Αντιφασιστική Φρουρά | Τεύχος 65 | ΜΑΡ 2025
Είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τους δασμούς στο ιστορικό τους πλαίσιο, αποφεύγοντας απόλυτους αφορισμούς ή εξυμνήσεις. Οι απόψεις γύρω από την εμφάνισή τους, πολλές φορές, εκλαμβάνονται είτε ως ένδειξη ανατροπής του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και επιστροφής στο παρελθόν, με επικίνδυνες προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία, είτε ως ευκαιρία για να αναδειχθεί η αποτυχία της παγκοσμιοποίησης.
Στην πρώτη περίπτωση, η θαλπωρή που δημιούργησε ο καπιταλισμός τις τελευταίες δεκαετίες, μέσω ενίσχυσης διεθνών οργανισμών και της οικονομικής ανάπτυξης, εξηγείται ως αυταπάτη που υποστηρίζει ότι «το τέλος της ιστορίας» έχει επιτευχθεί και ότι έχει εξασφαλιστεί η ειρηνική ανάπτυξή του, στην οποία όλοι οι φτωχοί θα πάψουν να είναι φτωχοί. Η επέκταση των δασμών αντιμετωπίζεται ως την υπεύθυνη αναδιάρθρωσης αυτής της συνθήκης παρουσιάζοντας την ως τον «κακό δαίμονα» που φέρει την κατάρα της αποτυχίας αυτών των θεωριών. Χωρίς τους δασμούς ήμασταν καλά, τώρα γιατί τους επιλέγουν και ταράζουν τα νερά της παγκόσμιας οικονομίας, αναρωτιούνται, σαν να μην ξέραμε ότι η παγκόσμια οικονομία δεν είναι ποτέ ήσυχη.
Στη δεύτερη περίπτωση, το «παρατημένο σχέδιο» περί παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, το οποίο φέρνουν στην επιφάνεια οι δασμοί, δημιουργεί την άποψη της αδυναμίας των καπιταλιστών να διατηρήσουν το σχέδιο που ανέπτυσσαν επί δεκαετίες. Αυτή η αδυναμία οδηγεί, αυτόματα, στη δυνατότητα να θεωρείται πως αμαυρώνεται ο χαρακτήρας του καπιταλισμού και έτσι αναζωογονούνται οι αντί-καπιταλιστικοί σχεδιασμοί. Οι δασμοί ξεγυμνώνουν τα ψέματα των καπιταλιστών που για δεκαετίες μας έλεγαν.
Η δεύτερη περίπτωση ίσως να είναι πιο γοητευτική, καθώς απαντά θετικά στην αγωνία μας για το μέλλον και φαίνεται να πλησιάζει περισσότερο στην αλήθεια. Η ανάδυση των δασμών αναδεικνύει την αδυναμία των καπιταλιστών να διατηρήσουν τα υπάρχοντα σχέδια γεγονός που εντείνει την αίσθηση ότι ο καπιταλιστικός χαρακτήρας του συστήματος αμαυρώνεται. Οι προβλέψιμες οικονομικές επιπτώσεις των δασμών, που αυξάνουν τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων κάνοντας τα λιγότερο ανταγωνιστικά σε σχέση με τα εγχώρια και παράλληλα ενισχύουν τα κρατικά αποθέματα, δεν αρκούν από μόνες τους για να εξηγήσουν την επιλογή τους. Το συμπέρασμα της ανάγκης να αναζωπυρωθεί η εγχώρια αμερικάνικη παραγωγή, προσφέροντας κίνητρα στους παραγωγούς να επαναφέρουν τις βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις τους, στα αμερικάνικα εδάφη (από τα κινεζικά;), πάλι περιορίζει την αναζήτηση σε αυστηρά οικονομικούς όρους ενώ δεν εξετάζονται οι πολιτικές σκοπιμότητες που δημιουργούν οι εποχές.
Παρά τις αυξημένες διεθνείς διασυνδέσεις μέσω της παγκοσμιοποίησης της αγοράς, οι οικονομικές διαδικασίες και οι σχέσεις εκμετάλλευσης εξακολουθούσαν πάντα να έχουν έναν έντονα εθνικό χαρακτήρα. Η εισαγωγή ισχυρών δασμών και προστατευτικών μέτρων υπογραμμίζουν αυτό το συμπέρασμα και αποτελούν μία προσπάθεια αναπροσαρμογής, όπου οι κρατικές αρχές επαναπροσδιορίζουν τη θέση τους ως ρυθμιστές της οικονομικής δραστηριότητας. Θέτονται νέοι κανόνες και προδιαγραφές στις παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις.
