Τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε μια δυναμική εμφάνιση αγώνων γύρω από κοινωνικές ταυτότητες ή θέσεις. Ο Μάης του `68 έφερε στο προσκήνιο μια τεράστια κριτική γύρω από εκφάνσεις της καπιταλιστικής καθημερινότητας. Ο Φεμινισμός υπήρχε από το 19ο αιώνα όπως και τα ζητήματα αποικιοκρατίας και φυλετικού ρατσισμού, αλλά στη δεκαετία του `70 εξαπλώθηκαν κριτικές για την Οικολογία και την αστική πολεοδομία, τις Τέχνες και την Αισθητική, το γηπεδικό «κίνημα» και τις πολιτιστικές ταυτότητες. Όλο και περισσότερες θεματικές ομάδες προχωρούσαν σε εμβαθύνσεις ανάλυσης και κριτικής. Η Οικολογία λχ πέρα από ζητήματα παραγωγής, άνοιξε θέματα διατροφής ή κριτικής στην κακομεταχείριση των ζώων σε Ζωολογικούς Κήπους ή εργαστηριακά πειράματα. Η κατάρρευση των παραδοσιακών αριστερών προσεγγίσεων μετά την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ και η εμφάνιση του Αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος δημιούργησε τη στρατηγική του «δικαιωματικού κινήματος». Στη σύγχρονη περίοδο όμως της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, παρακολουθούμε μια διαδικασία αποκοπής του κινήματος «δικαιωμάτων» από την (έτσι κι αλλιώς ευάλωτη) νέα «αντικαπιταλιστική» στρατηγική. Σε αυτή τη διαδικασία χρειάζεται να τοποθετηθούν πολιτικά κριτήρια και θέσεις που να προσπαθούν να ξεκαθαρίσουν τοποθετήσεις και στρατηγικές.
Κοινωνικές ταυτότητες και βιωματισμός
Οι κοινωνικές ταυτότητες είναι ιστορικά προσδιορισμένες και εξαρτώνται από το εκάστοτε ταξικό περιβάλλον. Μπορεί αυτή η τοποθέτηση να φαίνεται γενικόλογη αλλά αποτελεί κρίσιμο εργαλείο. Κανένα «σωματικό χαρακτηριστικό» δεν συγκροτεί από μόνο του ταυτότητα αλλά ούτε και οι πολιτιστικές – κοινωνικές επιλογές. Το χρώμα του δέρματος αποτελεί τους τελευταίους αιώνες «ταυτοτικό κριτήριο» αλλά αυτό δεν υπήρχε πχ στις αρχαίες κοινωνίες. Το χρώμα του δέρματος είναι τόσο «τυχαίο» όσο και των μαλλιών ή ματιών αλλά ποτέ τα δύο τελευταία δεν συγκρότησαν «κοινωνική ταυτότητα».
Ο καπιταλισμός τους τελευταίους αιώνες οργανώνει την καθημερινότητα με διαφορετικό τρόπο από τις προηγούμενες ταξικές κοινωνίες. Για να αναπαραχθεί η κυριαρχία της αστικής τάξης πρέπει να ελέγχει κάθε εκδοχή της καθημερινότητας σε κάθε σημείο του πλανήτη. Ακόμα και η δημιουργία της εργατικής κοινωνικής «ταυτότητας» είναι αποτέλεσμα της αστικής κοινωνίας. Η οργάνωση των πολιτισμικών ταυτοτήτων, η πολεοδομία της πόλης που εξυπηρετεί τη βιομηχανία, η πυρηνική οικογένεια που αναπαράγει την εργατική τάξη, η βιομηχανία του θεάματος που αναπαράγει το διαχωρισμό «παραγωγού – καταναλωτή» και η ένταξη του «πολίτη» ως θεατή σε καλλιτεχνικά δρώμενα, ο τοπικισμός, ο οπαδισμός στον αθλητισμό αποτελούν τη σύγχρονη γεωγραφία του κατοίκου της αστικής πόλης. Η διάσπαση της εργατικής τάξης σε άνδρες – γυναίκες, λευκούς ή μαύρους, Έλληνες ή Πακιστανούς, χριστιανούς, μουσουλμάνους ή άθεους, ετεροφυλόφιλους – ομοφυλόφιλους, cis ή queer, ροκάδες ή καρεκλάδες, ολυμπιακούς ή παναθηναϊκούς, παμφάγους ή vegan και πάει λέγοντας, αποτελεί τρόπο αναγνώρισης κοινωνικών συνόλων. Η ένταξη του ανθρώπου σε σύνολα αποτελεί πολιτικό – κοινωνικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους και ο καπιταλισμός το διαμορφώνει σύμφωνα με τον τρόπο που προσπαθεί να πετύχει τη διαιώνιση της κυριαρχίας του.
