Γύρω από τις εκλογικές αναμετρήσεις έχουν παγιωθεί κάποιες τακτικές και πολιτικά επιχειρήματα που μέσα από αυτά χαρακτηρίζονται πολιτικοί οργανισμοί. Η ΟΡ.Μ.Α. αναγνωρίζοντας αυτά τα σχήματα δοκιμάζει να καταθέσει ένα πολιτικό σκεπτικό που φιλοδοξεί να ξεφύγει από τις ιδεοληπτικές περιγραφές.
Η περιγραφή και η συγκεκριμενοποίηση της πολιτικής τακτικής οφείλει να λάβει υπ` όψη της τον υπάρχοντα ταξικό συσχετισμό. Φυσικά στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη υπάρχουν οι συλλογικότητες της Αναρχίας καθώς και Κοινωνικά Στέκια που σταθερά δε λαμβάνουν μέρος σε εκλογές ή διενεργούν αντι-εκλογικό αγώνα. Από την άλλη υπάρχουν οργανώσεις της αριστεράς που θεωρούν υπαρξιακό καθήκον τη συμμετοχή στις εκλογικές αναμετρήσεις. Ακόμα στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου οργανώσεις της Αριστεράς ετοιμαζόντουσαν για να συμμετέχουν στις εκλογές «ομαλοποίησης» της Χούντας. Τέλος, κριτική στήριξη ή εισοδισμός χαρακτηρίζει τον «τροτσκισμό», ενώ ιδεολογική αυτοαναφορικότητα τα μ-λ σχήματα. Ανάλογα λοιπόν την πολιτική απόφαση της συλλογικότητας, αυτή την εντάσσει σε αυτή την αλυσίδα χωρίς να λαμβάνεται υπ` όψη κανένα επιχείρημα.
Η στάση μας για κριτική συμμετοχή στις εκλογικές αναμετρήσεις βασίζεται σε δύο παραδοχές: 1) η κρισιμότητα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν επιτρέπει στρατηγικές «αναμονής», «περίσκεψης» και «αργόστροφης ανασυγκρότησης». Ο επερχόμενος νέος κύκλος οικονομικής ύφεσης σε συνδυασμό με τα αδιέξοδα του παγκόσμιου αστισμού θα γεννήσουν νέες ευκαιρίες για το ταξικό στρατόπεδο. Η αδυναμία εκμετάλλευσης αυτών των ευκαιριών από το Κομμουνιστικό Στρατόπεδο δεν σημαίνει πως δε θα υπάρχουν τα αυθόρμητα ξεσπάσματα της τάξης και οι προσπάθειες αντίδρασης. Μια εργατική τάξη που δεν θα μπορεί να «νικήσει» θα βρεθεί ηττημένη με ακόμα χειρότερους όρους, 2) δεν υπάρχει υπαρκτό επαναστατικό στρατόπεδο. Οι οργανώσεις είτε της Αναρχίας είτε της Αριστεράς που αναφέρονται έστω και διακηρυκτικά στο «Σοσιαλισμό» ή στην «Επανάσταση» δεν ξεφεύγουν από μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες αγωνιστές και δεν συγκροτούν με οποιοδήποτε τρόπο μια ενιαία επαναστατική στρατηγική και τακτική που να διαφέρει από τις δυνάμεις του Ρεφορμισμού.
Οι πολιτικές δυνάμεις της Επανάστασης και του Ρεφορμισμού δεν χαρακτηρίζονται από το «πλαίσιο» αλλά από την κοινωνική δικτύωση και εκπροσώπηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Αντίστοιχα «αστικό κόμμα» δεν είναι η κάθε παραφυάδα αστού πολιτικάντη, αλλά η αναγνώρισή του από την τάξη της διεκδικεί την εκπροσώπευση. Έτσι, λοιπόν, έχουμε δεκάδες ακροαριστερά, αναρχικά, αριστερά, κεντρώα, δεξιά, ακροδεξιά ή φασιστικά σχήματα που χαρακτηρίζονται από το πρόγραμμά τους αλλά η ανάδειξη τους σε «Επαναστατικά» «Ρεφορμιστικά» ή «Αστικά» εξαρτάται από τη δυνατότητα υλοποίησης της πολιτικής που ευαγγελίζονται.
