Ξενίζει ο συσχετισμός στην πρώτη ανάγνωση κι αυτό είναι κατανοητό. Η μία περίπτωση αφορά μια δολοφονία από μπάτσο στα Εξάρχεια που συνοδεύτηκε από την ελληνική εξέγερση του 21ου αιώνα και από την άλλη μια σύγκρουση τρένων από ένα ιδιωτικοποιημένο και διαλυμένο σιδηροδρομικό δίκτυο. Όμως πάμε να δούμε κάποιες ομοιότητες και (κυρίως) να καταγράψουμε τις σημαντικές διαφορές.
Η δολοφονία Γρηγορόπουλου δεν έγινε κατά τη διάρκεια μιας γενικευμένης σύγκρουσης, όπως ο Κουμής και η Κανελλοπούλου το 1980 ούτε στο περιθώριο μιας διαδήλωσης όπως ο Καλτεζάς το 1985. Δεν έγινε στα πλαίσια μιας μαζικής καταστολής και θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως ήταν «μεμονωμένη περίπτωση υπέρβασης ορίων» του μπάτσου. Η κυβέρνηση της ΝΔ τότε ισχυρίστηκε πως ήταν μια «ατομική ευθύνη» ενός αστυνομικού οργάνου και προσπάθησε να μετακυλήσει την ευθύνη στον Κορκονέα και στον Σαραλιώτη. Τους συνέλαβε και έθεσε σε διαθεσιμότητα το διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Εξαρχείων. Παράλληλα, ο τότε Υπουργός Εσωτερικών, Παυλόπουλος, μαζί με τον αρμόδιο υφυπουργό παραιτήθηκαν αλλά δεν έγιναν αποδεκτές από την κυβέρνηση. Την επόμενη μέρα έγινε η πρώτη διαδήλωση ενάντια στη δολοφονία από αναρχικές συλλογικότητες. Όλο το φάσμα αριστεράς – αναρχίας δεν αποδέχτηκε την «ατομική ευθύνη» και καταλόγισε πολιτικές ευθύνες στην κυβέρνηση. Η προσέγγιση ήταν πως προδιαγεγραμμένο έγκλημα. Η αστυνομοκρατία και η ανοιχτή πριμοδότηση της καταστολής, έθεταν τους όρους και τις προϋποθέσεις να γίνει αυτό το «ατύχημα».
Η δολοφονία των Τεμπών, αντίστοιχα, δεν έγινε στο πλαίσιο μια ρητής κυβερνητικής εντολής. Δεν ήταν πχ οι σταθμάρχες υπεύθυνοι της δολοφονίας εντεταλμένοι απεργοσπάστες ώστε να υπάρχει μια ευθεία κυβερνητική σύνδεση. Έτσι, με το ίδιο σκεπτικό η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ προβάλλει το αφήγημα της «ατομικής ευθύνης». Συλλαμβάνει τον σταθμάρχη και ο αρμόδιος υπουργός παραιτείται.
Την επόμενη μέρα γίνεται η πρώτη διαδήλωση από δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Το σύνολο της αριστεράς – αναρχίας δεν αποδέχεται τη λογική της ατομικής ευθύνης και καταλογίζει πολιτικές ευθύνες στην κυβέρνηση θεωρώντας τα Τέμπη ως προδιαγεγραμμένο έγκλημα. Η ανοιχτή πριμοδότηση του ιδιωτικοποιημένου σιδηρόδρομου σε συνδυασμό με το ρήμαγμα των υποδομών, έθεταν τους όρους και τις προϋποθέσεις να γίνει αυτό το ατύχημα. Αν όχι στα Τέμπη, μπορεί σε κάποιο λεωφορείο με διαλυμένα λάστιχα ή σε κάποιο σαπιοκάραβο.
