημόσια δωρεάν υγεία, θα προκαλούσε κλίμα εμφυλίου σε ΜΜΕ αλλά και σε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Όμως η ακροδεξιά αντιμεταρρύθμιση είναι «φυσιολογική» για τα πληρωμένα παπαγαλάκια των καναλιών.
Η ήττα του μεταρρυθμισμού και η σιωπηλή αμηχανία της αριστεράς
Στις εκλογές του Μαΐου 2023 υπάρχει μια ξεκάθαρη ήττα: η αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ και το κυβερνητικό του σχέδιο για την επόμενη τετραετία.
Στις πρόσφατες εκλογές δεν ηττήθηκε για τη διακυβέρνηση 2015 – 2019. Αυτό έγινε στην προηγούμενη αναμέτρηση. Όμως η συντριβή του τώρα είναι μεγαλύτερη και πρέπει να εξηγηθεί. Ένα κομμάτι των ψηφοφόρων του αποδέχθηκε με μισή ή και ολόκληρη καρδιά την υπογραφή του μνημόνιου. Ένα κομμάτι της κοινωνίας μπορεί να αποδεχτεί μια συνθηκολόγηση, έναν συμβιβασμό σε μια συγκεκριμένη συγκύρια. Όμως αν «συγχώρεσε» τον ΣΥΡΙΖΑ όταν βρέθηκε στην κυβέρνηση, αδυνατούσε να καταλάβει γιατί έπειτα δεν κάνει αντιπολίτευση! Τέσσερα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ παλινωδεί από μιντιακές εξάρσεις ενάντια στην «ακροδεξιά» σε προγραμματικές συναινέσεις με αυτή. Από τη μία λαμόγια και Πετσωμένες λίστες και από την άλλη διακομματική συνεννόηση.
Το πρόβλημα του ρεφορμισμού δεν ήταν ποτέ το «δεξιό πρόγραμμα». Ποτέ οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις δεν έχαναν λόγω του δεξιού προγράμματος. Ο Λούλα στη Βραζιλία έχει δεξιότερο πρόγραμμα από όταν πρωτοκυβέρνησε αλλά κέρδισε την εκλογική αναμέτρηση. Το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός το 1989 είχαν το δεξιότερο πρόγραμμα που έχει παρουσιάσει ποτέ αριστερά εκτός σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό το πρόγραμμα πήρε 13% και κανένα κομμάτι της αριστεράς δεν θεώρησε πως το ΚΚΕ μετατράπηκε σε αστικό κόμμα.
Η αριστερά ακόμα και στην πιο δεξιόστροφη μεταρρυθμιστική της εκδοχή οφείλει να διατηρεί δύο άξονες: τη σύνδεση της με τις πληβείες τάξεις και τις διεκδικήσεις της και να παρουσιάζει ένα στοιχειώδες συνεκτικό οραματικό πρόταγμα διακυβέρνησης που να είναι αξιακά διαφορετικό από τη δεξιά. Μια λαϊκίστικη δεξιά ή κεντρώα δύναμη μπορεί να είναι αποσπασματικά «κατά των μνημονίων» ή «κατά της ΕΕ», όμως η αριστερά δεν είναι άθροισμα νομοσχεδίων αλλά υπεράσπιση ενός κοινοβουλευτικού μεν αλλά διαφορετικού δρόμου δε από τη δεξιά. Ο Λούλα με το Εργατικό Κόμμα ξεκίνησε από το Κοινωνικό Φόρουμ και το Bolsa Familia, ο Τσάβες τον «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», στο Περού και στη Χιλή δίνουν μάχες γύρω από τη Συνταγματική μεταρρύθμιση και ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 θα εξαφάνιζε τα μνημόνια «με έναν νόμο κι ένα άρθρο». Ο ΣΥΡΙΖΑ της αντιπολίτευσης δεν μιλούσε απολύτως για τίποτα!
