Γερμανία 1918: μία επανάσταση που θα μπορούσε να αλλάξει το ρου της ιστορίας
του Γιάννη Μιχάλαρου
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας για πολλές δεκαετίες αποτελούσε το διαμάντι του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα κράτος εν κράτει μέσα σε μία γερμανική πραγματικότητα που σημαδεύτηκε από διώξεις, απαγορεύσεις και καταστολή εις βάρος των κομμουνιστών για πολλά χρόνια. Η ισχύς του μπορεί να γίνει αντιληπτή από τις εκατοντάδες χιλιάδες οργανωμένα μέλη που είχε στρατολογήσει και άγγιξαν το ένα εκατομμύριο το 1914, από τα δύο εκατομμύρια οργανωμένους εργάτες στα συνδικάτα και από εκατοντάδες εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους και αντιπροσώπους. Το ευρύ δίκτυο που είχε σχηματίσει στην κοινωνία, η πολιτική στοχοπροσήλωση των μελών και των στελεχών του και οι αντικειμενικές συνθήκες που ήταν… ώριμες, τραβούσαν τα βλέμματα των απανταχού κομμουνιστών που ήλπιζαν πως το ιστορικό καθήκον της ανατροπής του καπιταλισμού και της εγκαθίδρυσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας θα είχε ως αφετηρία αυτή τη χώρα.
Η Γερμανία ήταν από τις πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πολιτικής και κοινωνικής της δομής, σε συνδυασμό με το νομιμοποιημένο στις συνειδήσεις των εργατών, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο άνθιζε εκεί, την κατέστησαν εύφορο πεδίο για την ανάπτυξη πιθανής επαναστατικής δράσης. Ο Λένιν ήταν μία από τις προσωπικότητες του παγκόσμιου κινήματος που θεωρούσε ότι η άκρη του επαναστατικού νήματος βρίσκεται στα χέρια της γερμανικής εργατικής τάξης.
Η 28η Ιουλίου του 1914 ήρθε για να σημαδέψει για πάντα την παγκόσμια ιστορία με την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου που στοίχισε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων στον βωμό των επεκτατικών ορέξεων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οι ακρότητες, οι γενοκτονίες, η πείνα, οι αρρώστιες είχαν πρωτίστως θύματα τους εργάτες όλων των χωρών που ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα σε αυτή την πολύνεκρη σύρραξη. Την 1η Αυγούστου η γερμανική κυβέρνηση κήρυξε πόλεμο στη Ρωσία και κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο εσωτερικό. Οι στρατιωτικές αρχές εφαρμόζοντας έκτακτα μέτρα απέκτησαν εξουσίες δικτατορίας που είχαν ως αποτέλεσμα να βάλουν το μαχαίρι στον λαιμό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που είχε καταφέρει να μεγαλουργήσει σε πιο ομαλές συνθήκες. Ήταν σαφές πως πολλά μέλη συνηθισμένα στη νομιμότητα και χωρίς να έχουν εμπειρία στην παρανομία, υπέκυψαν άμεσα στις πιέσεις της κυβέρνησης και των ειδησεογραφικών μέσων που είχαν ξεκινήσει ένα κρεσέντο φιλοπολεμικής προπαγάνδας και κινδυνολογίας. ‘’Εν μία νυκτί’’ έπαψε να είναι δυνατόν για κάποιους από τους σοσιαλιστές να προσβλέπουν στον σοσιαλισμό μέσα από τον ειρηνικό δρόμο τη στιγμή που οι ενδοιμπειραλιστικοί ανταγωνισμοί είχαν προχωρήσει σε ένοπλες συγκρούσεις.
Θεωρητικά δεσμευμένα από τη διεθνή συμμαχία που είχαν σχηματίσει με σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη και ουσιαστικά ανέτοιμα και απρόθυμα να αναλογιστούν τις ευθύνες των ιστορικών τους καθηκόντων, στις 4 Αυγούστου, τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής του κόμματος υπερψήφισαν με 78 ψήφους τις πολεμικές πιστώσεις και τη στήριξη της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, έναντι 14 αγωνιστών που παρέμειναν πιστοί στις διεθνιστικές τους αξίες. Η σοσιαλδημοκρατία απεμπόλησε τη σημασία της ίδρυσής της και από τότε η πολιτική της ύπαρξη έπαψε να είναι συνυφασμένη με την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση.
