«Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι
Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή
Μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει
Ο στρατός ξεκινά
Σαν γυρίσω ξανά
θ’ ακολουθώ άλλες σημαίες.»
Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Γερμανικό τραγούδι», (μελοποίηση Θ. Μικρούτσικος «Άννα, μην κλαις»)
Ο Διεθνισμός είναι μια σύγχρονη πολιτική έννοια. Εμφανίστηκε μαζί με τη συγκρότηση εθνικών κρατών προσπαθώντας να δώσει περιεχόμενο και όραμα γύρω από τις νέες κρατικές πολιτικές. Τα νέα κράτη σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα εγκατέλειψαν κάθε ανθρωπιστικό διακύβευμα και αποτέλεσαν βασικό εργαλείο των καπιταλιστικών ανταγωνισμών. Έτσι, ο Διεθνισμός μέχρι τις μέρες μας αποτελεί την πιο σπιλωμένη και αντιδημοφιλής πολιτική έννοια. Ακόμα και κομμουνιστικά – αντιιμπεριαλιστικά πειράματα σκόνταψαν σε αυτή τη στρατηγική και συνέργησαν να κατοχυρωθεί ακόμα και στα ενδότερα του ταξικού κινήματος ο Διεθνισμός ως μια αναποτελεσματική ουτοπία.
Έθνος και εθνικισμός: μια σύντομη παρένθεση στην ανθρώπινη ιστορία
Το έθνος είναι μια σύγχρονη ιδεολογική κατασκευή. Μέχρι το 19ο αιώνα οι κοινωνίες είχαν άλλα εργαλεία κοινωνικής αναγνωρισιμότητας. Δεν υπήρχαν οι πόλεις – χωνευτήρια του μαζών. Χωρίς να μπούμε σε αυτό το άρθρο σε μια αναλυτική προσέγγιση των προκαπιταλιστικών κοινωνιών, μπορούμε να πούμε σε μια χοντροκομμένη γενίκευση πως τα φύλα, η κοινωνική καταγωγή, η θρησκεία αποτελούσαν το συνδετικό κρίκο των κοινωνιών.
Τα περισσότερα έθνη συγκροτήθηκαν το 19ο αιώνα ενώ συνεχίζουν να δημιουργούνται μέχρι και σήμερα. Λόγω του σύντομου ιστορικού χρόνου η εθνική συνείδηση εξαρτάται άρρηκτα από τη δύναμη του κρατικού μηχανισμού που συγκροτείται γύρω του. Αδυναμίες και στρατηγικές κρίσεις του έθνους – κράτους έχουν σαν αποτέλεσμα την άμβλυνση της εθνικής ταυτότητας. Η διάλυση του τσεχοσλοβάκικου και γιουγκοσλαβικού έθνους είναι ένα μόνο μικρό δείγμα. Μέσα από την όξυνση της παγκόσμιας κρίσης αναμοχλεύονται νέες εθνικές συγκροτήσεις. Το Βέλγιο και η Ιταλία ανακαλύπτουν νέες διαιρέσεις στο εσωτερικό τους στον 21ο αιώνα.
Τελικά υπάρχει Φλαμανδικό ή Βελγικό έθνος; Λομβαρδικό ή Ιταλικό; Γιουγκοσλαβικό ή Σερβικό; Βαυαρικό ή Γερμανικό; Όλη αυτή η κατασκευασμένη συνείδηση φαίνεται τόσο ισχυρή αλλά είναι στην ουσία αδύναμη και εύθραυστη. Πιο δύσκολο είναι να εγκαταλειφθούν οι μεταφυσικές, θρησκευτικές προκαταλήψεις και δοξασίες παρά η επίπλαστη εθνική ταύτιση. Μερικές φορές η ίδια η εξέλιξη του καπιταλισμού φαίνεται να προσπαθεί να υπερβεί την εθνική συνείδηση. Ο ΟΗΕ και η ΕΕ διεκδικούσαν να είναι πειράματα υπερεθνικής συνεννόησης. Στην πράξη, όμως, είναι μερικά ακόμα εργαλεία των κυρίαρχων εθνικών αστικών μπλοκ.