Ο συμβιβασμός γύρω από τα εθνικά ζητήματα ήταν απογοητευτικά προβλεπόμενος: ναι σε όλα στα RAFALLE, στο φράχτη του Έβρου, στα ελληνοτουρκικά, στο ΝΑΤΟ και στο Ουκρανικό. Όμως η «διάλυση» ήρθε στα μη προβλεπόμενα. Η μεταρρυθμιστική αριστερά για να μπορεί να διαμεσολαβήσει την κοινωνική αγανάκτηση χρειάζεται ένα διαφορετικό σχέδιο από το υπαρκτό της δεξιάς. Χρειάζεται μια άλλη αντίληψη για τη δημοκρατία, μια άλλη αντίληψη για το κοινωνικό κράτος, χρειάζεται μια άλλη αντίληψη προστασίας των πληβείων τάξεων.
Όταν επί δύο χρόνια η ΝΔ και ο Τσιόδρας ανοιγοκλείνουν την κοινωνία με επιδοτήσεις και σπέρνουν πρόστιμα, απαγορεύσεις και απολύσεις, η τακτική ήταν «θα λογαριαστούμε μετά». Δεν είδαμε (δυστυχώς όχι μόνο στην Ελλάδα) μια άλλη αντίληψη της «πανδημίας». Δεν αμφισβητήθηκε ο μονόδρομος της «ατομικής ευθύνης» με μια συλλογική προστασία. Δεν υπήρξε εναντίωση στην απαγόρευση της κυκλοφορίας: δεν έγινε ούτε μια συγκέντρωση μετά το «νόμιμο ωράριο» ή για να ανοίξει ένα πάρκο. Δεν κατατέθηκε κανένα σχέδιο για τις οικογένειες που «έμεναν σπίτι» σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα, για τους εργαζόμενους με «μαύρες» αποδοχές (πχ μετανάστες – εστίαση – καθαρίστριες κλπ) ή για τον έλεγχο των ιδιωτικών κλινικών και φαρμακευτικών εταιρειών.
Στη δολοφονία των Τεμπών μίλαγαν με τους δολοφόνους 57 πολιτών για τον εκσυγχρονισμό των σιδηροδρόμων. Είναι κάτι ανάλογο αν μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, άνοιγε ένας δημόσιος διάλογος για το πώς γίνονται οι προσλήψεις στην αστυνομία και αν παρέχεται επαρκής έλεγχος ή ψυχολογική υποστήριξη στους μπάτσους. Η μετατροπή της Λαϊκής Οργής σε παράθεση προγραμμάτων ήταν η σανίδα σωτηρίας στη ΝΔ που έβλεπε να καταρρέει η προεκλογική στρατηγική της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να εφαρμόσει την τακτική του «ώριμου» φρούτου αλλά παρατηρήσαμε πως όχι μόνο δεν υπήρξε κέρδος από κυβερνητική φθορά αλλά για πρώτη φορά κέρδισε η κυβέρνηση από την αξιωματική αντιπολίτευση! Περίεργο, φαινομενικά αναντίστοιχο αλλά όχι ανεξήγητο. Το «ώριμο φρούτο» πέφτει σε μια παράταξη της αριστεράς όταν υλοποιεί τις δύο προϋποθέσεις που αναφέραμε. Για να μην πάθει πατατράκ ένας σχηματισμός της αριστεράς όταν δοκιμάζει μεταμοντέρνες δεξιές προσαρμογές, πρέπει να έχει τουλάχιστον ιστορικότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα δεκαπενταετίας και δεν έχει στιβαρές δομές είτε με την κοινωνία είτε με τους θεσμούς που να μπορούν έστω συγκυριακά να απορροφήσουν κραδασμούς ή και να προειδοποιήσουν το «κόμμα» για τις αντιδράσεις που προκύπτουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ στη ΓΣΕΕ έχει 6% και μεγαλώνει μέσα από συνεργασίες από πρώην ΠΑΣΚΕ, στα ΑΕΙ έχει 3% ενώ στην αυτοδιοίκηση οι ΣΥΡΙΖΑίοι δήμαρχοι εκλέγονταν πριν ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανιστεί στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Οι 500.000 ψήφοι που έφυγαν από το ΣΥΡΙΖΑ προς τη δεξιά – κεντροδεξιά ήταν μια δήλωση επιστροφής στις ρίζες. Το αν θα διεκδικηθεί κάποιου τύπου αριστερό σχέδιο ή θα μεταλλαχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάποιου τύπου κεντρώο κόμμα τύπου ΠΑΣΟΚ δεν είναι σίγουρο πως θα απαντηθεί στις εκλογές του Ιουνίου. Το μόνο βέβαιο είναι πως η αριστερά οφείλει να ξαναβρεί τη στρατηγική της.
