Αντιφασιστική Φρουρά | Τεύχος 64 | ΦΕΒ 2025
“Θα είμαστε ακλόνητοι για χίλια χρόνια, παρά τον Νετανιάχου, παρά τον Τραμπ, παρά τους προδότες Άραβες. Θα παραμείνουμε σταθεροί.” Με αυτά τα λόγια, ένας εκτοπισμένος Παλαιστίνιος υποδέχθηκε την κάμερα δημοσιογράφου, λίγο πριν επιστρέψει στα συντρίμμια της Βόρειας Γάζας.
Τη στιγμή που γράφεται το άρθρο, βρίσκεται σε εξέλιξη η λεγόμενη “Μεγάλη Έξοδος” των Παλαιστινίων, όπως αναφέρουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προς το ίσως, πιο πολυπαθές τμήμα της Λωρίδας της Γάζας.
Ένα ανθρώπινο ποτάμι χιλιάδων εξορισμένων επιστρέφει στα κατεστραμμένα σπίτια του, δημιουργώντας μια δυνατή εικόνα που ταρακουνάει συνειδήσεις. Επιτέλους, οι Παλαιστίνιοι καταφέρνουν να διασχίσουν τη χρυσόχρωμη αμμουδιά, τη μοναδική που δεν μπόρεσαν να μαγαρίσουν οι Σιωνιστές, αφήνοντας πίσω τους τη σκιά του εκτοπισμού. Η σκηνή αυτή έρχεται ως συνέχεια των πανηγυρισμών που προηγήθηκαν τις προηγούμενες μέρες, με τους Παλαιστινίους να ξεχύνονται στους δρόμους, γιορτάζοντας την εκεχειρία που ανακοινώθηκε ανάμεσα σε Ισραήλ και Χαμάς. Δυνατά και δίκαια συναισθήματα μετά από 15 μήνες αδιάκοπου αγώνα και αντίστασης ενάντια σε έναν από τους πιο ισχυρούς στρατούς στον κόσμο που έχει διαπράξει αμέτρητα εγκλήματα.
Μετά από εκατοντάδες ημέρες, οι Παλαιστίνιοι διαλύουν τις αφηγήσεις των Σιωνιστών και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους, που όλο αυτό το διάστημα, πανηγύριζαν τις δολοφονίες δεκάδων μαχητών, παρουσιάζοντας έναν πόλεμο γεμάτο θριάμβους. Η Βόρεια Γάζα δεν είναι απλώς πολυπαθής. Κουβαλά τίτλους τιμής, καθώς δεν αγκαλιάζει μόνο τις τελευταίες πνοές των Παλαιστινίων αγωνιστών, αλλά και εκατοντάδων από τους Σιωνιστές εγκληματίες που επιχείρησαν να την υποτάξουν.
Μερικούς μήνες νωρίτερα, η δολοφονία του Γιαχία Σινουάρ, ηγέτη της Χαμάς, που ανέλαβε τη θέση μετά τη δολοφονία του Ισμαήλ Χανίγια τον Ιούλιο του 2024, θα κατακρήμνιζε, σύμφωνα με τα δυτικά μέσα ενημέρωσης το ηθικό της αντίστασης και θα αποδυνάμωνε καθοριστικά την οργάνωσή της. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, με την εικόνα του Παλαιστίνιου ηγέτη περισσότερο να εμπνέει παρά να τρομάζει. Οι ισχυρισμοί των σιωνιστικών δυνάμεων και των συμμάχων τους για αποφασιστική νίκη αποδείχτηκαν υπερβολικοί. Οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί Παλαιστίνιοι και οι φρικαλεότητες που έχουν διαπραχθεί καθιστούν απίθανη μια μελλοντική συναίνεση των Παλαιστινίων σε ένα μοντέλο διακυβέρνησης που να θυμίζει το παρελθόν.