Όμως για τα καθήκοντα των πληβείων τάξεων το «έθνος» είναι μια μικρή υποσημείωση στην ιστορία της ταξικής πάλης. Οι μεγάλες εξεγέρσεις που προέβαλλαν ανθρωπιστικά ιδανικά, βασίζονταν στην κοινή ταξική θέση χωρίς «εθνικούς» διαχωρισμούς. Η εξέγερση γύρω από το Σπάρτακο ενάντια στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνένωσε σκλάβους και μονομάχους από διαφορετικά φύλα και τόπους καταγωγής. Αντίστοιχα οι αγροτικές εξεγέρσεις δεν είχαν απολύτως κανένα εθνικό – φυλετικό προσδιορισμό.
Ακόμα και στην πρώιμη προοδευτική περίοδο του Διαφωτισμού και της Αστικής Δημοκρατίας, ο Πολίτης είχε τη βαρύνουσα σημασία στη συγκρότηση της Δημοκρατικής Πολιτείας. Η «εθνική» (γαλλική, ελληνική κλπ) ταυτότητα δεν είχε κανένα κληρονομικό, τοπικιστικό στοιχείο. Δεν ήταν συνέχεια μιας αλυσίδας «καθαρού αίματος» ή γεωγραφικού προσδιορισμού. Ο Πολίτης ήταν κυρίαρχος και συνδιοικητής ανεξαρτήτου εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής. Ο Ρουσώ ή ο Ρήγας Φεραίος όταν μιλούσαν για ενιαία Πολιτεία εξυμνούσαν την ισότιμη δημοκρατική συμβίωση που εξασφάλιζε δικαιώματα ενάντια στους οικονομικά ισχυρούς.
Η συγκρότηση των Εθνικών Κρατών έπρεπε αν συνδυαστεί με μια νέα ιδεολογική ταυτότητα. Η Εθνική Ενότητα είναι το σύγχρονο αστικό εργαλείο υποδούλωσης των εργαζομένων και της νεολαίας στα συμφέροντα των καπιταλιστών.
Διεθνισμός Vs Δημοκρατικού Πατριωτισμού
Όσο κι αν φαίνεται «εύκολη» απάντηση, αυτή είναι μόνο σε θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο αλλά όχι στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής.
Προφανώς η συγκρότηση σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού – αναρχικού – εργατικού κινήματος πήρε μια καθαρή αρχειακή θέση: ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο οικονομικό & πολιτικό σύστημα και πρέπει να ξηλωθεί ως τέτοιο. Το σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» της Α Διεθνούς αποτελεί βασικό οραματικό στοιχείο. Αυτή η στρατηγική τοποθέτηση δεν μπορούσε να λύσει και να απαντήσει στις εθνικιστικές πιέσεις των αστών. Η ήττα της Παρισινής Κομμούνας το 1871 συνέβαλλε στο ταξικό συμβιβασμό πολλών δυνάμεων του κομμουνιστικού στρατοπέδου. Η διάσπαση «μαρξιστών» – «αναρχικών» και η δημιουργία της Β Διεθνούς δεν έλυσε αυτό το στρατηγικό πρόβλημα.
Οι βασικές συνιστώσες και στις δύο πτέρυγες αγκάλιασαν την πολιτική των «δίκαιων εθνικών πολέμων» για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας. Στη Β Διεθνή τα Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα συντάχθηκαν με τις αστικές τάξεις τους στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο με τα ίδια επιχειρήματα. Το Γερμανικό SPD υποστήριξε το γερμανικό κεφάλαιο ενάντια στον Τσάρο και στις αυτοκρατορικές κτήσεις ενώ το Γαλλικό Σοσιαλιστικό και το Αγγλικό Εργατικό Κόμμα συντάχθηκαν με τις κυβερνήσεις ενάντια στη «γερμανική επιθετικότητα και ιμπεριαλισμό». Αλλά και ο σημαντικότερος αναρχικός, ο ρώσος Κροπότκιν συντάχθηκε με τη μεριά της Ρωσίας – Αγγλίας – Γαλλίας ενάντια στη Γερμανία.