Οι φωνές που παρέμειναν πιστές στα διεθνιστικά τους καθήκοντα ήταν λίγες, σκόρπιες, αντιμέτωπες με την απομόνωση που η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος πάσχιζε να εξασφαλίσει και υπό τη στενή παρακολούθηση των αρχών. Οι εξέχουσες προσωπικότητες των Λίμπνεχτ και της Λούξεμπουργκ που πρωτοστάτησαν, όσο και να προσπαθούσαν να αντιταχθούν στους ‘’σοσιαλπατριώτες’’ δεν κατάφερναν να δημιουργήσουν μία ομογενοποιημένη πολιτική φράξια μέσα στο κόμμα, συνεχίζοντας να λειτουργούν μέσα στους κόλπους του, αποφεύγοντας την υλοποίηση της ιδέας της διάσπασης, η οποία αναπτυσσόταν στον δημόσιο διάλογο. Η καθυστέρηση απαραίτητης πρωτοβουλίας που θα δημιουργούσε ξεχωριστό πολιτικό φορέα και θα αντιτάσσονταν στον πόλεμο, ήταν κάτι που θα στοίχιζε στους μελλοντικούς επαναστάτες. Οι επιτυχίες και τα πλήγματα εναλλάσσονταν στον παράνομο αγώνα τους επόμενους μήνες, με τη Λούξεμπουργκ να περνάει κάποιους μήνες στη φυλακή και άλλα στελέχη διασκορπισμένα με κλονισμένη την υγεία τους να αδυνατούν να καθιερώσουν μία συμπαγή επαναστατική πτέρυγα.
Καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν, το έτος 1917 αποτέλεσε μία θεμελιώδη καμπή για την παγκόσμια ιστορία και συγκεκριμένα η ρωσική επανάσταση ήταν η πιο εντυπωσιακή εκδήλωση αυτού, γεννώντας νέες προοπτικές. Η γερμανική εργατική τάξη γρήγορα γοητεύτηκε από τις εξελίξεις στη Ρωσία που άρχισαν τον Φεβρουάριο εκείνου του έτους, ενώ δεν άργησαν να εμφανίζονται στα εργοστάσια και στο μέτωπο τα πρώτα ‘’μικρόβια’’ του μπολσεβικισμού δημιουργώντας ανησυχία στην υποταγμένη ηγεσία, σε κυβέρνηση και αρχές. Η προσπάθεια των πληβείων τάξεων με την καθοδήγηση των μπολσεβίκων, όλους τους επόμενους μήνες, με αποκορύφωμα την Οκτωβριανή Επανάσταση, αποτέλεσε κριτήριο για μια έντονη πολεμική στις τάξεις των Σοσιαλδημοκρατών και την ίδρυση νέου κόμματος, του ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, απομακρυσμένου από το σοσιαλσωβινισμό και μιας νέας Διεθνούς, για την οποία είχαν ήδη συγκλίνει Λένιν και Λούξεμπουργκ, που θα επανάφερε το στόχαστρο στην παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Η πολιτική ομάδα του Σπάρτακου, που είχε ιδρυθεί ένα χρόνο νωρίτερα με επικεφαλής τον Λίμπκνεχτ, θα είναι εκείνη που θα αναδειχθεί και θα πρωταγωνιστήσει στα επόμενα γεγονότα.
Η αναταραχή ξεκίνησε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1918 σε πλήρωμα ναυτικών που διατάχθηκε να σηκώσει τις άγκυρες και να σαλπάρει προς τη Βόρεια Θάλασσα. Λίγους μήνες πριν, τα σημάδια της επικείμενης ήττας της Γερμανίας στον πόλεμο είχαν γίνει πιο έντονα με αποτέλεσμα οι ναύτες να θεωρήσουν πως η προσεχής μάχη για την ‘’τιμή των όπλων’’ θα γέμιζε τα νεκροταφεία τους. Με την ηγεσία να βρίσκεται στις φυλακές, ένα αυθόρμητο κίνημα διψασμένο για δράση με μπροστάρηδες τους ναύτες, κατάφερε να την αποφυλακίσει και να τη χρήσει συντονιστή του. Οι απεργίες που ακολούθησαν οδήγησαν στον σχηματισμό των πρώτων εργατικών και στρατιωτικών συμβουλίων με τα συνθήματα ‘’ζήτω ο σοσιαλισμός’’ και ‘’ζήτω ο παγκόσμιος μπολσεβικισμός’’ να κυριαρχούν. Οι εργαζόμενες μάζες κατάφεραν να βρουν τον δρόμο για επαναστατική δράση, εκπλήσσοντας και ξεπερνώντας τις κομματικές ηγεσίες τους. Ο μπολσεβικισμός από επικίνδυνο μικρόβιο κατάφερε να γίνει αρρώστια στα σχέδια της γερμανικής άρχουσας τάξης γεννώντας φιλοδοξίες στους εργάτες της Γερμανίας.
