Αστικό κράτος και κυβέρνηση
Όλες οι ταξικές κοινωνίες έχουν ανάγκη ενός ισχυρού εργαλείου μέσω του οποίου να διαφυλάττουν και να αναπαράγουν την κυριαρχία τους. Η εξουσία στη σφαίρα της οικονομίας χρειάζεται ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς, που να περιφρουρούν αλλά και να καθιστούν την εκάστοτε κυριαρχία ιστορικά «αδιαφιλονίκητη». Μέχρι την αστική επανάσταση, τα ταξικά κράτη ενδιαφερόντουσαν μόνο για την αναπαραγωγή της κυρίαρχης τάξης και αδιαφορούσαν πλήρως για τις υπόλοιπες πλευρές της κοινωνικής ζωής των πληβείων τάξεων εφ` όσον δεν διατάραζαν το status quo. Ο στρατός, η οικονομία, η επιστήμη, αφορούσαν μόνο μια κλειστή τάξη και οι λαοί ήταν μόνο για φορολογικές επιδρομές ή ως δούλοι – εργαλεία παραγωγής. Το πώς ζούσαν οι λαϊκοί πληθυσμοί ήταν εκτός κρατικής μέριμνας. Το κάθε μέλος ανατρεφόταν σύμφωνα με τις οικογενειακές ή τοπικές παραδόσεις. Η γλώσσα, η θρησκεία και συνολικά τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά δεν αποτελούσαν κανένα κομμάτι κρατικού σχεδιασμού.
Η αστική τάξη, όμως, λόγω της διευρυμένης κοινωνικά παραγωγικής της βάσης έχει ανάγκη να παρεμβαίνει στο σύνολο της κοινωνικής οργάνωσης. Το αστικό κράτος, λοιπόν, δεν συγκροτεί έναν «εξωκοινωνικό» μηχανισμό, μια στρατιωτική μηχανή που συνοδεύει φοροεισπράκτορες. Μέσα από τη συγκρότηση της πολυπληθούς εργατικής τάξης, διαμορφώνει τις σύγχρονες πόλεις. Οι εργάτες δεν είναι ούτε «σκλάβοι» (αντικείμενα – res) αλλά δεν είναι και ανεξάρτητοι παραγωγοί. Πρέπει να αποκοπούν από τη διαχείριση των μέσων παραγωγής αλλά παραμένουν ο κρίσιμος «συνεργάτης» της οικονομικής λειτουργίας. Η παρεμβατικότητα μέσα σε δύο αιώνες θα φτάσει σε κάθε μεριά του πλανήτη και θα οργανώνει ακόμα και τον ελεύθερο χρόνο όλου του πληθυσμού.
Από την ώρα που η αστική τάξη οφείλει να οργανώσει το σύνολο της κοινωνίας αυτό δημιουργεί επιπτώσεις και στο πολιτικό – ιδεολογικό της οπλοστάσιο. Η γνώση πρέπει να φύγει από τα ιερατεία και να γίνει κτήμα «όλων». Αμφισβητείται η «ελέω θεού βασιλεία» και η απονομή δικαιοσύνης παύει να είναι εργαλείο σοφών. Οι κανόνες που διέπουν την οργάνωση της κοινωνίας δεν προκύπτουν από το φόβο του Βασιλιά ή τη «Φωνή Θεού» αλλά περνάνε σιγά – σιγά σε μορφές κανόνων «δικαίου».
Ο καπιταλισμός, φυσικά, με όποιο προσωπείο και να εμφανίζεται δεν παύει να είναι η δικτατορία της αστικής τάξης πάνω στην κοινωνία. Η προστασία της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και το κληρονομικό δικαίωμα σε αυτά, η προστασία του δικαιώματος πλουτισμού μέσα από την εκμετάλλευση της εργασίας και η εμπορευματοποίηση όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής της ανθρωπότητας είναι αξίες που δεν μπορούν να τεθούν σε αμφισβήτηση. Η προστασία της ατομικής ελευθερίας έναντι του κράτους – κοινωνίας, υπονοεί το δικαίωμα του ατομικού πλουτισμού ακόμα και εις βάρος της επιβίωσης τεράστιων κοινωνικών στρωμάτων.
Η αστική δημοκρατία είναι μια αντιφατική σχέση που σκοπό έχει να αποκρύψει την ταξική πρόσδεση στο Κεφάλαιο. Υποτίθεται η Δημοκρατία είναι η διαδικαστική προϋπόθεση για τη διαμόρφωση Κανόνων Δικαίου. Οι δικτατορίες (αρά και οι «βίαιες» εξεγέρσεις) θεωρούνται αποτρόπαιες και αντικοινωνικές δράσεις. Οι «κανόνες» που προκύπτουν από τις δικτατορίες δεν θεωρούνται «δίκαιοι». Όμως εδώ υπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση. Η ύπαρξη και συγκρότηση της κοινωνίας «Δικαίου» θεωρείται από την αστισμό μόνο όταν διαμορφώνεται μέσα από την τήρηση δημοκρατικών κανόνων. Τόμπολα! Η υποταγή στη Δημοκρατία, λοιπόν, αποτελεί προϋπόθεση για το Δίκαιο, αλλά η προσήλωση στο Δίκαιο αποτελεί προϋπόθεση αναγνώρισης ενός καθεστώτος ως Δημοκρατικό! Η Δημοκρατία τους είναι πέτσινη και χρησιμοποιείται εργαλειακά για να καθορίσει εχθρούς και φίλους.