Ελάχιστες πολιτικές δυνάμεις αναζήτησαν στρατηγικές ταξικής αλληλεγγύης. Εμείς εμπνεόμαστε από τα πολιτικά υποκείμενα που αντιστάθηκαν στον εθνικιστικό βόρβορο. Που ανέγνωσαν σωστά την αντιδραστικότητα των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και έβαλαν τον εαυτό τους μπροστάρη στον αγώνα ενάντια στο πολεμικό σφαγείο. Είτε με τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917 ενάντια στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο είτε με τα σαμποτάζ του ΣΕΚΕ ενάντια στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Ο Διεθνισμός ως εργαλείο ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα
Ο Διεθνισμός, όμως, δεν είναι μόνο οραματικό στοιχείο. Δεν αποτελεί ένα ιδεολογικό ευχολόγιο για το «αύριο» αλλά είναι ρεαλιστικό εργαλείο υλοποίησης πολιτικής.
Κατ` αρχήν χρειάζεται μια συγκεκριμένη ανάλυση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της συγκεκριμένης φάση της ταξικής πάλης. Η ανυπαρξία ενός παγκόσμιου αντικαπιταλιστικού πολιτικού κέντρου προσδίδει μεγαλύτερη δυσκολία στην υπεράσπιση του διεθνιστικού ισχυρισμού και τη διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής, εφαρμόσιμης πολιτικής. Προσπαθώντας, όμως, να βρούμε την άκρη της κλωστής για να ξετυλίξουμε το αντικαπιταλιστικό νήμα πρέπει να οριοθετήσουμε κάποια δεδομένα.
Δρώντας στο ελληνικό πολιτικό περιβάλλον, πρέπει να αναγνωρίσουμε την θέση του ελληνικού καπιταλισμού ως κομμάτι του κυρίαρχου ιμπεριαλιστικού κέντρου. Η θέση του στο παγκόσμιο σύστημα δεν αυξομειώνεται ποιοτικά παρά ποσοτικά. Η αντίθεση του πχ με τον τούρκικο καπιταλισμό άλλες φορές τον φέρνει σε ισχυρή (όπως αυτό το διάστημα) και άλλες φορές σε πιο αδύναμη θέση. Ακόμα και η σχέση του με ισχυρά καπιταλιστικά κέντρα (πχ Γερμανία – ΗΠΑ) δεν μπορούν να προσδώσουν κανένα προοδευτικό ή «αμυντικό» άλλοθι. Η εθνικιστική προπαγάνδα πιέζει τις ταξικές δυνάμεις της κάθε χώρας να συμφιλιωθούν με τα δίκαια της αστικής τάξης τους. Έτσι συμβαίνει και με την ελληνική πραγματικότητα. Αν πάμε από τη μεριά των τουρκικών εργατικών δυνάμεων τα καθήκοντα τους είναι ακόμα πιο δύσκολα. Ο τουρκικός καπιταλισμός απέτρεψε ένα αμερικανοκίνητο πραξικόπημα και βρίσκεται σε «άμυνα» από την ιμπεριαλιστική περικύκλωση Ελλάδας – Ν. Κύπρου Ισραήλ – Αιγύπτου – ΕΕ σε οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Παρ` όλα αυτά δεν μπορεί να υπάρξει καμιά «δίκαιη» υπεράσπιση των αστικών τουρκικών απαιτήσεων, καμιά εθνική ενότητα της τουρκικής εργατικής τάξης με την κυβέρνηση Ερντογάν.
Οι αναθεωρητικές δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού δε συγκροτούν ούτε «δίκαια» αιτήματα ούτε «προοδευτική» συμμαχία. Αυτή η τοποθέτηση, όμως, δεν είναι θέση ουδετερότητας. Η εργατική τάξη στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στη Δανία δεν μπορεί να κουνά το δάχτυλο στις απαιτήσεις της Τουρκίας ή της Ρωσίας μένοντας απαθής στο ιμπεριαλιστικό σφαγείο που συμμετέχει η αστική τάξη της χώρας της.