Εκλογές, ταξικός πόλεμος και προοπτικές
Η ΝΔ προετοιμάστηκε για ταξικό πόλεμο και η υπόλοιπη αριστερά μοίραζε φυλλάδια. Η ΝΔ περνούσε εκλογικούς νόμους προς όφελος της (ψήφος ομογενών – στοχευμένος αποκλεισμός ακροδεξιών ψηφοδελτίων – εκλογικός νόμος) και η αριστερά νόμιζε πως συμμετείχε σε πάνελ που οι ψηφοφόροι θα έκριναν τη συνεκτικότητα των προγραμμάτων. Έγιναν ντιμπέιτ, δόθηκε τηλεοπτικός χρόνος ακόμα και στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, η αστυνομία σταμάτησε τα μαζικά χτυπήματα διαδηλώσεων το τελευταίο εξάμηνο και οι εκλογές έγιναν «ομαλά». Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε πάνω από 600.000 ψήφους, αλλά μόνο κάτι παραπάνω από 100.000 κερδήθηκαν από άλλα αριστερά ψηφοδέλτια.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται στη συλλογική συνείδηση ως ήττα της αριστεράς και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει όλους ακόμα περισσότερο. Αν η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ συνδυαζόταν πχ με ένα ΚΚΕ 10%, ΜΕΡΑ 5% και ΑΝΤΑΡΣΥΑ 4% θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μια αναδιάταξη των δυνάμεων στον χώρο της αριστεράς. Όμως τα όποια κέρδη παρουσίασαν τα αριστερά ψηφοδέλτια δεν αναιρούν την κεντρική εικόνα.
Η αναδιανομή ψήφων μεταξύ ΜΕΡΑ25 – ΛΑΕ – Κωνσταντοπούλου δεν παράγουν κάποιο κρίσιμο συμπέρασμα. Μπορεί στις εκλογές του Ιουνίου να υπάρχει ξανά αναδιανομή, ενίσχυση ή εξαφάνιση και των τριών. Παρ’ όλο που σε κάποια θέματα εμφανίστηκαν με αριστερόστροφη διάθεση, ποτέ οι μηχανισμοί αυτοί δεν δημιούργησαν συνεκτική πολιτική αντίληψη στρατηγικά διαφορετική από το ΣΥΡΙΖΑ και περιορίστηκαν στα όρια της πολιτικής οξυδέρκειας (ή ανεπάρκειας) των Βαρουφάκη – Λαφαζάνη – Κωνσταντοπούλου.
Η άνοδος του ΚΚΕ δεν αποτελεί κάποιου τύπου αριστερής αντιπολίτευσης στο ΣΥΡΙΖΑ. Πέρα από την αναφορά «Κομμουνισμός» στον τίτλο του δεν υπάρχει καμία αναφορά σε επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Ακόμα και σε επίπεδο κινηματικό οι διαφοροποιήσεις από την ΓΣΕΕ είναι συμβολικές: στον νόμο Χατζηδάκη, στον νόμο για τα νοσοκομεία, στα Τέμπη δεν τολμά την παραμικρή υπέρβαση, ενώ στην Καραντίνα δεν τόλμησε να καλέσει μαζική διαδήλωση σε Πρωτομαγιά – Πολυτεχνείο. Οι ψήφοι κερδήθηκαν από ένα κομμάτι που χτίζεται στο ότι «δεν ήρθε η ώρα της αριστεράς». Η στρατηγική της αναβλητικότητας, την μετάθεσης των αγώνων σε «ευνοϊκότερες συγκυρίες», δεν αποτελούν ρεαλισμό αλλά αποδοχή των υφισταμένων όρων ταξικής κυριαρχίας.
