Το 2018 ήταν ένα εκρηκτικό έτος για την πολιτική σκηνή της χώρας. Μέσα από την αντιπαράθεση για το μακεδονικό χτίζεται ακροδεξιά αντιπολίτευση, από κράτος -εκκλησία – ΝΔ, με στόχο τη δημιουργία κατάλληλου πολιτικού κλίματος και κοινωνικού μπλοκ, ώστε να υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη συντριβή του εργατικού κινήματος και εσωτερίκευση των εθνικιστικών και ρατσιστικών προταγμάτων. Σε αυτά τα πλαίσια ακροδεξιές – φασιστικές γκρούπες βρήκαν το απαραίτητο γόνιμο έδαφος για να βγουν από το περιθώριο.
Η φετινή ΔΕΘ διεξήχθη, λοιπόν, σε διαφορετικό κλίμα από το συνηθισμένο των τελευταίων ετών. Το παραδοσιακό μείγμα φιέστας εξαγγελιών της κυβέρνησης, πολιτικής αντιπαράθεσης των πολιτικών αρχηγών και παρουσίας εργατικών οργανώσεων στους δρόμους της Θεσσαλονίκης άλλαξε. Βρέθηκε η χρυσή τομή ώστε να υλοποιηθούν τα διαφορετικά σχέδια κυβέρνησης – κράτους. Από τη μία η κυβέρνηση προσπάθησε να δείξει σταθερότητα (τέλος μνημονίων, εξαγγελίες ανάπτυξης, στήριξη από τις ΗΠΑ). Από την άλλη το βαθύ κράτος, τα ΜΜΕ και η ορχήστρα “Μίκης Θεοδωράκης” (με την τελευταία να αναιρεί το κάλεσμα έχοντας όμως ήδη παράσχει πολιτική κάλυψη) έστησαν συλλαλητήριο (ελάχιστης δυναμικής σε σχέση με τον Φλεβάρη) και με την αγαστή συνεργασία “μακεδονομάχων” και αστυνομίας προσπάθησαν να προβάλλουν γενικευμένη λαϊκή αγανάκτηση στην αποτυχία και προδοσία της κυβέρνησης Τσίπρα.
Δυστυχώς οι δυνάμεις της αριστεράς και της αναρχίας αποδέχτηκαν έναν αμήχανο αντιπολιτευτικό ρόλο στο παραπάνω πλαίσιο. Επέλεξαν ένα κατέβασμα στο δρόμο που μόνο στόχο είχε την απόδειξη της ύπαρξής του. Αποδέχτηκαν ένα ρόλο που απλά παρακολουθούσε την προσπάθεια της ακροδεξιάς να διεκδικήσει την νομιμοποίησή της ως εναλλακτική αντικυβερνητική δύναμη. Λιγοστές ήταν οι συλλογικότητες οι οποίες τόνιζαν τον φασιστικό κίνδυνο και προέβαλαν την αναγκαιότητα το κίνημα να μην αποδέχεται την συνύπαρξη στο δρόμο με τους φασίστες, αλλά ακόμα και αυτές οι συλλογικότητες δεν επιδίωξαν κάποιο αναβαθμισμένο σχέδιο ώστε να ματαιωθεί η εθνικιστική φιέστα και να τσακιστεί η μαζικοποίηση της ακροδεξιάς, όσο είναι ακόμα πολύ πιο ανίσχυρη από το εργατικό κίνημα. Καθήκον του κινήματος στην επόμενη περίοδο είναι να ισοπεδώσει την ακροδεξιά αντιπολίτευση και να δημιουργήσει έναν τρίτο πόλο με σαφή διεθνιστικά, αντιφασιστικά και αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Έναν πόλο ικανό να ολοκληρώσει, στις μάχες που έρχονται, τον αγώνα που έμεινε μισός το Δεκέμβρη του ‘08 και την περίοδο των μεγάλων αντιμνημονιακών αγώνων το ‘11-’12.
Στη συγκέντρωση της Καμάρας συμμετείχαν οι ΟΡΜΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΕΚ, ΛΑ-ΑΑΣ, Κόκκινο Νήμα, ΑΠΟ, ΑΚ, Ροσινάντε κ.α. Στην Αγ. Σοφία βρέθηκαν ΛΑΕ, ΟΚΔΕ, ΣΕΚ, το ΚΚΕ ήταν στην πλατεία Αριστοτέλους και η ΓΣΕΕ συγκέντρωση στο άγαλμα Βενιζέλου. Σε μια αστυνομοκρατούμενη Θεσσαλονίκη οι πορείες κινήθηκαν στα πλαίσια του φραγμού της αστυνομίας, ο οποίος προστάτευσε ΔΕΘ και ακροδεξιούς. Η ΟΡΜΑ πορεύτηκε με την συγκέντρωση της Καμάρας στο δρομολόγιο Καμάρα – Εγνατία – αγ. Σοφία – Τσιμισκή – ΔΕΘ και ολοκληρώθηκε στην Καμάρα με παλμό. Η ροή των γεγονότων επέτρεψε να δημιουργηθούν επεισόδια από μερικές δεκάδες ακροδεξιούς. Η αστυνομία απέκλεισε το κέντρο της πόλης μέχρι τα μεσάνυχτα και συνειδητά επέτρεψε σε καμιά τριανταριά φασίστες να δημιουργήσουν μια πλασματική εικόνα «χάους». Φυσικά, τα ΜΜΕ παίρνοντας τη σκυτάλη προέβαλαν ασύμμετρα τα στημένα επεισόδια για μέρες ώστε να προβληθούν τα τσιράκια τους μπας και δημιουργήσουν «κλίμα» για τις επερχόμενες εκλογές.
Η οργάνωση μας, μπροστά στην φασιστική απειλή, φέτος κατέβηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και ο κόσμος της πόλης ανταποκρίθηκε θερμά στην παρουσία της οργάνωσης με μεγάλο ενδιαφέρον για την Αντιφασιστική Φρουρά. Η εξάπλωση των εργαλείων του μαχητικού αντιφασισμού, τα οποία έχουν σχεδόν εξαφανίσει τη Χρυσή Αυγή από τους δρόμους της Αθήνας και έχουν ανακόψει κάθε προσπάθεια μαζικοποίησης της, είναι επιτακτική ανάγκη να εξαπλωθούν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η νίκη των ταξικών δυνάμεων μπορεί να επιτευχθεί, μόνο, περνώντας σαρωτικά πάνω από τα φασιστικά μορφώματα. Η μάχη για την ανατροπή του καπιταλισμού είναι μια διαρκής διαδικασία και η αντιφασιστική μάχη δίνει πολύτιμες εμπειρίες και σφυρηλατεί ισχυρές οργανώσεις, ενώ παράλληλα διασφαλίζει την ύπαρξη του κινήματος, με την διάλυση της συγκρότησης φασιστικών δυνάμεων με προοπτική εξουσίας.