Η συγκρότηση επαναστατικού υποκειμένου σε μια χώρα του καπιταλιστικού κέντρου πρέπει να έχει στόχο την υπονόμευση του αξιόμαχου του κράτους της είτε σε οικονομικό, είτε σε διπλωματικό είτε σε στρατιωτικό επίπεδο. Η αυριανή Επαναστατική Δικτατορία δεν έχει να κληρονομήσει τίποτα από την αστική κληρονομιά. Η υπεράσπιση της ΑΟΖ, του ενεργειακού άξονα και των επενδύσεων δεν αποτελούν την οικονομική βάση της αυριανής επανάστασης αλλά την πολιτική συνθηκολόγηση με το ελληνικό αστικό μπλοκ. Οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί και ο ελληνικός στρατός δεν είναι ένα ουδέτερα, διαταξικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αυριανή κοινωνία αλλά μηχανισμοί που πρέπει να συντρίψει το προλεταριακό στρατόπεδο.
Η διαδικασία κοινού βηματισμού της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο προϋποθέτει την ένταξη σε ένα πολιτικό στρατόπεδο που οι αστοί περιγράφουν σαν εθνικούς «προδότες». Για να μπορεί να υπάρξει πχ κοινός αγώνα ελλήνων και τούρκων ναυτικών ή λιμενεργατών θα χρειαστεί μια κοινή πολιτική προετοιμασία για την οργάνωση σαμποτάζ σε περίπτωση επιστράτευσης. Το σύνθημα ο «εχθρός είναι στην ίδια μας τη χώρα» πρέπει αν αποτελέσει προμετωπίδα πολιτικής συγκρότησης. Έτσι κι αλλιώς το χρησιμοποιεί και η αστική τάξη με άλλο πρόσημο (ενάντια στους κομμουνιστές, στους αλλόφυλους κλπ). Φυσικά ο διεθνισμός δεν είναι μόνο μια συνδυασμένη διεθνής απάντηση των ταξικών δυνάμεων αλλά μια de facto και μονομερή πολιτική πρακτική. Η διεθνιστική στρατηγική δεν εξαρτάται από την ύπαρξη συμμαχιών από την άλλη μεριά των συνόρων αλλά αποτελεί προϋπόθεση για τη συγκρότηση τους. Πολύ περισσότερο για το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα.
Η υπεράσπιση των μεταναστών δεν γίνεται «υπό όρους». Δεν ζητάμε από αυτούς να είναι άθεοι και κομμουνιστές ή αναρχικοί. Από την άλλη δεν χρησιμοποιούμε όρους «οικονομικής αντοχής» του κράτους. Δεν συνθηκολογούμε με τις αντιλήψεις πως «είναι περαστικοί» ή πως «βοηθούν την ανάπτυξη με τα φτηνά μεροκάματα» (!!!!).
Η αποτροπή, λοιπόν, της επεκτατικής πολιτικής του καπιταλιστικού μπλοκ ξεκινά από την ιδεολογική αποδόμηση του και φτάνει να αποκτά συγκεκριμένες κάθε φορά πολιτικές πρακτικές και στοχεύσεις. Όμως αυτές δεν μπορούν να ειδωθούν χωρίς να είναι κομμάτι μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής, μια πολιτικής που μετρά το συγκεκριμένο ταξικό μπρα-ντε-φερ, αποτελεί εργαλείο ανατροπής αλλά ταυτόχρονα και οραματικής προσέγγισης.
Για τον Προλεταριακό Διεθνισμό
Το άρθρο αυτό δεν έρχεται να αναθεωρήσει μια συγκεκριμένη πολιτική θέση, αλλά να δοκιμάσει μια ανάγνωση του Διεθνισμού ως εργαλείου ταξικής πάλης.
Ο Προλεταριακός Διεθνισμός αποτελεί μια εμβάθυνση και συγκεκριμενοποίηση της Διεθνιστικής πολιτικής που έχει ταυτιστεί με την ίδρυση της Γ Διεθνής και την εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης. Σε αυτή την πορεία έχουμε πολλαπλές φάσεις. Στην ουσία, όμως, υπάρχουν δύο περίοδοι.