Την ώρα που στήνεται ένας καλόβολος μηχανισμός αποσιώπησης των ταξικών χαρακτηριστικών της κοινωνίας, ο σκληρός πυρήνας του κράτους (δηλαδή τα βασικά εργαλεία που διαφυλάσσουν τον πυρήνα του αστισμού) μένει εκτός «δημοκρατικών» διαδικασιών. Ο στρατός, η αστυνομία, η εκκλησία, η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής παραμένουν με τους πανομοιότυπους τρόπους ελέγχου είτε σε δικτατορικά είτε σε δημοκρατικά καθεστώτα.
Η δημοκρατική διακυβέρνηση, λοιπόν, αποτελεί ένα μηχανισμό που έρχεται να συγκαλύψει την δικτατορία του κεφαλαίου, αλλά παράλληλα είναι και κομμάτι του δημοκρατικού οραματισμού του Αστικού Διαφωτισμού. Όμως, μέσα από την κατοχύρωση της αστικής κυριαρχίας και την κυνική διαχείριση της αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας, οι δημοκρατικοί θεσμοί, πλέον, δεν ολοκληρώνουν ένα πανανθρώπινο όραμα αλλά αποτελούν ένα εργαλείο a-la-cart ώστε να επιτύχουν την μεγαλύτερη ταξική υποταγή και συναίνεση.
Εκλογές και Κοινοβούλιο
Μέσα από την εκλογική διαδικασία φαίνεται να πραγματώνεται η ισότιμη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διακυβέρνηση. Η αστική δημοκρατία εφαρμόζοντας την αρχή ένας άνθρωπος = μία ψήφος, φαίνεται πως λύνει οριστικά το γόρδιο δεσμό της εξουσιαστικής κοινωνίας. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη κοινωνία καταργούνται οι κλειστές κάστες και μπορούν να ψηφίζουν και να ψηφίζονται όλοι οι ενήλικοι ασχέτως οικονομικής τάξης, ιδιοκτησίας ή γραμματικών γνώσεων. Η διακυβέρνηση δεν αφορά μόνο τους «πολίτες» της αρχαίας δημοκρατίας, τις κάστες ή τους ευγενείς. Ειδικά με την συμμετοχή των γυναικών και την κατάργηση των ρατσιστικών κριτηρίων του χρώματος του δέρματος, η καθολική συμμετοχή στις εκλογές δημιουργεί την (αφελή) προϋπόθεση της δυνατότητας ηγεμονίας των εργαζομένων και των κομμάτων τους ως πλειοψηφούσα τάξη πληθυσμιακά.
Ο Καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη την Δημοκρατία για να λειτουργήσει. Η Αστική Δημοκρατία αποτελεί και μια «παραχώρηση», ένα «συμβιβασμό» του αστισμού στο δημοκρατικό κίνημα των πληβείων τάξεων. Αλλά το αστικό μπλοκ φροντίζει να οργανώσει αυτό το «συμβιβασμό» με τέτοιο τρόπο ώστε αντί να ενεργοποιεί τη συμμετοχή στα κοινά, να αναπαράγει την κυριαρχία του κεφαλαίου.
Στην πράξη η εκλογή κυβέρνησης αποτελεί ένα παραπάνω εργαλείο κοινωνικής νομιμοποίησης της αδιαμφισβήτητης καπιταλιστικής εξουσίας. Ο τρόπος που διαπλέκεται ως θεματοφύλακας αξιών του καπιταλισμού και των κανόνων «δικαίου», δεν αφήνει κανένα ουσιαστικό περιθώριο. Η καθολική συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία και η ισοτιμία ένας άνθρωπος = μία ψήφος, αναπαράγει την προϋπάρχουσα ταξική κυριαρχία. Με προκαθορισμένη την ηγεμονία στην οικονομία, στις δυνάμεις καταστολής και στα ιδεολογικά μέσα, η ψήφος του «εργάτη» είναι ανίσχυρη στην ψήφο του «καπιταλιστή». Η αποκοπή της εκλογικής διαδικασίας από τις κινηματικές – αντικαπιταλιστικές δράσεις εξισώνει, παράλληλα, την ψήφο του απομονωμένου πολίτη στο βουνό με αυτή του πρωτοπόρου ταξικού μαχητή, κομμάτι συλλογικών διαδικασιών στο κέντρο της Αθήνας.