Με εξαίρεση, ίσως, την καταπίεση της γυναίκας, καμία άλλη «ταυτότητα» δεν έχει διαχρονική καταπίεση. Πάντα εξαρτάται από τη συγκεκριμένη ταξική διάρθρωση και τις αναγκαιότητες που εξυπηρετεί. Οι εθνότητες και τα εθνικά κράτη προκύπτουν όπως τις αντιλαμβανόμαστε σήμερα και συγκροτούν «ταυτότητες» μόλις τους τελευταίους 2-3 αιώνες. Ο ρατσισμός απέναντι στους μαύρους αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο του καπιταλιστικού συστήματος αφού η δουλεία στην Αρχαιότητα και στα συστήματα Δουλοπαροικίας δεν συνδεόταν με χαρακτηριστικά φυλής, παρά μόνο «ηττημένου στρατού». Στην Αρχαία Ελλάδα λ.χ. όπως περιγράφεται στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, ο άνθρωπος κατάγεται από τρία φύλα: το αρσενικό, το θηλυκό και το αρσενικοθήλυκο[1]. Από το τρίτο φύλο κατάγονται οι «ετεροφυλόφιλοι» και από τα δύο οι ομοφυλόφιλοι. Μάλιστα από το αρσενικό φύλο κατάγονται οι πολιτικοί άνδρες που δεν κάνουν γάμο παρά μόνο γίνονται παιδεραστές αφού τους απασχολεί μόνο η διαπαιδαγώγηση.[2]
Ο κομμουνισμός ήρθε σαν πολιτική πρόταση ξεπεράσματος ΚΑΙ της ταυτοτικής καταπίεσης. Η αναγνώριση του πυρήνα της ταξικής πάλης δεν ήλθε για την υποβάθμιση της ταυτοτικής καταπίεσης αλλά για την οριστική λύση της. Η πρόταση που καταθέτει η αντικαπιταλιστική στρατηγική είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και η κατάργηση όλων των ταυτοτήτων που οργανώνει το εκμεταλλευτικό σύστημα. Γι` αυτό και διεκδικεί αγωνιστές που πρώτα και κύρια αμφισβητούν την ίδια την κοινωνική σύστασή τους. Η ίδια η επαναστατημένη εργατική τάξη «πρέπει» να παλεύει για την κατάργησή της ως τάξη. Μέσα από την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής κοινωνίας, η «αυτοδιάλυση» της εργατικής τάξης θα φέρει και την κατάργηση όλων των άλλων «ταυτοτήτων». Δεν θα υπάρχουν «άντρες – γυναίκες – τρανς», δεν θα υπάρχουν ομοφυλόφιλοι – αμφί – ετερό, δεν θα υπάρχουν Έλληνες και Αλβανοί, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, λευκοί και μαύροι, δεν θα υπάρχουν εθνικές γλώσσες και τοπικισμοί.