Παράλληλα, το παραπάνω σενάριο αποκλείει κάθε σχέδιο ανοικοδόμησης και καθιστά αδύνατη την προσέλκυση κεφαλαίων για την οικονομική ανάκαμψη της περιοχής, εμποδίζοντας την εκμετάλλευσή της ως πεδίο πλούτου και κέρδους. Η Αίγυπτος, από την πλευρά της, αρνείται πεισματικά να φιλοξενήσει εκατομμύρια εκτοπισμένους, γνωρίζοντας τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει σε ένα ήδη ασταθές περιβάλλον. Το μοναδικό σενάριο που απομένει ως το πιο ρεαλιστικό, είναι αυτό της γενοκτονίας. Τα εγκλήματα πολέμου, αν και καταδικαστέα, υστερούν σε πολιτική βαρύτητα σε σχέση με μια γενοκτονία. Όσο δεν βρίσκεται λύση και η παγκόσμια κρίση συνεχίζει να απειλεί κάθε βεβαιότητα, η γενοκτονία παραμένει ένα εφιαλτικό ενδεχόμενο στην ημερήσια διάταξη. Εύλογα μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί για τη διάρκεια της εύθραυστης ειρήνης και για το πόσο θα χρειαστεί για να θεραπευτούν οι πληγές του πολέμου.
Παρά τις ελπίδες που συνεχίζουν παραδειγματικά να θρέφουν οι Παλαιστίνιοι, η σκιά της σύγκρουσης εξακολουθεί να πλανάται πάνω από την περιοχή. Η εκεχειρία μπορεί να φαντάζει ως ένα πρώτο βήμα και να προσφέρει ανακούφιση, αλλά η διαρκής ειρήνη απαιτεί μία βιώσιμη λύση στο παλαιστινιακό ζήτημα. Μία τέτοια συνθήκη ωστόσο, δεν μπορεί να επιτευχθεί, καθώς η προσωρινή ανακωχή απειλείται από τις νέες, συνεχόμενες προκλήσεις των σιωνιστών. Η συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων από την πλευρά του Ισραήλ οξύνει την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών. Τουλάχιστον 8 Παλαιστίνιοι έχασαν τη ζωή τους σε ισραηλινά πλήγματα στη Λωρίδα της Γάζας το πρωί της πρώτης ημέρας, κατά την οποία επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ η εκεχειρία. Οι Σιωνιστές έστειλαν ένα σαφές μήνυμα, υποδηλώνοντας το ενδεχόμενο μιας ταχείας επιστροφής στη γενικευμένη σύγκρουση, το οποίο εξακολουθεί να πλανάται στη βαριά, πολεμική ατμόσφαιρα της Λωρίδας της Γάζας.
Στα μέσα Ιανουαρίου, οι ισραηλινές δυνάμεις κατεδάφισαν κτίρια κατοικιών βόρεια του προσφυγικού καταυλισμού Nuseirat, στην κεντρική Γάζα, συνεχίζοντας την πάγια τακτική του πολέμου και της αποδόμησης της εναπομείνασας κοινωνικής δομής. Την ίδια στιγμή, ο αριθμός των νεκρών συνεχίζει να αυξάνεται, με εκατοντάδες θύματα να θρηνούνται ενώ συμβαίνουν καθυστερήσεις και ακυρώσεις τελευταίας στιγμής, στην επιστροφή των Παλαιστίνιων ομήρων. Παράλληλα, τα στρατεύματα κατοχής δυσχεραίνουν την απρόσκοπτη είσοδο της ανθρωπιστικής βοήθειας, παρά τις προβλέψεις της σχετικής συμφωνίας. Η στάση αυτή καταδεικνύει τη συνεχιζόμενη χρήση του «όπλου» του αποκλεισμού και του περιορισμού της απαραίτητης έκτακτης ενίσχυσης. Αυτά και πολλά ακόμη γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων επιβεβαιώνουν ότι η εκεχειρία βρίσκεται σε οριακό σημείο, με τον κίνδυνο ανατροπής της να παραμένει διαρκώς παρών.
