Η κρίση και η παρατεταμένη ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Μέση Ανατολή έχουν οδηγήσει καθεστώτα αλλά και κινηματικές διαδικασίες σε ηττοπαθή προσέγγιση. Η κατάρρευση του Ανατολικού σοσιαλιστικού στρατοπέδου το 1990 διέλυσε κάποιες «αυτοματοποιημένες» πολιτικές προσεγγίσεις που έδιναν διέξοδο στρατηγικής: η διπλωματική προσέγγιση οποιασδήποτε κυβέρνησης & καθεστώτος προς τη Ρωσία τα μετέτρεπε αυτόματα σε «αντιιμπεριαλιστικά – προοδευτικά» καθεστώτα που έχριζαν υποστήριξης από το διεθνές κίνημα.
Μετά το 1990 ο Αμερικάνικος Ιμπεριαλισμός προσπαθεί να διαλύσει κάθε προσπάθεια αντίπαλου παγκόσμιου στρατοπέδου μέσα από την τακτική της «σαλαμοποίησης». Στοχοποιεί κάποιον αντίπαλο και προσελκύει τοπικούς συμμάχους σπέρνοντας ελπίδα διάσωσης αυτών. Όταν ο τοπικός σύμμαχος εκπληρώσει το στόχο του, γίνεται ο επόμενος «διαβολικός εχθρός» και πετιέται σαν αδειανό πουκάμισο. Η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν μπορεί να πετύχει ανοικοδομήσεις και νέα «σχέδια Μάρσαλ», παρά μόνο ερήμωση και αποδιοργάνωση.
Οι πρώτοι που έτυχαν αυτής της «περιποίησης» ήταν οι Κούρδοι και οι Ταλιμπάν του Αφγανιστάν. Η νέα τάξη πραγμάτων στη δεκαετία του `90 έβρισκε την Τουρκία σε μια ευρωπαϊκή πορεία και ο Οτσαλάν (αρχηγός του PKK) παραδιδόταν από την Ελλάδα και την ΕΕ σα δωράκι στις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας. Αντίστοιχα, οι Ταλιμπάν μετά την πτώση του Ανατολικού μπλοκ και την οριστική επαναφορά του Αφγανιστάν στη «Δύση», κρίθηκαν κοστοβόροι και υπερβολικοί στις απαιτήσεις τους. Αν οι Ταλιμπάν μετατράπηκαν σε Αλ Κάιντα ανοίγοντας το δρόμο για την εμφάνιση του ISIS και μιας «δεξιάς» ένοπλης αστικής διεκδίκησης απέναντι στη Δύση και τα αραβικά καθεστώτα, η κουρδική πολιτική σκηνή επιμένει σε αυτή τη στρατηγική παρά τις όποιες ταλαντεύσεις της. Οι Κούρδοι του Ιράκ «διάβασαν» την ήττα και παράδοση Οτσαλάν σε ανάγκη οριστικής συνθηκολόγησης και τους μετέτρεψε σε πειθήνιο proxy στρατό των ιμπεριαλιστών. Οι Κούρδοι της Τουρκίας και της Συρίας μέσα από το PKK φαινόταν πως εγκατέλειπαν αυτή την τακτική. Η εξέγερση στη Ροζάβα το 2012 και η ίδρυση του HDP στην Τουρκία έδειχναν ένα δρόμο που αναζητούσε την αλληλεγγύη με τα εργατικά κινήματα της περιοχής. Από τότε έχει κυλήσει αρκετό νερό. Η Αφρίν και η κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στη Συρία έχει μικρύνει τα περιθώρια. Μέχρι τώρα η συνεργασία με τις ΗΠΑ δικαιολογούταν ως «στρατιωτική και μόνο» απέναντι στο ISIS. Από την ώρα που οι Αμερικάνοι τους εγκατέλειψαν στην Αφρίν απέναντι στις Τουρκικές δυνάμεις, είχαν την πολιτική επιλογή να σηκώσουν τη σημαία της ταξικής αλληλεγγύης, ξαναστήνοντας γέφυρες με τους Παλαιστίνιους και τις Συριακές δυνάμεις. Δυστυχώς, η στρατηγική επιλογή τους να επιμείνουν στην πρόσδεση με τις ΗΠΑ και την ΕΕ δεν θα τους προσφέρει κανένα ευτυχές σενάριο. Κανένα κράτος ή καθεστώς αυτονομίας στη Μέση Ανατολή δεν μπορεί να «σταθεί» με την υποστήριξη του Ισραήλ. Οι όποιες «αμεσοδημοκρατικές» διαδικασίες στη Ροζάβα θα ξεφτιστούν στα μάτια του παγκόσμιου κινήματος λόγω αυτής της γεωστρατηγικής συμμαχίας. Εξάλλου «αμεσοδημοκρατικές» διαδικασίες έχει και το Ισραήλ με τα Κιμπούτς αλλά αυτά δεν του δίνουν κανένα προοδευτικό πρόσημα.