Η πάλη για τον Κομμουνισμό αντικειμενικά λειτουργεί για την απελευθέρωση κάθε εκδοχής ταξικής καταπίεσης. Η βιωματική αντίσταση στην ταυτοτική καταπίεση δε σημαίνει όμως πως οδηγεί αντικειμενικά στην ανατροπή του καπιταλισμού. Τα βιώματα στον άνθρωπο είναι βασική φλόγα ενεργοποίησης. Χωρίς τα πανανθρώπινα κοινωνικά αντανακλαστικά αντίστασης στην καταπίεση δεν θα μιλάγαμε για ανθρώπινο είδος και τη δυνατότητα βελτίωσης της θέσης του. Όμως, άλλο βάση και άλλο ντετερμινισμός. Μια αντίσταση σε μια βιωματική καταπίεση μπορεί να περιλαμβάνει εντελώς αντιδραστικά φίλτρα.
Κοινωνικά ή Κομμουνιστικά Κινήματα; Lifestyle ή ταξική πολιτική δέσμευση;
Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις, που η υπεράσπιση της «ταυτότητας» έρχεται σε αντίθεση ζωής και θανάτου με τα στρατηγικά συμφέροντα της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής; Οι Κομμουνιστές έπρεπε από την πρώτη στιγμή να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα γιατί τέθηκε από τις απαρχές του εργατικού κινήματος. Οι απεργοσπάστες πάλευαν για το δικαίωμα στην εργασία. Το ίδιο πχ οι «αμερικάνοι εργάτες κόντρα στους Κινέζους» που «έρχονται να πάρουν τις δουλειές μας». Η αντιμετώπιση του απεργοσπάστη «φτωχού εργάτη» ως αντιδραστικού αντίπαλου και οι απεργιακές φρουρές, δεν άφηναν κανένα περιθώριο υπεράσπισης του «ταυτοτικού δικαιώματος» του εργαζομένου. Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα το κίνημα στάθηκε ενάντια στους «αγώνες» των εργαζομένων της Ελληνικός Χρυσός ή των Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα. Η υπεράσπιση της «δουλειάς» δεν ήταν υψηλότερης σημαντικότητας από τα συλλογικά συμφέροντα της κοινωνίας.
Το «γηπεδικό» κίνημα όταν δενόταν με το αντιχουντικό κίνημα μπορούσε να αποτελέσει πυρήνα μάχης. Σήμερα, η υποταγή στο εμπορευματοποιημένο Champions League που φέρνει ανάγκες «λεφτάδων» επενδυτών, μετατρέπει τις πάλαι ποτέ αντιφασιστικές «θύρες» σε μπράβους εργολάβων που υπερασπίζονται επενδύσεις και επιτίθενται σε στέκια και αριστερές οργανώσεις.
Η απελευθέρωση της γυναίκας δε θα έρθει αναζητώντας ισότιμους ρόλους στην ταξική κυριαρχία. Με αφορμή την μπούργκα στήθηκε ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος στο Αφγανιστάν που δήθεν θα απελευθέρωνε τις γυναίκες. Οι «αγώνες» των γυναικών να αποτελούν ισότιμο τμήμα της πολεμικής μηχανής στη Μέση Ανατολή, να είναι δήμιοι των εργατών και εθνοτήτων του πλανήτη «όπως και οι άνδρες», δεν έχουν καμία σχέση με τις προοδευτικές αναζητήσεις της ανθρωπότητας.
Η υπεράσπιση των μεταναστών ασχέτου φυλής, χρώματος και θρησκείας σέβεται και αναγνωρίζει την καταπίεση που δέχονται σε αυτό το συγκεκριμένο περιβάλλον, αλλά η «λύση» δεν βρίσκεται μέσα από την αναπαραγωγή της εθνικής υπερηφάνειας. Η υπεράσπιση του τζαμιού δεν έρχεται με την αποδοχή του ισλαμισμού ως απελευθερωτικής ιδεολογίας ή των Πακιστανών ως «περιούσιου έθνους» που θα παλέψει ενάντια στην ελληνική καταστολή.
