Από τον ποταμό μέχρι τη θάλασσα, η Παλαιστίνη θα είναι ελεύθερη
Της Μαρίνα Λύρα
Αυτή τη στιγμή το σχέδιο που προβάλει ο Τζο Μπάιντεν, δήθεν για τον τερματισμό του πολέμου στην Παλαιστίνη, περιλαμβάνει εκεχειρία και την απελευθέρωση των ομήρων, την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τη Γάζα και επικεντρώνεται σε διαπραγματεύσεις για μόνιμη ειρηνευτική συμφωνία. Ταυτόχρονα στα σύνορα με τον Λίβανο οι εντάσεις κλιμακώνονται. Οι ανταλλαγές πυρών μεταξύ του σιωνιστικού στρατού και της Χεζμπολάχ αυξήθηκαν την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου έπειτα από κίνηση της Χεζμπολάχ με “drone με εκρηκτικά”κατά στρατιωτικής θέσης στο βόρειο Ισραήλ. Ο Μπάιντεν σπεύδει να ανακοινώσει ότι θα βοηθήσει το Ισραήλ να αμυνθεί αν η Χεζμπολάχ προβεί σε αντίποινα επιθέσεων ενάντια σε επιθέσεις του ισραηλινού στρατού, λέγοντας πως η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι πρόθυμη να παράσχει οποιαδήποτε μορφής υποστήριξη στο Ισραήλ. Ο Νετανιάχου τόνισε την αποικιακή πολιτική του ανακοινώνοντας,επίσης, πως όταν τελειώσει με τις μάχες στη Γάζα, θα μπορέσει να αναπτύξει ακόμα περισσότερες δυνάμεις εναντίον της Χεζμπολάχ, κατά μήκος των βόρειων συνόρων του με τον Λίβανο.
Με τις νεότερες εξελίξεις γίνεται όλο και πιο καθαρό ότι οι αντιλήψεις δημιουργίας δύο κρατών στη περιοχή βάζουν την Παλαιστίνη σε διαδικασία υποχώρησης και συνθηκολόγησης. Η λύση δεν θα έρθει από τη “ρεαλιστική” διπλωματία που υποστηρίζεται ως μοναδική λύση για την ειρήνη και την αναγνώριση δύο κρατών, αλλά ούτε και με έναν αφηρημένο κινηματισμό που διεκδικεί περισσότερα δικαιώματα για τους Παλαιστίνιους μέσα σε ένα σιωνιστικό κράτος και σε έναν πόλεμό. Λόγω τις πολικής κρίσης η υποχώρηση οδηγεί σε αδιέξοδο, αυτό της διάλυσης.
Αυτό συνέβη και με τη συνθήκη του Όσλο. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1993, το Ισραήλ και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) υπέγραψαν τη Διακήρυξη Αρχών, γνωστή ως Συμφωνία του Όσλο, στον Λευκό Οίκο υπό την αιγίδα του Προέδρου Bill Clinton. Η Συμφωνία του Όσλο υποτίθεται θα έθετε τέλος σε μια μακρά περίοδο συγκρούσεων και διαπραγματεύσεων. Ήταν η πρώτη φορά που δεχόταν το Ισραήλ να διαπραγματευτεί άμεσα με την PLO για το μέλλον των κατεχόμενων περιοχών της Δυτικής Όχθης και της Γάζας. Αυτό συνέβη εφόσον μετά τις εκλογές του 1992 το Εργατικό Κόμμα κέρδισε την εξουσία για πρώτη φορά από το 1977. Η νέα κυβέρνηση ήταν περισσότερο διατεθειμένη να εξετάσει πολιτικές λύσεις στο παλαιστινιακό ζήτημα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του Likud. Ταυτόχρονα, υπήρχαν διεθνείς πιέσεις, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, όπου είχαν ξεκινήσει “προσπάθειες ειρήνης” μέσω της Πρωτοβουλίας της Μαδρίτης το 1991. Αυτή η Πρωτοβουλία περιλάμβανε την προσπάθεια να επιτευχθεί λύση μέσω άμεσων διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, κάτι που έπεισε το Ισραήλ να αναθεωρήσει τη θέση του και να επιδιώξει άμεσες επαφές με την PLO.