Μέσα στην περίοδο της κρίσης το αστικό κράτος φροντίζει και για τις κακοτοπιές. Επειδή μπορεί να υπάρξουν εκλογικά «λάθη» και να εκλεγεί (έστω προσωρινά) ως διαχειριστής ανεπιθύμητο πολιτικό προσωπικό, φροντίζουν τα τελευταία χρόνια να αποψιλώνουν τις αρμοδιότητες από όλα τα εκλόγιμα όργανα. Το Ευρωκοινοβούλιο από την ίδρυση του δεν έχει αυτόνομη διαδικασία. Δεν μπορεί να νομοθετήσει έξω από προτάσεις εκλεγμένων κυβερνήσεων ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι Δήμοι και οι Νομαρχίες μέσα από τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις, μετατρέπονται σε κρατικά όργανα με ελάχιστες δυνατότητες αυτόνομης παρέμβασης και αυτή σε εντελώς δευτερεύουσας σημασίας θέματα. Αλλά ακόμα και οι ίδιες οι κυβερνήσεις εκχωρούν όλο και περισσότερες αρμοδιότητες σε Διεθνείς Οικονομικούς Οίκους – Τρόικες και Επιτροπές ΕΕ. Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας έχει πλήρη αυτονομία απέναντι στην Κυβέρνηση και την ΕΕ και λογοδοτεί μόνο στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Μια σειρά «ανεξάρτητες επιτροπές» ρυθμίζουν πχ τηλεοπτικό τοπίο και άδειες, τον τηλεπικοινωνιακό ανταγωνισμό, την παραγωγή και διανομή ενέργειας. Όλοι αυτοί οι ΜΗ εκλεγμένοι θεσμοί λειτουργούν μαζί με το «βαθύ κράτος» ως υπερασπιστές της Αστικής Δικτατορίας.
Η ανάγνωση αυτής της κυριαρχίας της αστικής τάξης δεν είναι ένα αυτονόητο γεγονός. Δεν είναι μια «αντικειμενική» αλήθεια πλήρως κατανοητή στις πληβείες τάξεις. Αποτελεί ανάγνωση του Κομμουνιστικού Στρατοπέδου και είναι μέρος της συγκρότησης της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής. Χάρις σε αυτήν την ανάλυση προκύπτει η αναγκαιότητα της ανατροπής της αστικής δικτατορίας και χρειάζεται το «κέρδισμα» των εργαζομένων και της νεολαίας προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά ακόμα κι αν κομμάτια των εργαζομένων αναγνωρίζουν την ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει η στρατηγική του ρεφορμισμού. Μέχρι να κατατεθεί ένα υπαρκτό, ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο πρόγραμμα Κομμουνιστικής Εξέγερσης, η εκλογική διαδικασία θα είναι για την εργατική τάξη ότι πιο κοντινό για την «παρέμβασή» της στη διαμόρφωση της κεντρικής πολιτικής σκηνής και τους όρους διακυβέρνησης.
Οι εκλογές, πράγματι, αν μπορούσαν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό θα ήταν παράνομες. Όμως, επίσης, ούτε οι απεργίες, ούτε οι διαδηλώσεις, ούτε η διανομή φυλλαδίων μπορούν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Μόνο η Εξέγερση μπορεί να το κάνει ανατρέποντας την κυριαρχία του κεφαλαίου και εγκαθιστώντας το Επαναστατικό Δίκαιο. Μέχρι την Κομμουνιστική Εξέγερση που θα ανοίξει την επαναστατική διαδικασία, όλα τα μέσα χρησιμοποιούνται ως δίοδος ΠΡΟΣ την Επανάσταση. Μια απεργία μπορεί να είναι ρεφορμιστική αν οι ηγετικές πολιτικές δυνάμεις θέλουν να «διαμαρτυρηθούν» ή να ανατρέψουν ένα συγκεκριμένο μέτρο. Μπορεί να είναι επαναστατική (η γνωστή «Πολιτική Απεργία») αν οργανώνεται από δυνάμεις που δρομολογούν την εξέγερση.
Η συμμετοχή των Επαναστατικών δυνάμεων σε κάποια θεσμική εκλογική διαδικασία, είτε συνδικαλιστική είτε πολιτική, μπορεί να περιλαμβάνει κατάθεση υποψηφιοτήτων, κριτική ή μη υποστήριξη άλλων σχηματισμών, αποχή ή άκυρο. Η όποια τακτική θέση εξαρτάται από την υπάρχουσα συγκυρία, το συσχετισμό ταξικών δυνάμεων και τη συγκεκριμένη θέση της συλλογικότητας μέσα σε αυτή τη συνθήκη. Με βάση αυτή την ανάγνωση και ανάλυση η πολιτική στάση που κρατά η Επαναστατική συλλογικότητα εξαρτάται από τα καθήκοντα που βάζει στον εαυτό της για την εκάστοτε περίοδο.