Η σύνδεση ανάμεσα στην Παλαιστίνη και το Ιράν έχει διακοπεί, καθώς η πτώση της κυβέρνησης του Άσαντ εμποδίζει την ανατροφοδότηση της παλαιστινιακής αντίστασης με τον απαραίτητο στρατιωτικό εξοπλισμό. Στη Λωρίδα της Γάζας, όπου ο πόλεμος μαινόταν για καιρό, η εκεχειρία φαινόταν ως η μοναδική ελπίδα για την ανασυγκρότηση μιας περιοχής που σε μεγάλο βαθμό, αποτελείται από τα συντρίμμια των βομβαρδισμών. Ωστόσο, η ένοπλη σύγκρουση δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στη γενναιότητα και την αυτοθυσία των Παλαιστινίων. Το ηθικό δίκαιο δεν πρόκειται να λάμψει από μόνο του, τρομάζοντας τους εποίκους και απαλλάσσοντας την περιοχή από την τρομοκρατία που την ταλανίζει εδώ και δεκαετίες. Το δίκαιο μπορεί μόνο να επιβληθεί με υλικούς όρους, αντιπαρατιθέμενο στην αδικία του πολέμου και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων που συνεχίζουν να επικρατούν στην περιοχή.
Εξετάζοντας τις εξελίξεις στην Παλαιστίνη σε συνάρτηση με τις πρόσφατες εξελίξεις στη Συρία, η πτώση της κυβέρνησης του Άσαντ έχει επηρεάσει δραματικά τους συσχετισμούς στη Μέση Ανατολή, ενώ η κατάσταση στη χώρα παραμένει χαοτική, με τις κοινωνικές δομές να βρίσκονται στο χείλος της πλήρους κατάρρευσης. Στη Συρία έχει διαμορφωθεί ένα πολύπλοκο μωσαϊκό από ένοπλες ομάδες και τοπικά καπετανάτα, τα οποία αγωνίζονται για το δικό τους μερίδιο εξουσίας, εκμεταλλευόμενα την αστάθεια και την έλλειψη κεντρικής διοίκησης. Παρά τη μετριοπάθεια που έδειξε ο Άσαντ απέναντι στους Σιωνιστές τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνησή του αποτελούσε έναν κρίσιμο σταθμό συνεργασίας ανάμεσα στο Ιράν, τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο και τη Χαμάς στην Παλαιστίνη.
Η κατάρρευση του συριακού κράτους αποκαλύπτει τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων και προμηνύει περαιτέρω απρόβλεπτες εξελίξεις στο μέλλον. Οι ένοπλοι ισλαμιστές του HTS ελέγχουν σημαντικά τμήματα της χώρας, έχοντας ανακηρύξει μια νέα κυβέρνηση που, εκτός από την επαναπροσδιορισμένη εξωτερική πολιτική της, η οποία αντικατέστησε αυτή του Άσαντ που στηρίχτηκε στη Ρωσία και στο Ιράν, δεν φαίνεται να διακρίνεται για κάποια εναλλακτική διακυβέρνηση στο εσωτερικό. Παράλληλα, τα στρατεύματα των Σιωνιστών παραμένουν σταθερά στη νοτιοδυτική ενδοχώρα, επεκτείνοντας τα εδάφη της αποικίας και στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα στη νεοσύστατη κυβέρνηση. Είναι αντιληπτό ότι η ρευστότητα της κατάστασης μπορεί να δημιουργήσει τάσεις για λοξοδρόμηση από τον αυτοανακηρυχθέντα πρωθυπουργό Μοχάμεντ Αλ-Μπασίρ. Το κουβάρι των συγκρούσεων μεταξύ περίπου 15 ένοπλων δυνάμεων, που πολεμούν η μία την άλλη και σχηματίζουν προσωρινές συμμαχίες, είναι έτοιμο να αναθεωρήσει τις πολιτικές του επιλογές ανάλογα με την κατεύθυνση που θα πάρει η ηγεμονία στην περιοχή. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι οι Κούρδοι, για τους οποίους τα σχέδια των Αμερικανών αφορούν την απόσυρση του αμερικανικού στρατού, με αποτέλεσμα να τους αφήνουν εκτεθειμένους στους τουρκικούς στρατηγικούς στόχους.