Η Συμφωνία του Όσλο παρουσιαζόταν από τη Δύση ως ένα ιστορικό βήμα προς την ειρήνη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Στην πραγματικότητα,όμως, η διαδικασία του Όσλο δεν αποτελούσε μια δίκαιη και ισότιμη επιδίωξη της ειρήνης, αλλά έναν συμβιβασμό από έναν ηττημένο, αποικισμένο λαό. Για τους παλαιστίνιους τέθηκε σε κίνδυνο η ίδια τους η ύπαρξη. Έτσι συμβαίνει και στο σημερινό επιχείρημα της «λύσης δυο κρατών». Αυτό που προτάθηκε στο Όσλο ήταν η διχοτόμηση, από τη στιγμή που το Ισραήλ όχι μόνο θα αποφάσιζε για το πόσα εδάφη θα παραχωρούσε αλλά και τι θα συνέβαινε στα εδάφη που θα άφηνε. Έπειτα ακολούθησε η Συμφωνία Όσλο II που περιλάμβανε τη διχοτόμηση της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας μεταξύ «Εβραϊκής» και «Παλαιστινιακής» ζώνης και άρα περαιτέρω κατακερματισμό όλων των παλαιστινιακών περιοχών/ζωνών. Το αποτέλεσμα ήταν η στρατιωτική ανασύνταξη και αναδιοργάνωση του ισραηλινού ελέγχου μέσω του στρατού στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας κάνοντας τη ζωή των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα εδάφη κατά πολύ χειρότερη από ό,τι πριν και έτσι καταδίκαζε τους Παλαιστίνιους να υποφέρουν ακόμη περισσότερο και στο μέλλον. Η αντίληψη της ένοπλης πάλης κατά του Ισραήλ ως τον μοναδικό τρόπο απελευθέρωσης της Παλαιστίνης δυνάμωνε. Για να καταπνίξει την Ιντιφάντα ο σιωνιστικός στρατός χρειάστηκε να εφαρμόσει τη βάρβαρη επιχείρηση «Αμυντική ασπίδα», το 2002, και την κατασκευή του «τοίχου του απαρτχάιντ».
Καταλαβαίνουμε ότι η λύση δυο κρατών, ήταν πάντα μια εφεύρεση των Ισραηλινών για να εκπληρώσουν τα δικά τους συμφέροντα. Η Παλαιστίνη όμως υπήρξε πάντα η χώρα ανάμεσα στον ποταμό και την θάλασσα.
Η σημερινή αναγνώριση της Παλαιστίνης ως κράτος αποδεικνύει με άλλον έναν τρόπο το ποσό έχει προσπαθήσει το σιωνιστικό κράτος, με τη στήριξη της Δύσης, να εκδιώξει αυτόν το λαό από τον τόπο του. Σήμερα αναγνωρίζεται από πολλές χώρες η ύπαρξή της, μια ύπαρξη που υπάρχει εδώ και αιώνες. Ιστορικά, ο γεωγραφικός χώρος της Παλαιστίνη αναφέρεται από την Ρωμαϊκή εποχή. Από τον 7ο αιώνα και μετά, η ιστορία της Παλαιστίνης συνδέθηκε με τους πολιτισμούς των Αράβων και των Μουσουλμάνων, καθώς αποτελούσε τον δεύτερο σημαντικότερο ιερό τόπο για τη μουσουλμανική θρησκεία μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα. Η Παλαιστίνη προσέλκυε επίσης διάφορες μουσουλμανικές αυτοκρατορίες και δυναστείες από το βόρειο, ανατολικό και νότιο τμήμα της, οι οποίες επιθυμούσαν τον έλεγχό της κυρίως λόγω της γονιμότητας της γης και της στρατηγικής της θέσης. Η αποικιοποίησή της από το σιωνιστικό κίνημα άλλαξε ριζικά αυτή τη διαδικασία και τη μετέτρεψε σε καταστροφή για την πλειοψηφία του πληθυσμού που ζούσε εκεί.
Μετά το τέλος του Β` παγκοσμίου πολέμου, από το 1947, εφαρμόστηκε ένα σχέδιο για τη δημιουργία ενός προπυργίου του δυτικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή, με την εγκαθίδρυση του κράτους του Ισραήλ ως εργαλείο ελέγχου και τρομοκρατίας. Το σχέδιο αυτό είχε στόχο τη δημιουργία ενός κράτους – φραγμού απέναντι στα αναδυόμενα αραβικά κινήματα και ως περιοχή προετοιμασίας για στρατιωτικές επιχειρήσεις στις πετρελαϊκές περιοχές των αραβικών χωρών. Αρχικά υποστηριζόταν από τη Βρετανία και στη συνέχεια, από τις ΗΠΑ. Στην αρχή ο σιωνισμός ήταν μια πεποίθηση που έκανε λίγους Εβραίους να πιστεύουν ότι ανήκαν στην Παλαιστίνη και ότι θα έπρεπε να επιστρέψουν εκεί. Μέχρι το 1945, ο σιωνισμός είχε προσελκύσει πάνω από μισό εκατομμύριο εποίκους σε μια χώρα όπου ο πληθυσμός ήταν περίπου 2 εκατομμύρια. Κάποιοι ήρθαν με την άδεια της Βρετανικής Εντολής, ενώ άλλοι έφτασαν χωρίς καμία άδεια. Ο τοπικός λαός δεν συμμετείχε, ούτε ρωτήθηκε για τη γνώμη του στο σχέδιο μετατροπής της Παλαιστίνης σε εβραϊκό κράτος. Αρχικά, οι έποικοι κατάφεραν να αγοράσουν μόνο το 7% της γης, ένα ποσοστό που δεν ήταν επαρκές για να δημιουργήσουν ένα πλήρες εβραϊκό κράτος. Επιπλέον, παρέμειναν σε μειοψηφία σε μια χώρα όπου επιθυμούσαν να γίνουν το αποκλειστικό έθνος.