Στην πρώτη φάση η ίδρυση της Γ Διεθνούς και η εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής ένωσης βασίστηκε στη δημιουργία πολλαπλών εστιών αποσταθεροποίησης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Είτε με ευθεία στήριξη προλεταριακών εξεγέρσεων σαν αυτής της Γερμανίας είτε με τη στήριξη αντιιμπεριαλιστικών καθεστώτων. Ο σκοπός της ύπαρξης της Σοβιετικής Επανάστασης ήταν η εξάπλωση των εργατικών εξεγέρσεων.
Από ένα σημείο κι έπειτα η επιβίωση του Σοβιετικού καθεστώτος αποτελούσε πρωταρχικό στοιχείο ακόμα και κόντρα στις εξεγέρσεις. Αν στο Μεσοπόλεμο η Γ Διεθνής αποφεύγει να ταυτιστεί με τις εξεγέρσεις στην Κίνα και στην Ισπανία ανακαλύπτοντας δημοκρατικές συμμαχίες με την αστική τάξη, αυτή μετέπειτα μετουσιώνεται σε στρατηγική θέση. Η Γ Διεθνής διαλύεται και κάθε εξέγερση αντιμετωπίζεται σαν τυχοδιωκτική κίνηση που υπονομεύει την ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης. Τα αντάρτικα σε Ελλάδα – Γιουγκοσλαβία – Αλβανία μένουν ακάλυπτα. Αλλά και η Κουβανική Επανάσταση και ο Γαλλικός Μάης αποτελούν πρόβλημα για τις διπλωματικές σχέσεις του Σοβιετικού Καθεστώτος.
Σε κάθε περίπτωση ο Προλεταριακός Διεθνισμός δεν είναι μια αφηρημένη θέση πανανθρώπινων ιδανικών ή ένα άθροισμα διακρατικών συμφωνιών. Αποτελεί πολιτικό εργαλείο εργατικών πολιτικών δυνάμεων. Χωρίς επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο δεν υπάρχει δυνατότητα υλοποίησης ταξικής αλληλεγγύης. Κάθε προσπάθεια υπέρβασης αυτής της σύμβασης καταλήγει σε ρεφορμιστική συνθηκολόγηση του «ρεαλιστικού δυνατού».
Προφανώς δεν μπορούμε να επεκταθούμε παραπάνω σε αυτό το άρθρο χωρίς μια συγκεκριμένη θέση για τη φύση του Σοβιετικού Καθεστώτος και μια θεωρητική προσέγγιση για το Κράτος και την δυνατότητα εξωτερικής πολιτικής.
Ο Διεθνισμός ως όραμα και απαραίτητη προϋπόθεση του Επαναστατικού Αύριο
Ο Διεθνισμός, λοιπόν, αποτελεί μια προγραμματική εκπλήρωση πανανθρώπινων ιδανικών. Μετά από χιλιάδες χρόνιας ανθρώπινης ιστορίας θέλουμε να φτάσουμε σε ένα επίπεδο ισοπολιτείας όπου να συμβιώνουν αρμονικά όλοι οι άνθρωποι χωρίς φυλετικούς και εθνικούς προσδιορισμούς και προαπαιτούμενα. Από την άλλη ο Διεθνισμός δεν είναι ένα ιδεολογικό «εξτραδάκι» Δεν είναι μια πολυτέλεια που μπορεί να θυσιαστεί στο βωμό της ρεαλιστικής πολιτικής. Αποτελεί όρο και πρόκριμα για την αυριανή κοινωνία.
Ο Διεθνισμός δεν είναι μια αφηρημένη εξαγγελία, δεν είναι μια lifestyle αποδοχή του «διαφορετικού». Έχει «κανόνες» για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Επαναστατικής διαδικασίας. Είναι «εύκολο» να συνομολογήσουμε πως μέσα στα όρια της εδαφικοποιημένης εξέγερσης θα υπάρχει ταξική αλληλεγγύη μόνο με βάση τη συστράτευση στην Επανάσταση και όχι με εθνικούς ή φυλετικούς προσδιορισμούς. Όμως ένα καθεστώτος δεν κρίνεται (μόνο) από την εσωτερική πολιτική αλλά (κυρίως) από τη θέση που θέλει να πάρει στη διεθνή σκακιέρα.