Σε αντίστοιχη θέση βρέθηκαν και τα καθεστώτα σε Αίγυπτο, Συρία και Λιβύη. Η δεκαετία του `90 και η Νέα Τάξη Πραγμάτων είχε ένα βασικό εχθρό: το Ιράκ και το Μπααθικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο πόλεμος Ιράκ – Κουβέιτ έδωσε την αφορμή στο Δυτικό ιμπεριαλισμό να ξεδιπλώσει την πρώτη αντεπίθεση. Με όλη την παγκόσμια διπλωματική κοινότητα στο πλευρό του εισέβαλλε στο Ιράκ καθιστώντας όμηρο και, ουσιαστικά, αχυράνθρωπο τον Χουσεΐν. Ποιος ήταν ο ρόλος της Ρωσίας, της Κίνας και της Συρίας τότε; Η Ρωσία και η Κίνα ως μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ θα μπορούσαν να θέσουν βέτο και να μπλοκάρουν τις πολεμικές εκστρατείες. Αντίθετα η επέμβαση έγινε με τις ευλογίες τους φτιάχνοντας τη Διεθνή Συμμαχία υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Αν το Ιράκ είχε μόνους συμμάχους την Υεμένη και τις Παλαιστινιακές Οργανώσεις με «ουδετερότητα» το Ιράν, την Ιορδανία και τη Λιβύη, τα καθεστώτα της Συρίας και της Αιγύπτου πρωτοστατούσαν στην ιμπεριαλιστική επέμβαση. Η Γενική Διοίκηση των Συμμαχικών Δυνάμεων αποτελούταν από 9 μόλις χώρες όπου πλάι στους Διοικητές των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Σαουδικής Αραβίας, συνδιοργάνωναν τη σφαγή της Βαγδάτης οι στρατηγοί του Άσαντ και του Μουμπάρακ. Ο ρόλος και των δύο καθεστώτων ολοκληρώθηκε μετά από είκοσι χρόνια. Μέσα από την κρίση και την «Αραβική Άνοιξη» έγιναν άχρηστοι για τη Δύση.
Η συνθηκολόγηση του Καντάφι και της Λιβύης άργησε μια δεκαετία. Στις αρχές του `90 βρέθηκε στη θέση του «δαίμονα» μαζί με το Ιράκ. Καταχωρήθηκε ως χώρα τρομοκράτης για μια πτώση αεροσκάφους, απομονώθηκε από τις κυβερνήσεις της Αιγύπτου και της Συρίας και στα τέλη του 20ου αιώνα μετατρέπεται αργά αλλά σταθερά σε πειθήνιο όργανο της Δύσης. Το 2003 παραδίδει τους ενόχους της «τρομοκρατικής πράξης», το 2004 ο Βρετανός πρωθυπουργός επισκέπτεται τη Λιβύη στο Λονδίνο και το 2006 αποκαθίστανται οι διπλωματικές σχέσεις ΗΠΑ – Λιβύης. Πέντε χρόνια μετά, εκδίδεται από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ένταλμα σύλληψής του για τρομοκρατία και πέφτει νεκρός κατά τη διάρκεια της Λιβυκής «Αραβικής Άνοιξης». Άλλο ένα αδειανό πουκάμισο πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων.
Ο δεύτερος πόλεμος στο Ιράκ το 2003 συνάντησε περισσότερες διεθνείς αντιρρήσεις. Δεν έγινε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ γιατί ο στόχος του δεν ήταν ο συνετισμός ενός καθεστώτος αλλά η συντριβή του και η ακύρωση όλων των συμβάσεων του με Ρωσικές, Γαλλικές και Γερμανικές εταιρείες. Στις πολεμικές επιχειρήσεις αντιστάθηκε εμπράκτως και η Τουρκία που αρνήθηκε να παραχωρήσει τις βάσεις και τα εδάφη της ως αφετηρία επιχειρήσεων. Παρ` όλα αυτά έξι μήνες πριν την επέμβαση εκδόθηκε η ομόφωνη απόφαση 1441 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ενάντια στο Ιράκ πάλι με την ψήφο της Ρωσίας, της Κίνας και της Συρίας, δίνοντας πολιτική κάλυψη στις στρατιωτικές ενέργειες του ΝΑΤΟ.
Οι ΗΠΑ είναι οι κυρίαρχοι παίχτες στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική σκακιέρα με τεράστια οικονομική και στρατιωτική απόσταση από τον δεύτερο παίχτη. Οι διαμάχες που διαμορφώνονται στη διεθνή σκηνή πότε ενάντια στην ΕΕ, πότε ενάντια στη Ρωσία ή την Κίνα, πότε ενάντια σε κάποιο μικρό τοπικό «παίκτη» (πχ Τουρκία, Συρία, Ιράν κλπ) δεν αναβαθμίζει σε «προοδευτικό» τον αντίπαλο των ΗΠΑ. Πολύ περισσότερο η σύγχρονη ιστορία δείχνει πως δεν μπορούμε να έχουμε καμία πολιτική εμπιστοσύνη σε αυτά τα καθεστώτα που τη μια είναι σύμμαχοι και την άλλη εχθροί των ΗΠΑ.
