Οι εκλογές στην Τουρκία βγάζουν ξανά τον Ερντογάν νικητή και στις προεδρικές εκλογές. Ήδη στις βουλευτικές έχει επιβεβαιωθεί η νίκη της κυβερνητικής συμμαχίας κι έτσι δεν υπάρχει ανατροπή στο πολιτικό σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η αντιπολιτευτική συμμαχία γύρω από τον Κιλιτσντάρογλου αργά αλλά σταθερά φαινόταν πως έμπαζε νερά. Ενώ είχε στηριχθεί με διθυράμβους και εκτιμήσεις για «σαρωτική νίκη», όλη η τελευταία διεθνή αρθρογραφία ήταν επικριτική και διστακτική. Μπορεί να υπήρχε διάψευση από το χώρο αυτό πως ήταν «γκιουλενικοί» αλλά η στάμπα του δυτικόφιλου, δεν έφευγε από πάνω του. Σε μια περίοδο που η μάχη του τουρκικού κεφαλαίου με τη Δύση είναι στην επικαιρότητα, υπήρξε τουλάχιστον περίσκεψη για την ορθότητα της στρατηγικής του. Η Τουρκία πατάει σε δύο βάρκες στην οικονομία και, άρα, στην πολιτική της: από τη μία είναι δεμένη με το ΝΑΤΟ ως χωροφύλακας της περιοχής, αλλά από την άλλη έχει αυτονομία οικονομικής κίνησης προς τις μη-ΝΑΤΟικές χώρες. Από την ώρα που κατέρρευσε η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και μπήκαμε στην οικονομική κρίση, η Δύση για το τουρκικό κεφάλαιο αποτελεί σύμμαχο αλλά όχι αποκλειστικό και προνομιακό.
Οι επιλογές του τουρκικού κεφαλαίου να έχει αυτόνομο οικονομικό και γεωστρατηγικό σχεδιασμό του έχουν στοιχήσει πολλαπλά: από τον περιορισμό στην προσφορά πολεμικού εξοπλισμού έως τις αρνητικές κρίσεις από Διεθνείς Οίκους που βαθαίνουν την οικονομική κρίση. Ο τεράστιος πληθωρισμός φαίνεται να τρώει την οικονομική ανάπτυξη. Γιατί, λοιπόν, ο Ερντογάν βγαίνει ξανά νικητής; Η απάντηση βρίσκεται στα ψιλά γράμματα. Οι διεθνείς αναλύσεις λένε, λοιπόν, πως για να βγει η τουρκική οικονομία από την κρίση χρειάζονται δυσβάστακτα μέτρα. Τόσο άγρια και αντιλαϊκά που θεωρούν πως η «γιατρειά» της οικονομίας είναι πιο επώδυνη από την «αρρωστεία». Οπότε πως μπορείς να εφαρμόσεις μέτρα που θα χειροτερέψουν την κατάσταση για πολλά χρόνια; Με ποιον τρόπο θα πείσεις το κεφάλαιο να περιορίσει τον κύκλο του και τις λαϊκές τάξεις να σφίξουν ακόμα περισσότερο το ζωνάρι; Και ποιές πολιτικές δυνάμεις έχουν την ικανότητα να εφαρμόσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα με μια ισχυρή Ερντογανική αντιπολίτευση; Το πραξικόπημα του Γκιουλέν θα ήταν μια λύση, αλλά η συντριβή του δημιούργησε μία μεγαλύτερη αναθεωρητική δύναμη στη Μεσόγειο.
Η στήριξη της αριστεράς στον Κιλιτσντάρογλου αποτελεί τρομακτική πολιτική αυτοκτονία. Μετά την αμηχανία στο πραξικόπημα υπήρχε η δυνατότητα ανασύνταξης. Ο Κιλιτσντάρογλου, όμως, δεν είναι ούτε καν κάποιος κεντρώος δημοκράτης. Αποτελεί κομμάτι του συστήματος και το πρόγραμμα του δεν αφήνει καμία υποψία διαφορετικής ανάγνωσης. Στα εθνικά κατηγορεί τον Ερντογάν για ενδοτισμό και θα θέσει ζήτημα κυριαρχίας σε δεκάδες νησιά στο Αιγαίο. Από την άλλη σε ένα ρατσιστικό ξέσπασμα εξαγγέλλει τη μαζική απέλαση όλων των μεταναστών και το συμβιβασμό της κυβέρνησης Ερντογάν που τους ανέχεται. Η πτώση των ψήφων της Πράσινης Αριστεράς στις βουλευτικές εκλογές είναι το λιγότερο κακό. Τα χειρότερα, μάλλον, έρχονται μέσα από τη στρατηγική οπισθοχώρηση του χώρου.
Για την ελληνική αστική τάξη υπήρξε μια παλινωδία: ο αρχικός πανηγυρισμός υπέρ Κλιτσντάρογλου, μετριάστηκε αρχικά στη συνέχεια. Όχι λόγω της φαινομενικής ήττας αλλά γιατί τελικά υπάρχει μια «ασφάλεια» στη σημερινή κυβέρνηση. Ο «απείθαρχος» Ερντογάν μετατρέπει αυτόματα το ελληνικό κεφάλαιο ως προνομιακό σύμμαχο της Δύσης. Μία φιλοδυτική στροφή της Τουρκίας, ίσως να άλλαζε την ισορροπία δυνάμεων, να απελευθέρωνε κεφάλαια και εξοπλισμούς προς τον βασικό ανταγωνιστή του ελληνικού κεφαλαίου και αυτά σε μια περίοδο κρίσης και αστάθειας δεν είναι για να ανατρέπονται.
Η ολιγόμηνη ανακωχή των δύο καπιταλισμών λόγω του συνδυασμού εκλογών και εγκλημάτων (Τέμπη – σεισμός Τουρκία) φτάνει στο τέλος της. Και στις δυο μεριές του Αιγαίου φαίνεται να κερδίζουν λίγο ή πολύ αναπάντεχα οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Αυτό δεν γίνεται από τις επιτυχημένες τους επιλογές αλλά από την ανεπάρκεια της αντιπολίτευσης και της αριστεράς ευρύτερα. Τα οικονομικά αδιέξοδα των αστικών τάξεων θα φέρουν ξανά στο προσκήνιο την εφιαλτική πιθανότητα πολεμικής εμπλοκής. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να σταματήσουμε τον εθνικιστικό πόλεμο: να μπορέσουμε να τον μετατρέψουμε σε ταξικό ενάντια στην αστική τάξη της χώρας μας.