Πρόσφατα, με τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από την προσπάθεια λήξης των στρατιωτικών εχθροπραξιών ανάμεσα στην Ουκρανία και την Ρωσία, η σύσφιξη των πολιτικών σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ρωσία, δείχνει πως οι ιμπεριαλιστές δεν μένουν στις παραδοσιακές και ιστορικές διαφωνίες μεταξύ τους και ρυθμίζουν τις σχέσεις τους με βάση την ιστορική συγκύρια. Περισσότερο φαίνεται να τους εκφράζει η ιστορική φράση που αποδίδεται στον Ωνάση πως «δεν υπάρχουν φίλοι ή εχθροί, υπάρχουν μόνο καλοί ή κακοί συνεταίροι» δείχνοντας έτσι πως στον κόσμο των επιχειρήσεων, οι σχέσεις δεν βασίζονται σε συναισθηματικούς δεσμούς όπως φιλία ή έχθρα, αλλά σε πρακτικές και επαγγελματικές εκτιμήσεις.
Η συμπεριφορά των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια δείχνει την ευελιξία τους στις διεθνείς σχέσεις, προσαρμόζοντας τις στρατηγικές τους στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Από την στοχοποίηση της Ρωσίας και της Κίνας, στη θερμή σχέση με την Ευρώπη, μέχρι την πρόσκληση κυβερνητικών Κινέζων αξιωματούχων στην ορκωμοσία του Τραμπ, και την επαναλειτουργία του TikTok στην αμερικανική αγορά, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δείχνει να προσαρμόζεται στις ανάγκες της στιγμής. Η αυξομείωση των δασμών σε σύντομο χρονικό διάστημα φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο ως μοχλός πίεσης και επαναπροσδιορισμού των διεθνών συσχετισμών παρά ως ένα οργανωμένο, οικονομικά δομημένο σχέδιο με σαφή προϋπολογισμό. Για παράδειγμα, πριν από λίγες εβδομάδες, οι δασμοί προς το Μεξικό αυξήθηκαν κατά 20%, μόνο για να αποσυρθούν λίγο αργότερα. Στην ίδια λογική, η πρόσφατη ανακοίνωση επιβολής 25% δασμών στην Ευρώπη δεν είναι απλώς μια οικονομική απόφαση, αλλά μία κίνηση για να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους ως κυρίαρχη δύναμη στην παγκόσμια αγορά.
Η Ευρώπη αναζητά τρόπους να απαντήσει στις αυξανόμενες πιέσεις. Όταν μια χώρα εφαρμόζει μέτρα οικονομικού προστατευτισμού, οι εμπορικοί της εταίροι συνήθως αντιδρούν με αντίστοιχα μέτρα. Παρά τις αδυναμίες τους να ανταποκριθούν πλήρως στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, οι χώρες της Ευρώπης, δεν πρόκειται να δεχθούν αμαχητί, να γίνουν υποτακτικοί, στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό αναζητώντας, αναπόφευκτα τα δικά τους αντίμετρα.
Το βάρος των δασμών θα μεταφερθεί στους καταναλωτές, σε μια περίοδο όπου η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων ήδη πλήττεται από τον στασιμοπληθωρισμό και τις πολιτικές λιτότητας, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Αντί να απορροφήσουν το κόστος των δασμών, οι επιχειρήσεις που εισάγουν προϊόντα αυξάνουν τις τιμές τους για να καλύψουν την επιπλέον επιβάρυνση. Ως αποτέλεσμα, οι εργαζόμενοι καλούνται να πληρώσουν ακριβότερα για τα εισαγόμενα προϊόντα ή για τα εγχώρια προϊόντα που ανταγωνίζονται τα εισαγόμενα, καθώς η αύξηση των τιμών εντείνει τον ανταγωνισμό στην αγορά. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τις επιθετικές πολιτικές υπεράσπισης των δασμών, δημιουργεί δυσοίωνες προοπτικές που ενδέχεται να οδηγήσουν σε πολεμικές συγκρούσεις και περαιτέρω φτωχοποίηση των εργαζομένων. Σε τέτοια σενάρια, η αδράνεια και η αδιαφορία, από την πλευρά του εργατικού κινήματος, δεν είναι επιλογές.
Γιάννης Μιχάλαρος