Η ταξική προσέγγιση της καταπίεσης στις υπάρχουσες κοινωνίες έρχεται να δώσει ένα μπούσουλα ανάλυσης και πολιτικών προτεραιοτήτων. Όσο το κίνημα βρισκόταν γύρω από την πλημμυρίδα του εξεγερτικού κινήματος του Μάη του `68, τόσο ταυτιζόντουσαν οι εκδοχές γύρω από την αντικαπιταλιστική στρατηγική και ήταν «καθαρές» οι πολιτικές προτεραιότητες. Η αθροιστική παράθεση ταυτοτικών συγκρούσεων έξω από τη στρατηγική της ανατροπής του καπιταλισμού, απλά αναζητεί τρόπο δημοκρατικής διευθέτησης στην υπάρχον σύστημα.
Χωρίς τη στρατηγική ανατροπής οι συγκρούσεις μεταφέρονται σε διαπροσωπικό επίπεδο επίλυσης. Μπορεί πχ να υπάρχει μια βίαιη αντιπαράθεση ενός μαύρου αμερικάνου, ετεροφυλόφιλου, μουσουλμάνου, πεζοναύτη, vegan από εργατική γειτονιά με μια λευκή Σέρβα, ομοφυλόφιλη, άθεη, πασιφίστρια, κρεατοφάγο. Μπορεί τα κίνητρα να είναι λόγω αμερικάνικου στρατού, μπορεί να είναι ρατσίστρια στους μαύρους, μπορεί να είναι σεξιστής ενάντια στις λεσβίες μπορεί, μπορεί … Μπορεί να υπάρχει πολιτικό ενδιαφέρον σε αυτή τη σύγκρουση μπορεί και να είναι μια απλή «ακραία» κακοποιητική συμπεριφορά. Η προσπάθεια να εξαχθούν πολιτικά συμπεράσματα από διαπροσωπικές σχέσεις δείχνει τουλάχιστον κατάπτωση του ταξικού κινήματος, αν όχι «εισβολή» του αστικού στρατοπέδου στις ταξικές οργανώσεις.
Το επαναστατικό κίνημα στις παραγωγικές περιόδους του μπορούσε να δει τις λούμπες και τις προβοκάτσιες. Η Άντζελα Ντέιβις μέλος του μαύρου Κινήματος και του Κ.Κ.ΗΠΑ σε άρθρο της το 1981[3] ανέδειξε το σχέδιο του κράτους για τη διάλυση του κινήματος, μέσα από το μύθο του Μαύρου Βιαστή. Στα 1978 στήθηκε καμπάνια αθώωσης του μαύρου Τιμπ που ήταν να εκτελεστεί για δήθεν βιασμό λευκής γυναίκας. Αντίστοιχα οι Σ. Μποβουάρ, Σαρτρ, Φουκώ, Αραγκόν, Μπρύκνερ, Μουστακί καθώς και δεκάδες επαναστάτες και διανοούμενοι του Γαλλικού Μάη στηρίζουν τρεις άνδρες που καταδικάζονται για χάδια σε δύο δεκατριάχρονους. Η υπεράσπιση της εφηβικής σεξουαλικότητας και η εναντίωση στην αστική υποκρισία και συντηρητισμό αποτελούσαν υπέρτατο κριτήριο.
Σήμερα ο πυρήνας που αναπαράγει πχ όλη τη σεξιστική καταπίεση, παραμένει η πυρηνική οικογένεια. Μέσα από τους ρόλους της μάνας και του πατέρα (ή των δύο μανάδων ή δύο πατεράδων) αναπαράγεται η λογική της ιδιοκτησίας απέναντι στα νεώτερα μέλη της κοινωνίας. Η μεταφορά των εξόδων αναπαραγωγής της τάξης μέσα στην οικογένεια, αποτελεί την πρωταρχική δίοδο που κάθε νέος μέλος διαπαιδαγωγείται στην υποταγή στους ανώτερους και στην αποδοχή της ταξικής κυριαρχίας. Στα σύγχρονα «κινήματα» χειραφέτησης μπορούμε να δούμε προσεγγίσεις δικαιώματος στην οικογένεια και στην τεκνοποίηση όλων των φύλων και σεξουαλικών προτιμήσεων αλλά εκλείπει παντελώς η άρνηση της πυρηνικής οικογένειας και η συλλογική ανατροφή των παιδιών από την κοινωνία. Σε ένα προηγούμενο στάδιο τα κοινόβια προσπάθησαν να διαμορφώσουν μια διαφορετική προσέγγιση στην ανατροφή των παιδιών. Όμως κομμουνιστική ηθική και κομμουνιστικός τρόπος ζωής δεν μπορούν να υπάρξουν στον καπιταλισμό.