Οι μερικές χιλιάδες ψήφοι που πήγαν στα αντικαπιταλιστικά ψηφοδέλτια, δεν παράγουν κάποιο αναγνωρίσιμο διακύβευμα πέρα από την (θετική, φυσικά) διατήρηση των αριστερών σχημάτων. Στις εκλογές δεν κατατέθηκε κανένα ψηφοδέλτιο που να εκφράζει μια κομμουνιστική – αντικαπιταλιστική εξέγερση του περασμένου διαστήματος. Είτε στην Καραντίνα, είτε στη δολοφονία των Τεμπών δεν υπήρξε μια προσπάθεια κίνησης ανατροπής της ΝΔ «από τα κάτω» ώστε να εκφραστεί στις εκλογές. Πολύ περισσότερο, δεν κατατέθηκε κανένα συγκεκριμένο σχέδιο για το πώς να γίνει το επόμενο διάστημα.
Οι αναλύσεις οργανώσεων της άκρας αριστεράς μιλάνε για την ανάγκη πάλης ενάντια στην κυβέρνηση και, φυσικά, δεν μπορεί να διαφωνήσει κανένας. Όμως αν είναι αδιάφορο αν είναι η ΝΔ με 40% και ο ΣΥΡΙΖΑ 20% ή το αντίστροφο, είναι αδιάφορο ότι οργανώσεις 30, 40 και 50 χρόνια παίρνουν 5 ή 50 χιλιάδες ψήφους; Είναι αδιάφορο και δεν πρέπει να υπάρχει αντίδραση, όταν μέσα στην τελευταία δεκαετία ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει την κυβέρνηση, ξεφτιλίζει το δημοψήφισμα και ψηφίζει μνημόνιο, πέφτει από την κυβέρνηση, συντρίβεται ως αντιπολίτευση αλλά οι ψήφοι στην άκρα αριστερά παραμένουν παγωμένοι με διακυμάνσεις στο επίπεδο του δεύτερου δεκαδικού; Αν το στοίχημα είναι να καταγραφούν οι αντισυστημικές αντιστάσεις ή να χρησιμοποιηθούν οι εκλογές στη συσπείρωση δυνάμεων για να χτιστεί κίνημα μετά τις εκλογές, μετά από 6 κοινοβουλευτικές εκλογές σε τόσο πυκνή περίοδο, δεν φαίνεται να απαντιέται με ένα θετικό πρόσημο.
Στη διάρκεια της τετραετούς διακυβέρνησης της ΝΔ δεν κατατέθηκε από τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς κάποιο συνεκτικό επαναστατικό σχέδιο. Προφανώς συσπειρώνονται αγωνιστές σε εργασιακούς χώρους και στη νεολαία, προφανώς και υπάρχουν αγώνες ενάντια στον φασισμό, τον εθνικισμό και τον ρατσισμό αλλά σπάνια υπερβαίνουν έναν μαχητικό συνδικαλισμό. Και στην Καραντίνα, στις εργατικές μάχες, στη δολοφονία των Τεμπών στην καλύτερη των περιπτώσεων έφταναν στα όρια των «συγκρούσεων» του ΚΚΕ. Αλλά ακόμα κι όταν αναζητούσαν την υπέρβαση των συμβιβασμών του ρεφορμισμού (πχ απαγόρευση κυκλοφορίας, νόμος Χατζηδάκη, Τέμπη κλπ) έμεναν στα μισά του δρόμου.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ αν διαβαστεί μόνο ως οργανωτική ήττα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χωρίς να διαβάζονται τα γενικότερα προβλήματα και διακυβεύματα, κινδυνεύει να φέρει κι άλλες στρατηγικές ήττες για την αριστερά και τις οργανώσεις της.
Ψηφίζουμε Αριστερά – Χτίζουμε την επαναστατική, κομμουνιστική ηγεμονία
Την επομένη των εκλογών δεν υπήρχαν μαζικές εκδόσεις διαβατηρίων, όπως με ευκολία αναπαραγόταν ως ευφυολόγημα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Η ανησυχία και η έκπληξη για το πώς η ΝΔ αύξησε τις ψήφους της πρέπει να εξηγηθεί, αλλά να μην οδηγήσει σε παραίτηση. Το είχαμε διαπιστώσει όλο το προηγούμενο διάστημα.
