Με αφορμή το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Άλκη στη Θεσσαλονίκη αναπαράγεται μια στερεοτυπική αντιπαράθεση: οι χούλιγκανς είναι ακροδεξιοί αλήτες; Ή μήπως είναι μια συστηματική προσπάθεια σπίλωσης του οπαδικού κινήματος με σκοπό τη διάλυσή του; Γνωρίζουμε πως η Χρυσή Αυγή πριν την εποχή που συνεχώς κέρδιζε δύναμη διασπείροντας το ρατσιστικό της μίσος και οργανώνοντας ρατσιστικά πογκρόμ σε μετανάστες και τρομοκρατούσε με τάγματα εφόδου, προσπαθούσε να συγκροτήσει ένα τέτοιο κοινό μέσα από τα γήπεδα. Έφτιαχνε συνδέσμους και εξέδρες πατώντας στο αφηρημένο αντιμπατσικό αίσθημα και σύνθημα που υπήρχε και έπειτα τους οργάνωνε στην καταδικασμένη – πλέον – οργάνωση. Παρόλα αυτά, αν λέγαμε πως το κοινό των γηπέδων είναι έστω ακροδεξιό θα πέφταμε σε αντιφάσεις και αδιέξοδα. Το κοινό των γηπέδων είναι το κοινό της νεολαίας της κοινωνίας μας, είναι το ίδιο κοινό που συναντάμε στη σχολή μας, στη δουλειά μας, στο σούπερ μάρκετ και πάει λέγοντας. Υπάρχουν και αριστεροί στα γήπεδα και απολίτικοι και δεξιοί, όπως σε όλη την κοινωνία και το οπαδικό κίνημα δεν αποτελεί απαραίτητα κοινό της ακροδεξιάς ή του δικού μας στρατοπέδου.
Ο αθλητισμός και ειδικά το γήπεδο αποτελεί ένα κομμάτι διασκέδασης της νεολαίας. Υπάρχει μεταξύ τους δέσιμο γύρω από την ομάδα ή και την γειτονιά και αυτό από μόνο του δεν είναι κακό, είναι ένα ακόμη μέσο κοινωνικοποίησης. Τα πράγματα στον καπιταλισμό δυστυχώς όμως δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά, αφού όλα είναι εμπορεύσιμα και βασίζονται στο κέρδος. Όπως η μουσική, ο κινηματογράφος και κάθε μορφής δημιουργική απασχόληση, έτσι και ο αθλητισμός γίνεται εμπόρευμα. Επομένως εγκαθιδρύθηκαν μέσα ελέγχου του εμπορεύματος και του καταναλωτή όπως τα τουρνικέ, η κάρτα φιλάθλου και η αστυνομία στα γήπεδα.
Σήμερα, η ακρίβεια στα βασικά αγαθά όπως το ρεύμα, το πετρέλαιο και τα τρόφιμα, κάνει τη συμμετοχή και την ζωντανή παρακολούθηση αγώνων μια ακόμη πολυτέλεια για τους εργάτες και τους φοιτητές. Το εισιτήριο είναι ένα ακριβό έξοδο στο οποίο πολλοί φίλαθλοι αδυνατούν να ανταπεξέλθουν ταυτόχρονα με όλα τα υπόλοιπα έξοδα επιβίωσης που τρέχουν, έτσι περιορίζονται στην παρακολούθηση από τις τηλεοράσεις.
Ο δεύτερος λόγος απομάκρυνσης από τους φυσικούς χώρους παρακολούθησης και κοινωνικοποίησης είναι η καταστολή της νεολαίας με πρόσχημα τον covid. Τα τελευταία δύο χρόνια διέλυσαν κάθε μορφή διασκέδασής μας, υποχρεώνοντάς μας να καθόμαστε σπίτι και να χάνουμε τη ζωή που είναι έξω από αυτό. Η διασκέδαση με τον τρόπο που την ξέραμε χάθηκε και οι οπαδοί πληγώθηκαν από την απομάκρυνση από τους χώρους τους. Ταυτόχρονα οι έλεγχοι για να πας στο γήπεδο αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο με τα green pass και πολλοί φίλαθλοι αποκλείστηκαν με αυτό τον τρόπο. Την ίδια στιγμή ο κάθε αγώνας μετατρέπεται σε ένα θέαμα κυριλέ και αστικού καθωσπρεπισμού που αλλοιώνει εντελώς τη φύση του και αποκόπτει τη ζωντάνια του και τον κόσμο που θέλει να το ακολουθεί.
Πλέον, με όλα αυτά, η “οπαδική βία” έχει μειωθεί στο γήπεδο, αλλά μεταφέρθηκε στις πλατείες και τα στενά με μεγαλύτερη ένταση. Η βία αυτή δεν ενοχλεί τις εταιρίες που πλουτίζουν πίσω από τις ομάδες και τις διοργανώσεις αρκεί να βρίσκεται μακριά από το θέαμα που έχουν φτιάξει. Έτσι η κοινωνία μετατρέπεται συνεχώς σε μια χύτρα που βράζει με όλη αυτή την ασφυκτική πίεση με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ένταση της κοινωνικής βίας και του κοινωνικού κανιβαλισμού.
Βλέποντας την κατάσταση αναγνωρίζουμε τη διαστροφή της κοινωνικής πίεσης και βίας να καθοδηγούνται όπως συμφέρει την άρχουσα τάξη, από τη στιγμή που η κοινωνία εκτονώνεται με αυτό τον τρόπο και αποσπάται από τα πραγματικά προβλήματα που μας βασανίζουν. Το σύνολο των καπιταλιστών με την αστυνομία, τους δικαστές και τις εταιρίες, πετάνε τους οπαδούς σε ένα σφαγείο και έπειτα δήθεν πέφτουν από τα σύννεφα και σοκάρονται που υπάρχουν τέτοια φαινόμενα.
Μέσα σε όλη αυτή την διαλυτική διαδικασία, υπάρχουν δολοφόνοι που παίρνουν χαρτζιλίκια, οργανώνονται μισθοφορικοί στρατοί που επιτίθενται σε οποιονδήποτε και οτιδήποτε νιώσουν ότι δυσκολεύει την εταιρία και τους προέδρους τους, αναλαμβάνοντας το ρόλο του “δεξιού χεριού” της διοίκησης.
Η λύση δεν βρίσκεται στην παλιά “αγνή” εποχή που οι φίλαθλοι ήταν αγκαλιασμένοι. Το γήπεδο παραμένει έστω και στρεβλά ένας χώρος “βιομηχανίας θέαματος” όπου λαϊκά κομμάτια αναζητούν διασκέδαση. Η αγελοποίηση μέσα κι έξω από τις εξέδρες της εργατικής νεολαίας θα δημιουργεί συνθήκες τρομαχτικού βρασμού.
Η καταστολή στην κοινωνία, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια αυξάνει την κοινωνική βία. Όταν συμπεριφέρονται σαν ζώα στον οπαδό, στον πολίτη, στον εργαζόμενο, έτσι θα συμπεριφέρεται και αυτός και όταν μετατρέπονται όλα σε fake καθωσπρέπει, το μίσος ενδυναμώνεται, πολλές φορές με τραγική, αντικοινωνική κατεύθυνση.
Της Μαρίνα Λύρα