Αυτή η συνθήκη μετατρέπεται στο πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης για τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, οι οποίες διαπιστώνουν ότι το σχέδιο αμφισβήτησής τους χάνει έδαφος. Παρέχουν πλήρη πολιτική και στρατιωτική κάλυψη στη νέα κυβέρνηση στη Συρία, εξασφαλίζοντας τη συνεργασία της, ενώ οι ανταγωνιστές τους, Ρωσία και Ιράν, που επιθυμούν να εντάξουν τη Μέση Ανατολή στη σφαίρα επιρροής τους, μετατρέπονται σε προσωρινά ηττημένους αυτής της διένεξης, με το ενδεχόμενο της παλαιστινιακής ανεξαρτησίας, υπό αυτούς τους όρους, να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον ορίζοντα.
Το σχέδιο της Χαμάς σίγουρα είχε στρατηγικούς στόχους, αλλά η πραγματικότητα που διαμορφώνεται μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου φαίνεται να επιβεβαιώνει τις δυσκολίες με τις οποίες αναμετράται. Οι ισορροπίες στην περιοχή έχουν μετατοπιστεί, με το Ισραήλ να λαμβάνει αυξημένη στρατιωτική και διπλωματική υποστήριξη, ενώ η Χαμάς βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιες απώλειες και μια ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα. Παρά το πλήγμα στο γόητρο του Ισραήλ που προκάλεσε η επίθεση, οι στρατιωτικές και πολιτικές αντιδράσεις που ακολούθησαν έχουν δεν ήταν αρκετές, 15 μήνες αργότερα, να μην οδηγήσουν σε δυσμενή θέση τη Χαμάς. Οι ελπίδες για εκμετάλλευση της αναταραχής προς όφελος μιας μεγαλύτερης αυτονομίας ή πλήρους ανεξαρτησίας φαίνεται να προσκρούουν στην ισχύ του Ισραήλ και στην έλλειψη εναλλακτικών για την παλαιστινιακή πλευρά. Αν η Χαμάς επιδίωκε να ανατρέψει το status quo και να αναδιαμορφώσει τις δυναμικές της σύγκρουσης, τα δεδομένα δείχνουν ότι βρίσκεται τώρα σε μια μάχη επιβίωσης, με το μέλλον της και τη μοίρα των αμάχων της Γάζας να παραμένουν αβέβαια.
Ο περιορισμός ενός ισχυρού συμμάχου, όπως το Ιράν, που είδε να διακόπτεται η γεωγραφική σύνδεση που είχε σχηματιστεί, αποτέλεσε καθοριστικό πλήγμα για τη Χαμάς και την παλαιστινιακή αντίσταση γενικότερα. Η δυσκολία παροχής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας στη Λωρίδα της Γάζας συρρίκνωσε σημαντικά τις επιλογές της, καθιστώντας τη συνέχιση του αγώνα ακόμα πιο δύσκολη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η εκεχειρία αντιμετωπίστηκε ως αναγκαστική επιλογή. Χρησίμευσε ως ένα απαραίτητο διάλειμμα, δίνοντας χρόνο για ανασυγκρότηση και ανακούφιση των πληγέντων, αλλά και ως μια ευκαιρία αναζωογόνησης της παλαιστινιακής αντίστασης μέσω της επιστροφής εκατοντάδων κρατουμένων, ανάμεσά τους και σημαίνουσες προσωπικότητες του παλαιστινιακού αγώνα.