Κατ` αρχήν όσα εργατικά συμβούλια, όσες αυτοδιαχειριζόμενες οικονομικές μονάδες κι όσα συνεργατικά σχήματα κι αν υπάρχουν την επόμενη της Εξέγερσης, δεν θα υπάρχει αλλαγή των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων. Ακόμα κι αν έχει καταργηθεί πλήρως η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής (δηλαδή ακόμα και σε επίπεδο αυτοαπασχολούμενου στην πόλη ή στην ύπαιθρο) δεν θα έχει καταργηθεί ο νόμος της αξίας και της παραγωγής με βάση τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Ακόμα και η κατάργηση του χρήματος και η αντικατάσταση του από δελτία, δεν αλλάζει τον αστικό τρόπο «αξίας» των προϊόντων. Η εσωτερική και η διεθνής αγορά θα «πιέζουν» την πραγματική οικονομία της Επανάστασης να συμβιβαστεί με τις απαιτήσεις της «ελεύθερης» αγοράς. Πολύ περισσότερο μέσα από την ανάγκη εξασφάλισης διεθνών αγορών. Η διατήρηση πρόσβασης πχ σε δορυφορικές διεθνείς επικοινωνίες, η προμήθεια ενέργειας, υλικών δια μέσου διεθνών εισαγωγών απαιτεί την ύπαρξη «χρήματος» ή «ανταλλάξιμου προϊόντος». Η υποτίμηση αυτής της διαδικασίας και η οικονομία της εσωτερικής αυτάρκειας δεν αποτελεί κομμουνιστικό παράσημο αλλά διαφορετικού τύπου αποδοχής της ήττας.
Η εσωτερική πολιτική αποτελούν, λοιπόν, ίδιον αναγνώρισης της Επαναστατικής Εξέγερσης. Πολύ περισσότερο η εξωτερική πολιτική! Μια οικονομία εσωτερικής αυτάρκειας και λιτότητας όσο και να βασίζεται σε «δημοκρατικά αυτοδιαχειριζόμενα» μοντέλα δεν μπορούν να αποτελέσουν πρότυπα επαναστατικότητας. Γρήγορα θα καταρρεύσουν από την εικόνα ανέχειας. Ένα επαναστατικό καθεστώς, λοιπόν, δεν σχεδιάζει μια μακρόπνοη επιβίωση του σε μια καπιταλιστική θάλασσα αλλά χτίζεται και προσαρμόζεται ώστε να αποτελεί το κέντρο της Παγκόσμιας Αστάθειας.
Η Επαναστατική Δικτατορία αποτελεί ένα ιδιόμορφο «κράτος – προβοκάτορα» που σκοπό έχει να στηρίξει ιδεολογικά και οργανωτικά την Παγκόσμια Εξέγερση. Χωρίς αυτή τη στρατηγική δεν μπορεί να λογίζεται Κυβέρνηση, ένα Καθεστώς «επαναστατικό – αντικαπιταλιστικό». Με βάση αυτή τη συνθήκη κρίνουμε όχι μόνο τα «κομμουνιστικά» καθεστώτα αλλά και τα «αυτοδιαχειριζόμενα πειράματα».
Η αυριανή εξέγερση όπου κι αν προκύψει, στη Χιλή ή στη Βραζιλία, στην Ελλάδα ή στην Τουρκία δεν μπορεί να είναι η κληρονομιά και ο εκδημοκρατισμός του αστικού κράτους. Το ξήλωμα του αντιδραστικού μηχανισμού δεν θα είναι μόνο σε επίπεδο γραφειοκρατίας (στρατού – αστυνομίας – εκκλησίας – δικαστηρίων κλπ) αλλά θα φέρει μια άλλη πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Επαναστατική Δικτατορία θα ξαναφέρει τα παγκόσμια πανανθρώπινα ιδανικά στο προσκήνιο κόντρα στον ακροδεξιό ρεβανσισμό που απειλεί να κατακλείσει ξανά τον πλανήτη.
Αυτή τη φορά η Γη θα γίνει Κόκκινη!
Αλέξανδρος Γανδής