Αντίστοιχα στις παραβατικές συμπεριφορές και στις εγκληματικές ενέργειες, ο καπιταλισμός μέσα από το διαχωρισμό των εξουσιών και την αστική δικαιοσύνη δοκιμάζει να διαμορφώσει «κανόνες» κοινωνικής ηρεμίας που να ακολουθούν και να αναπαράγουν τον υφιστάμενο ταξικό συσχετισμό και την καθεστωτική ηθική τάξη. Η απάντηση δεν μπορεί να βρίσκεται στην βιωματική αντεκδίκηση, στο λυντσάρισμα και στην «κοινή ηθική» του χωριού, της γειτονιάς ή της κοινότητας. Η φασιστική δολοφονία (σαν του Π. Φύσσα) ή ο βιασμός δεν είναι θέμα «διαπραγμάτευσης συλλογικοτήτων» ή «αντεκδίκησης». Δεν αρκούμαστε από τον «ευνουχισμό του βιαστή» ή την «εκτέλεση του Ρουπακιά». Αναζητούμε μια άλλη κοινωνία που να διαμορφώνει άλλη πάστα ανθρώπων.
Στο σύγχρονο καπιταλισμό δεν αναζητούμε ανθρώπους που έχουν υπερβεί τις εθνικές, θρησκευτικές, σεξουαλικές, ταξικές και πολιτιστικές ταυτότητες. Κάθε πτυχή της καθημερινότητας αναπαράγει τα ταξικά χαρακτηριστικά της εποχής μας. Η γλώσσα, τα ρούχα, η μουσική, η πόλη, η δουλειά, ο τρόπος που ερωτευόμαστε, όλα αποτελούν μέρος του καπιταλισμού. Σήμερα, δεν προσπαθούμε να φτιάξουμε τον άνθρωπο του αύριο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παλέψουμε για την ανατροπή του άδικου καπιταλισμού. Η ρώσικη Επανάσταση δεν είχε LGBTQI+ κίνημα για να καθιερώσει την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας. Οι αγώνες για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας, οι κοινοί αγώνες των εργαζομένων για να ξετινάξουν τις «ταυτότητες» που τους έδωσε ο καπιταλισμός είναι το ασφαλέστερο εχέγγυο ακόμα για την ισότιμη, ανθρώπινη συνεύρεση στη βάρβαρη αυτή καθημερινότητά μας.
Αλέξανδρος Γανδής
[1] «Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήσαν τρία, και όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτον, αποτελούμενον απ’ αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, τό ίδιον όμως έχει εξαφανισθή: το άρσενικο- θήλυκον.» Πλάτωνα Συμπόσιο 16η Έκδοση, 2000, Ακαδημία Αθηνών
[2] «Όσοι δε είναι αρσενικού απόκομμα, κυνηγούν τ’ αρσενικά»…. «Και είν` αυτοί οι εκλεκτοί μεταξύ των παιδιών και των έφηβων, επειδή έχουν εις την φύσιν των ανδρισμόν πολύν.»… «Όταν εξελιχθούν, είναι οι μόνοι πού αποβαίνουν εις τα πολιτικά άνδρες αληθινοί. Όταν δε γίνουν άνδρες, επιδίδονται εις τήν παιδεραστίαν και δεν ενδιαφέρονται διά τον γάμον και την απόκτησιν παιδιών» ο.π.
[3] Women, Race and Class, Angela Davis 1981