Οι Επαναστατικές Περίοδοι διαμορφώνουν τα «στρατόπεδα» όπως πχ το 1917 ή το 1968. Σε αυτές τις περιόδους μπόρεσε να προκύψει ξανά ένα υπαρκτό Επαναστατικό Στρατόπεδο γύρω από τις ταξικές πολώσεις της εποχής. Σε αυτές τις περιόδους καθιερώθηκε μια περιγραφή του Πολιτικού Ρεφορμισμού ως δύναμη που «αναφέρεται στην Σοσιαλιστική Επανάσταση αλλά υλοποιεί Αστική Μεταρρύθμιση». Πράγματι! Σε μια περίοδο που η Σοσιαλιστική Επανάσταση ήταν στην επικαιρότητα, έβγαιναν πολιτικές δυνάμεις που την αμφισβητούσαν σαν συνειδητό σχέδιο Εξέγερσης και αναζητούσαν την «από τα πάνω» κοινοβουλευτική εφαρμογή της. Όμως σε μια περίοδο που η Κομμουνιστική Εξέγερση δεν αποτελεί μαζικό πολιτικό σχέδιο, οι δυνάμεις του πολιτικού συμβιβασμού δεν έχουν την ανάγκη αναφοράς σε αυτή. Όταν οργανώσεις της Άκρας Αριστεράς και της Αναρχίας εγκαταλείπουν την Κομμουνιστική στρατηγική και ανακαλύπτουν ιδεολογικά τον αφηρημένο αντικαπιταλισμό και τον κινηματισμό ως εργαλείο «πίεσης», τότε και οι δυνάμεις του «συμβιβασμού» στο εργατικό κίνημα θα κινηθούν σε δεξιότερη ιδεολογική ατζέντα.
Ο σύγχρονος Πολιτικός Ρεφορμισμός του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στην αναπαραγωγή μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία της στρατηγικής του Τ.Ι.Ν.Α., απέναντι στις Τράπεζες, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και το «βαθύ κράτος» μόνος δρόμος είναι η συνδιαλλαγή και ο συμβιβασμός. Καμία συλλογικότητα της Αναρχίας ή της Αριστεράς δεν κατέθεσε ένα σχέδιο Πολιτικής Αντικαπιταλιστικής Εξέγερσης την διετία 2009 – 2011 παρά μόνο αφηρημένους κινηματικούς μαξιμαλισμούς (να μείνουμε στο δρόμο, να μαζευτούν 1 εκατομμύριο διαδηλωτές, να κάνουμε απεργία διαρκείας, να «φύγουν» με ελικόπτερα όπως στην Αργεντινή κλπ) ή δηλώσεις αποχής (ΚΚΕ – Αυτόνομοι). Ο σύγχρονος Ρεφορμισμός δεν χρειάζεται να «διαστρεβλώσει» κοινοβουλευτικά καμία Σοσιαλιστική προοπτική, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει παρά μόνο σε αφηρημένες διακηρύξεις.
Ακόμα και σήμερα, οκτώ χρόνια από το «κίνημα των πλατειών» και πέντε χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ οι δυνάμεις που αναφέρονται στο Σοσιαλισμό και την Επανάσταση δυσκολεύονται να περιγράψουν έστω μια διαφορετική πολιτική στρατηγική. Οι Δήμαρχοι του ΚΚΕ δεν εφαρμόζουν καμιά «σοσιαλιστική – αντικαπιταλιστική διαχείριση» των Δήμων. Το επιχείρημα πως τα «πλαίσια διαχείρισης είναι τόσο αυστηρά που δεν επιτρέπουν εναλλακτική προσέγγιση» είναι πανομοιότυπα των ΣΥΡΙΖΑίων υπουργών που υπενθυμίζουν τις ευρωπαϊκές και νατοϊκές δεσμεύσεις καθώς και τους «ανεξάρτητους μηχανισμούς» στις τράπεζες και τα ΜΜΕ που δεν επιτρέπουν άλλη στρατηγική. Όμως και οι Δημοτικοί Περιφερειακοί σύμβουλοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθώς και το δίκτυο των συνδικαλιστών τους πόσο λειτούργησαν σαν κομμουνιστικοί πυλώνες ή κατά πόσο ενσωματώθηκαν στη διαχειριστική λογική; Την ώρα που η Χρυσή Αυγή γυρνούσε τους Δήμους και ζητούσε «συμμετοχή» στα εθνικιστικά συλλαλητήρια χτίζοντας εθνικιστική πολιτική, ποια ήταν η πολιτική των δημοτικών συμβούλων της Άκρας Αριστεράς σε Δήμους και Περιφέρειες; Ποιες ήταν οι κινητοποιήσεις των «ταξικών σωματείων» ενάντια στον εθνικισμό; Ακόμα και όταν το ΝΑΡ και το ΣΕΚ καλούσαν σε αντιφασιστική συγκέντρωση στον Κολωνό ενάντια στην ομιλία του Κασιδιάρη, γιατί τα ταξικά σωματεία σιώπησαν για άλλη μια φορά; Ακόμα και στο χώρο της Αναρχίας τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Τα όποια σωματεία βάσης απέχουν από τους αντιεθνικιστικούς – αντιφασιστικούς αγώνες μένοντας επικεντρωμένα σε συντεχνιακές στρατηγικές. Αλλά και σε επίπεδο στρατηγικής, δέκα χρόνια μετά την εξέγερση Γρηγορόπουλου, απουσιάζει ο οποιοσδήποτε πολιτικός απολογισμός οποιασδήποτε συλλογικότητας του χώρου. Υπήρχαν συμπεράσματα δυνατότητας πολιτικής εξέγερσης και ποια εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν; Με αυτή την πολιτική ομογενοποίηση τελικά ο Δεκέμβρης κινδυνεύει να εξαντληθεί στα πλιάτσικα – μπάχαλα και σα μια μαθητική αγανάκτηση και στην «καταδίκη Κορκονέα», μετατρέποντας της οργανώσεις της Αναρχίας σε δικαιωματικές δυνάμεις πίεσης παρά σε δυνάμεις επανάστασης.