Η απάντηση σε αυτές τις δυσκολίες ήταν η επίθεση στους παλαιστινίους. Μόνο έτσι θα μπορούσαν οι έποικοι να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη γη πέρα από το 7% και να διασφαλίσουν την αποκλειστική δημογραφική πλειοψηφία. Συνεπώς, ο σιωνισμός αντιπροσωπεύει ένα εποικιστικό κοινωνικό- οικονομικό σχέδιο το οποίο ακόμη είναι σε εξέλιξη. Η Παλαιστίνη δεν είναι εξ ολοκλήρου εβραϊκή από δημογραφικής πλευράς και, ακόμα κι αν το Ισραήλ ελέγχει πολιτικά ολόκληρη την περιοχή, συνεχίζει να δημιουργεί νέες εποικίσεις, προκειμένου να αυξήσει τον αριθμό των Εβραίων εκεί, αγνοώντας τα δικαιώματα των Παλαιστινίων στην πατρίδα τους και αφαιρώντας την περιουσία τους.
Έτσι, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι η κατάληψη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας που θέλει να κάνει το σιωνιστικό κράτος αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση μιας δουλειάς που ξεκίνησε το 1948. Τότε, το σιωνιστικό κίνημα κατέλαβε το 80% της Παλαιστίνης και το 1967 ολοκλήρωσαν την κατάληψη. Ο δημογραφικός κίνδυνος που αντιμετώπιζε επιλύθηκε κυνικά με τη φυλάκιση του πληθυσμού των κατεχόμενων εδαφών σε μια φυλακή όπου δεν ισχύει η ιδιότητα του πολίτη (non-citizenship prison). Έτσι χτίστηκε το κράτος απαρτχάιντ. Το σιωνιστικό κράτος λειτούργησε ως προτεκτοράτο του ιμπεριαλισμού. Δεχόταν και ακόμη δέχεται δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως από τις ΗΠΑ για να υποστηρίξει τη στρατιωτική του δράση. Διαθέτει,επίσης, μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες στρατιωτικής τεχνολογίας και συστημάτων κατασκοπίας, χρησιμοποιώντας την καθημερινάστη βία και στην καταπίεση των Παλαιστινίων. Η πολιτική του Ισραήλ περιλαμβάνει τη στρατιωτική κατοχή και τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων για περισσότερο από 75 χρόνια. Αυτές οι πολιτικές οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποίηση των Παλαιστινίων και στις εξεγέρσεις της Ιντιφάντα.
Η αλληλεγγύη μας προς την Παλαιστίνη είναι απαραίτητη απέναντι στο σιωνιστικό απαρτχάιντ και στη συνεχιζόμενη βίαιη καταπίεση που υφίστανται οι Παλαιστίνιοι.
Η φράση “Από τον ποταμό μέχρι τη θάλασσα / η Παλαιστίνη θα είναι ελεύθερη” αναφέρεται στον στόχο για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης από τον ποταμό Ιορδάνη μέχρι τη Μεσόγειο Θάλασσα και αναφέρεται στη γεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει την ιστορική Παλαιστίνη, τονίζοντας την επιθυμία για την πλήρη ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων σε όλη αυτή την περιοχή. Συμβολίζει την αντίσταση κατά της ισραηλινής κατοχής και την επιδίωξη της πλήρους απομάκρυνσης του σιωνιστικού κράτους από την περιοχή.
Αντανακλά την πολιτική της ελπίδας, τις ανησυχίες και τις διεκδικήσεις πολλών ανθρώπων, καθιστώντας το πολύ σημαντικό και κομβικό, τόσο στον πολιτικό όσο και στον κοινωνικό διάλογο γύρω από το παλαιστινιακό ζήτημα.