Αν όμως το λάθος της «αντιιμπεριαλιστικής» υποστήριξης αστικών καθεστώτων είναι κατανοητό από μια μακρόχρονη παράδοση που σέρνεται άκριτα μετά την αλλαγή του πλανήτη τη δεκαετία του `90, η στοχοποίηση ως «φασιστικών» ή «αυταρχικών» των καθεστώτων που υφίστανται την ιμπεριαλιστική επέμβαση των ελληνικών και συμμαχικών δυνάμεων είναι επικίνδυνη. Το ελληνικό εργατικό κίνημα δεν μπορεί να έχει ως εχθρό τον «φασίστα Ερντογάν» ή το «αυταρχικό καθεστώς του Άσαντ». Η εκδήλωση με αυτό το θέμα που έγινε στην Αθήνα το διάστημα που βομβαρδιζόταν η Συρία από ΝΑΤΟικά αεροπλάνα που έφευγαν από τη Σούδα ήταν – με τους πιο συντροφικούς όρους – «παρεξηγήσιμη».
Το εργατικό και νεολαιίστικο ταξικό κίνημα έχει ένα και μόνο εχθρό σε αυτή την άδικη ιμπεριαλιστική διαμάχη: την ελληνική αστική τάξη και τις διεθνείς συμμαχίες της σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε από μια φωτογραφική εικόνα των σημερινών συσχετισμών και να ορίσουμε αστικά «στρατόπεδα». Η κρίση είναι σε εξέλιξη και η ώρα της κλιμάκωσης δεν έχει φτάσει. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία μπορούμε να δούμε σημαντικές μετατοπίσεις. Ας διδαχτούμε από την ανάγνωση των περιόδων πριν από τους Δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Η Γερμανία βγήκε από τον 1ο ΠΠ διαλυμένη, χωρίς στρατό και αποικίες και παρ` όλο που το διεθνές κίνημα ήταν ενάντια στις «άδικες πολεμικές επανορθώσεις» ποτέ δεν σταμάτησε να περιγράφει τη Γερμανία ως μέρος του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και ποτέ δεν την ανακήρυξε με κάποιο «προοδευτικό» πρόσημα. Αντίθετα! Είκοσι χρόνια μετά και παρ `όλες τις επεμβάσεις του ιμπεριαλισμού η Σοσιαλιστική Ρωσία συνεργάζεται με τον «παγκόσμιο ιμπεριαλισμό» ενάντια στον αναδυόμενο νέο παίκτη.
Όμως, μήπως σήμερα με τις ελλείψεις των επαναστατικών υποκειμένων πρέπει να διερευνήσουμε κάποιες ρεαλιστικές συμμαχίες με αστικά, αντιιμπεριαλιστικά καθεστώτα που θα βάλουν, έστω προσωρινά, φρένο στην ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση που διεξάγεται στον πλανήτη; Κι εδώ πρέπει να διδαχτούμε από τις συνθήκες πριν τον 1ο ΠΠ. Όταν ξέσπασε ο Πόλεμος το 1914 από μια μικρή ομάδα επαναστατών ανακηρύχθηκε «αντιδραστικός» στο σύνολο του και έθεσε καθήκοντα «μετατροπής του εθνικού πολέμου σε εμφύλιο και ταξικό». Οι επαναστατικές δυνάμεις ήταν μερικές δεκάδες σε όλο τον πλανήτη και η προσχώρηση μέρους των αναρχικών και των Σοσιαλιστών της 2ης Διεθνούς στην αντίληψη της «υπεράσπισης της πατρίδας» είχε προκαλέσει σύγχυση στο εργατικό κίνημα, ενώ φυσικά και τότε υπήρχαν αποικίες και καθυστερημένες οικονομικά χώρες. Οι λιγοστές επαναστατικές δυνάμεις δεν μπήκαν στο παιχνίδι της υποστήριξης του «εχθρού του εχθρού μας» αλλά στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός ξεχωριστού στρατοπέδου.
Σήμερα εμπνεόμαστε από την «τρελή», «ανεδαφική» «ουτοπία» των λιγοστών επαναστατών του 1914 που κόντρα σε κάθε ρεαλιστική πρόβλεψη έφεραν τον Κομμουνισμό και την Εξέγερση στην κεντρική πολιτική ατζέντα τρία χρόνια μετά μέσα στην κάψα του πολέμου.
Πόλεμο στον Πόλεμο της «δικιάς μας» αστικής τάξης!