Γράφαμε τον περασμένο Νοέμβρη:
«Οι αγώνες στη νεολαία και στους εργαζόμενους πολλαπλασιάζονται και η τάξη μας αναζητεί ξανά βηματισμό. Προφανώς και το εργατικό κίνημα δεν διαπνέεται από πνεύμα πολιτικής στήριξης στο ΣΥΡΙΖΑ, στο ΚΚΕ, στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά και στις σωματειακές οργανώσεις. Απλώς χρησιμοποιεί τα όποια υπάρχοντα σχήματα και μεθόδους για να παλέψει και να αντισταθεί στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.»(2)
Και τον περασμένο μήνα:
«Μετά τις 16 Μάρτη η αγανάκτηση του κόσμου δεν εξαφανίστηκε. Το κίνημα δεν ξυπνά στη διαδήλωση και κοιμάται την επόμενη μέρα. Το ταξικό κίνημα προφανώς και δεν δίνει εν λευκώ εξουσιοδότηση στις δυνάμεις που απέτυχαν να νικήσουν στον προηγούμενο γύρο. Χρησιμοποιεί ό,τι εργαλείο θα του προσφέρει η αριστερά να διεκδικήσει ένα πολιτικό παρών.»(3)
Η εργατική τάξη και η νεολαία δεν αντιμετώπισε με «εργαλειακό» τρόπο τις περασμένες εκλογές και υπήρχε αποσυσπείρωση. Κυριάρχησε ως κριτήριο η απογοήτευση από την αριστερά παρά ο κίνδυνος να αποθρασυνθεί η ΝΔ. Η ΟΡ.Μ.Α. θα επιμείνει και θα υποστηρίξει πως δεν πρέπει να ενισχυθούν φυγόκεντρες τάσεις. Καμία αποχή, άκυρο ή ψήφο σε ευκαιριακό σχηματισμό! Να ψηφίσουμε αριστερά ψηφοδέλτια παρ’ όλες τις ανεπάρκειες τους. Όμως αυτό δεν αρκεί από μόνο του.
Χρειάζεται να αποτραπεί η αποπολιτικοποίηση και η διάλυση των οργανώσεων της αριστεράς. Να μην διογκωθεί ένας «κινηματισμός» τύπου ΗΠΑ που μένει μακριά από ζητήματα πολιτικής εξουσίας. Να παλέψουμε να έρθει ξανά στο προσκήνιο η στρατηγική πρόταση του Κομμουνισμού. Την ώρα που οργανώσεις ξεχνάνε μέχρι και τη λέξη «αριστερά», την ώρα που η Σοσιαλιστική Επανάσταση και η Εξέγερση αποτελούν ταμπού ακόμα και για ακροαριστερά ψηφοδέλτια, η ΟΡΜΑ παλεύει για την ανασύνταξη του κομμουνιστικού κινήματος και οράματος.
Κατηγορούν την Επανάσταση πως είναι εγκλωβισμένη στο 19ο αιώνα και τον Μεσοπόλεμο. Κατηγορούν τις Κομμουνιστικές δυνάμεις πως μένουν κολλημένες σε αναλύσεις του περασμένου αιώνα. Εμείς λέμε πως η Επανάσταση πάντα επικαιροποιείται! Πάντα εκσυγχρονίζεται και είναι «ρεαλιστική»! Από την Παρισινή Κομμούνα, περάσαμε στην Κόκκινη Φρουρά, μετά στα Σοβιέτ, στις Διεθνείς Ταξιαρχίες στην Ισπανία, στο αντάρτικο των βουνών, στο Γκράνμα των 120 στρατιωτών, στο Καρτιέ Λατέν το 1968, στο αντάρτικο πόλεων της δεκαετίας του ‘70, στην Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία.
Ο ρεφορμισμός εδώ και δύο αιώνες παραμένει σταθερά ίδιος και βαρετός: ψάχνει κοινοβουλευτικές μεταβάσεις και τα μαζικά του κόμματα δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί ακόμα κι όταν πάρουν την κυβέρνηση δεν «κυβερνούν». Ο ρεφορμισμός μόνιμα αναπαράγει «δεν μπορούμε περισσότερα» και δικαιολογεί τους συμβιβασμούς.
Τους χαρίζουμε τους συμβιβασμούς!
Να χτίσουμε μια αριστερά που θα απαντήσει στις αστικές προκλήσεις και θα ενσαρκώσει την οργή των πληβείων τάξεων!