Η Επαναστατική Αριστερά, εκείνη η πολιτική πτέρυγα που ελπίζει και διεκδικεί την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης και αναγνωρίζει το πρόβλημα της παρέμβασης των Ιμπεριαλιστών στην περιοχή, στην πραγματική του διάσταση, οφείλει να παρακολουθεί πιο ενεργά τις εξελίξεις, όπως το απαιτούν οι συνθήκες. Ο ιστορικός της ρόλος δεν την καθιστά θεατή της ιστορίας που ξετυλίγεται, αλλά απαραίτητο παρεμβατικό παράγοντα σε αυτήν. Στην προκείμενη περίπτωση αδυνατεί να χαράξει μία ανεξάρτητη πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι Παλαιστίνιοι δικαίως πανηγύρισαν τις δύο μοναδικές φορές μέσα σε αυτούς τους 15 μήνες: πρώτα, όταν τα drones του Ιράν έπληξαν την επικράτεια του Ισραήλ στις 13 Απριλίου 2024 και πρόσφατα, με την επίτευξη της συμφωνίας. Τα συναισθήματα που προκάλεσαν αυτά τα γεγονότα ωστόσο, δεν είναι τα ίδια. Αν την πρώτη φορά, οι ιαχές των πανηγυρισμών εξέφραζαν το διαχρονικό απωθημένο των Παλαιστινίων να πληγεί υλικά η αποικία, αναγνωρίζοντας την ισχύ των όπλων και τη σημασία της χρήσης τους από τη μεριά των μαρτύρων, αυτή τη φορά οι αντιδράσεις φανερώνουν περισσότερο την ανακούφιση. Μια ανακούφιση που προήλθε ύστερα από μια περίοδο αρνητικών εξελίξεων, οι οποίες ενίσχυσαν την κυριαρχία των Ιμπεριαλιστών και άφησαν τους Παλαιστινίους πιο αβοήθητους, με την πλάτη στον τοίχο.
Οι αριστερές δυνάμεις δυσκολεύτηκαν να εξηγήσουν αυτούς τους πανηγυρισμούς και βιάστηκαν να ταυτιστούν μαζί τους. Η πρώτη φορά αποκάλυψε την αδυναμία τους, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο να ανατεθεί η λύση τους προβλήματος στην αναθεωρητική δύναμη του Ιράν που έβλεπε μία χαραμάδα προέκτασης της επιρροής του στην περιοχή και περιορισμό των δυτικών του ανταγωνιστών. Στη δεύτερη περίπτωση, δεν καταφέρνουν να διαβάσουν πίσω από τα ισχυρά συναισθήματα των Παλαιστινίων, μένοντας συναισθηματικά δεμένες με αυτά και αδυνατώντας να αναγνωρίσουν τις πιο σύνθετες στρατηγικές διαστάσεις της κατάστασης. Η στροφή σε πιο άμεσες ενέργειες και λύσεις προσφέρει μια ευκολότερη διέξοδο από τις δύσκολες και μακροχρόνιες στρατηγικές που απαιτούν σκληρές αποφάσεις και μακρόπνοη πορεία. Στην περίπτωση αυτή, αποφεύγονται να δοκιμαστούν δράσεις μεγαλύτερης κλίμακας που θα μπορούσαν να φέρουν ουσιαστική αλλαγή, εστιάζοντας αντίθετα σε πιο άμεσες, επιφανειακές απαντήσεις.
Ποιες όμως είναι αυτές οι άμεσες απαντήσεις; Δεν πρόκειται για λύσεις που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη ενός οδικού χάρτη για τη συνέχεια και θα απεγκλωβίσουν την κατάσταση από το αδιέξοδο. Αντίθετα, αυτές οι επιφανειακές αντιδράσεις δημιουργούν την ψευδαίσθηση της άμεσης συμμετοχής στην επίλυση του προβλήματος, οδηγώντας σε λανθασμένες ταυτίσεις και εκτιμήσεις.