Φυσικά οι πολιτικές αδυναμίες των οργανώσεων της Αριστεράς και της Αναρχίας δεν τις μετατρέπουν σε κάτι άλλο ταξικά. Η ιστορική «χαρτογράφηση» των Οργανώσεων δεν αλλάζει ακόμα και από τις χειρότερες συγκυρίες. Η δολοφονία της Ρόζας και του Λήμπκνεχτ από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας δεν το μετέτρεψε σε αστικό. Αντίστοιχα το Γενάρη του 2009 το ΚΚΕ δεν ήταν «αντεπαναστατική, αστική δύναμη» όταν έγραφε ο Ριζοσπάστης για την πλύστρα μάνα του Κορκονέα ή αμφισβητούσε τις πλατείες, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ «επαναστατική» όταν ο Αλαβάνος μιλούσε για «δίκαιη εξέγερση». Η ΛΑΕ δεν μεταφέρθηκε στην ακροδεξιά επειδή «τσίμπησε» στον εθνολαϊκισμό των μακεδονικών συλλαλητηρίων. Η ταξική μετάλλαξη των οργανώσεων παίρνει άλλα χαρακτηριστικά, που δεν είναι της παρούσης.
Η περιγραφή του ΣΥΡΙΖΑ σαν «ρεφορμιστική δύναμη» δεν είναι παράσημο αλλά αναγνώριση των υπαρκτών δυσκολιών που έχει να αντιμετωπίσει το ταξικό κίνημα. Ο ρεφορμισμός μπορεί να έχει «δεξιό» ή «αριστερό» πρόσημο και αυτό εξαρτάται από τις πολιτικές συγκυρίες. Ούτε καν τα «όπλα» δεν εξασφαλίζουν την επαναστατικότητα μιας Οργάνωσης. Το ΚΚΕ με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ υπηρέτησαν ένα ρεφορμιστικό σχέδιο με οπλισμένους αντάρτες. Τα όπλα παραδόθηκαν στην αστική τάξη σαν συνέχεια της Καζέρτας και του Λίβανου και της ομαλής υποδοχής με τα αμερικάνικα και αγγλικά σημαιάκια των «συμμαχικών δυνάμεων».
Η «εντιμότητα» του ρεφορμιστικού προγράμματος δεν αλλάζει τις πολιτικές αναγκαιότητες των δυνάμεων που αναφέρονται στην Επανάσταση. Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να χάσουν είτε με στρατηγική «Δούρου» που αναζήτησε συμμαχίες με Μαρινάκη και κεφάλαιο ή με στρατηγικές «Βασιλόπουλου» που συγκρούστηκε με τη Μελισσανιδική μαφία. Ο Ρεφορμισμός μπορεί να χάσει είτε σαν Αλιέντε είτε σαν Λούλα. Δεν επιλέγουμε, δεν ασχολούμαστε με τις επιλογές που επιλέγουν τα ρεφορμιστικά επιτελεία.
Η αγωνία της Οργάνωσης Μαχητικού Αντιφασισμού βρίσκεται στο πως θα μπορέσει να συνταχτεί μια ανεξάρτητη, επαναστατική στρατηγική στο ταξικό κίνημα που να διεκδικήσει την υλοποίησή της κόντρα στις δυνάμεις της ανάθεσης και του συμβιβασμού. Μόνο μέσα από την αποφασιστική αντιπαράθεση του ταξικού στρατοπέδου με την ακροδεξιά και το τσάκισμα του εθνικισμού και του ρατσισμού μπορούν να διαμορφωθούν οι συνθήκες επανεμφάνισης μετά από δεκαετίες πολιτικών δυνάμεων που να αναφέρονται στην Κομμουνιστική Εξέγερση στην καρδιά της Ευρώπης.