Και στις δύο περιπτώσεις είχαμε μια σημαντική έκρηξη της νεολαίας, ενώ στήθηκαν διαδηλώσεις αλληλεγγύης σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Και στις δύο περιπτώσεις το πολιτικό περιβάλλον δεν έδειχνε (με πρώτη ανάγνωση) αυτό που προέκυψε στη συνέχεια. Το 2008 η κυβέρνηση Καραμανλή είχε «νωπή εντολή». Ήταν η πρώτη φορά μετά το 1981 που η ΝΔ κέρδιζε δύο συνεχόμενες εκλογές και η κρίση που είχε πρωτοεμφανιστεί το φθινόπωρο στις ΗΠΑ δεν φαινόταν πως θα επηρέαζε το φαγοπότι των αστών που είχε στηθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Αντίστοιχα, η σημερινή κυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα εμφανιζόταν χωρίς σημαντικό αντίπαλο είτε κοινοβουλευτικά είτε κινηματικά.
Εδώ όμως τελειώνουν οι ομοιότητες. Προφανώς ο μπάτσος δεν είναι φουκαράς εργαζόμενος που «χώθηκε» σε μια θεσούλα και έγινε στραβή στη βάρδια του. Αλλά η καθολική απαίτηση να καταδικαστεί ο δολοφόνος Κορκονέας δεν μείωνε σε κανένα βαθμό την πολιτική ευθύνη της ΝΔ. Γιατί, λοιπόν, ο Δεκέμβρης του 2008 έχει μείνει ως η τελευταία (χρονικά) εξέγερση ενώ φέτος, μετά τη δεύτερη απεργία στις 16 Μαρτίου, φαίνεται να εξαντλήθηκε το κίνημα; Η διαφορά βρίσκεται στην κατάσταση των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της αναρχίας.
Πριν το 2008 είχαμε ένα αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και τη διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ στην Αθήνα το 2006. Οι διεργασίες στην παγκόσμια αριστερά ήταν σημαντικές και τροφοδοτούσαν ερωτήσεις και αναζητήσεις. Αυτό το περιβάλλον και αυτές οι κινηματικές εμπειρίες τροφοδότησαν το μαθητικό ξέσπασμα με τις επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα στις 8/12/2008. Αλλά κι αυτές οι επιθέσεις θα ήταν μια στιγμιαία δράση αν δεν έπαιρναν τη σκυτάλη οι αναρχικές συλλογικότητες. Προχώρησαν σε δεκάδες καταλήψεις δημοσίων κτιρίων δίνοντας συγκεκριμένη πολιτική διέξοδο στην κοινωνική οργή. Η πολιτική πρωτοβουλία μετέτρεψε την αγανάκτηση σε εξέγερση! Αλλιώς θα είχαμε περιοριστεί στις συναισθηματικές παραινέσεις του ΣΥΡΙΖΑ «ακούστε τη νεολαία».
Το 2023 η αριστερά και η αναρχία βγαίνουν από μια διετία «πάγου» λόγω καραντίνας. Αλλά οι πολιτικές τους αντοχές σε σημαντικές (έστω συμβολικές) μάχες (Πρωτομαγιά – Πολυτεχνείο – Ν. Σμύρνη κλπ) έδωσε τη δυνατότητα να συντηρηθεί μια πολιτική συνέχεια και να εμφανιστούν κινητοποιήσεις μαθητών (όπως του Πειραιά με δυο χιλιάδες διαδηλωτές) και κυρίως οι δύο μεγάλες πανεργατικές απεργίες και συγκεντρώσεις. Αυτή τη φορά, όμως, δεν υπήρξε η παραμικρή πρωτοβουλία και πρόταση για συνέχεια – κλιμάκωση του αγώνα. Δεν έγινε καν προσπάθεια να στηθεί μια πολιτική συγκέντρωση μετά την πανεργατική της 16ης Μαρτίου.
Η επόμενη ευκαιρία που θα έρθει, χρειάζεται αποφασιστική Κομμουνιστική Αριστερά που θα έχει προετοιμαστεί να οργανώσει την επόμενη Εξέγερση. Και να το κάνει καλύτερα και επιτυχημένα.