Όταν η νίκη αργεί να έρθει, η ματαίωση και η απογοήτευση παραμονεύουν, με αποτέλεσμα η ανασφάλεια ως προς τις σωστές στρατηγικές κατευθύνσεις να κινδυνεύει να επικρατήσει. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα δεν είναι μεμονωμένο, αλλά συνολικό και γενικό. Η αδυναμία του να παρέμβει και να αναμετρηθεί με τους οργανωτές του πολεμικού ολέθρου, που είναι οι ίδιοι που βάζουν στο στόχαστρο και χτυπάνε τα συμφέροντα της εργατικής τάξεις (η ατζέντα μπορεί να ξεκινήσει με την ευθύνη για την οικονομική ανέχεια της εργατικής τάξης, να συνεχίσει με τις διώξεις αγωνιστών και να ολοκληρωθεί με την ευλογία και την προετοιμασία για πολεμικές συγκρούσεις) είναι αυτή που καθοδηγεί τις δράσεις του και τη διάθεση του, οδηγώντας κάθε φορά, προς το παρόν, σε αδιέξοδο.
Αν αυτό το σύνδρομο ταλανίζει το επαναστατικό στρατόπεδο εδώ και καιρό, η σύγχυση γύρω από παρεκκλίνουσες αναλύσεις έχει παίξει επίσης, σημαντικό και αρνητικό ρόλο. Από τη μία, ο Άσαντ και το Ιράν αντιμετωπίστηκαν ως σωτήρες, θυσιάζοντας τον ρόλο που επιβάλλει η ύπαρξη της αριστεράς στον βωμό του «ποιος μπορεί να αντισταθεί στην Αμερική», δηλαδή του υπαρκτού ρεαλισμού. Από την άλλη, οι πρωτοβουλίες της αντιπολίτευσης, που ενισχύθηκαν από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, βαφτίστηκαν ως προοδευτική εξέλιξη, εστιάζοντας αποκλειστικά στον αυταρχικό χαρακτήρα του συριακού καθεστώτος και παρέχοντας έτσι άλλοθι στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Δύο διαφορετικές μαρτυρίες, με το ίδιο συμπέρασμα: την αδυναμία παρέμβασης στα τεκταινόμενα.
Η διαπίστωση ότι ο πόλεμος θα μας απασχολήσει για μεγάλο διάστημα, από την Ουκρανία και την Αφρική έως τη Μέση Ανατολή, οφείλουμε να αποτελεί έναν απαραίτητο σταθμό στη θεώρηση του μέλλοντος. Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην Ευρώπη, τα εγχειρίδια πολεμικής προετοιμασίας που αποστέλλονται στα γραμματοκιβώτια των Σουηδών και το δόγμα του Τραμπ, όπου “ο πόλεμος είναι ειρήνη”, εντείνουν καθημερινά τη δημόσια συζήτηση γύρω από τις ένοπλες συγκρούσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αντιπαράθεση στρέφεται ενάντια στην πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, η οποία ακολουθεί αυτή την κατεύθυνση, αυξάνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες και αναδιαμορφώνοντας το πολεμικό δόγμα της χώρας, με έμφαση σε πιθανές συγκρούσεις στα βόρεια και ανατολικά σύνορα.
Οι Παλαιστίνιοι αξίζουν να πανηγυρίσουν για τρίτη φορά, αλλά αυτή τη φορά να είναι οριστική, στρέφοντας τα βλέμματά τους σε εμάς, απέναντι σε εκείνους που χειροκροτούν και ενισχύουν τους σφαγείς τους. Για να δηλώσουν, κάποια στιγμή, πως θα συνεχίσουν τον αγώνα τους, όπως τα αδέρφια τους στην Ελλάδα.
Γιάννης Μιχάλαρος