Οι επόμενοι δύο μήνες που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν από την προσπάθεια εγκαθίδρυσης δυαδικής εξουσίας στα πρότυπα της νεοσύστατης Σοβιετικής Ένωσης, την τυπική ενότητα ανάμεσα στα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και την αντεπανάσταση που βρισκόταν εν κινήσει. Άλλωστε η κρατική εξουσία και η γραφειοκρατία συνέχιζαν να λειτουργούν και να βρίσκονται στα χέρια της αστικής τάξης. Εκείνη φορώντας την προβιά της δημοκρατίας, χωρίς να μπορεί να ανατρέψει τα συμβούλια, προσπαθούσε να τα απονομιμοποιήσει επικαλούμενη τη νέα δημοκρατική Γερμανία που ορθώνονταν πάνω από την παλιά και ξεπερασμένη. Καιροσκοπικά προσαρμοζόταν για να εξαπατήσει και να επαναφέρει την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, συγχρονισμένο στον ίδιο σκοπό και συμμετέχοντας στις διαδικασίες εκλογής των αντιπροσώπων των συμβουλίων, προσπαθούσε να θολώσει τα νερά. Η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής δεν πειράχτηκε, η ‘’ελευθερία’’ του τύπου δεν αμφισβητήθηκε επιτρέποντας στην κυβερνητική προπαγάνδα να δυσφημεί τα συμβούλια φτάνοντας στο σημείο να καλεί ανοιχτά ακόμα και σε δολοφονίες Σπαρτακιστών. Κοινωνικά δικαιώματα που κατοχυρώθηκαν εκείνες τις μέρες μέσα από την πίεση των γεγονότων, όπως η καθιέρωση του 8ώρου και το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, δεν ήταν παρά μέτρα για τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης. Στο εκτελεστικό συμβούλιο που ήταν υπεύθυνο για τον συντονισμό των χιλιάδων συμβουλίων επικρατούσε χάος. Αν και σ’ αυτό ηγεμόνευε το πολιτικό κλίμα του ανεξάρτητου κόμματος, αδυνατούσε να αποτελέσει πολιτικό κέντρο διεύθυνσης της Επανάστασης όπως κατάφερε να κάνει το αντίστοιχο της Πετρούπολης στη Ρωσία. Πράκτορες της κυβέρνησης, καριερίστες, αναξιόπιστες προσωπικότητες είχαν διεισδύσει και σαμπόταραν τις αποφάσεις του. Ο κίνδυνος να λειτουργήσει στην ουσία ως παράρτημα των υπουργείων έγινε πραγματικότητα, υποκύπτοντας σταδιακά στις πιέσεις που δεχόταν. Αυτό δημιούργησε γόνιμο έδαφος ώστε στελέχη του ανεξάρτητου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να αποδεχθούν την ανάγκη μιας νέας διάσπασης και να προσφέρουν την αυτόνομη πορεία του Σπάρτακου ως ένα πλέον ξεχωριστό, επαναστατικό κόμμα. Με φάρο τα αποτελέσματα της Οκτωβριανής Επανάστασης και με οδηγό το συμπαγές κόμμα των μπολσεβίκων προσπαθούσαν να μεταφέρουν την εμπειρία των Ρώσων επαναστατών στη γερμανική πραγματικότητα. Όμως, σε τίποτα δεν έμοιαζε με το προσδοκώμενο πρότυπο. Αν και όλα προμήνυαν πως η αρχή της επανάστασης του Νοεμβρίου θα καταπνίγονταν σε αυτό το σημείο από τα σχέδια της κυβέρνησης και των δύο πλέον υποταγμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, οι αγανακτισμένοι εργάτες κατάφεραν να επανέλθουν. Το επαναστατικό πνεύμα δεν είχε ακόμα σβήσει και ακολούθησαν δύο γεγονότα που τόνωσαν την αυτοπεποίθηση της επαναστατικής πτέρυγας. Επιστρέφοντας από τον πόλεμο, μεραρχίες ναυτών ριζοσπαστικοποιήθηκαν λόγω της κατάστασης στα μετόπισθεν και έδωσαν νέα τροπή στα γεγονότα σμίγοντας με τους εργάτες και αφοπλίζοντας μεραρχίες στρατιωτών που παρέμεναν πιστές στην κυβέρνηση.
Στις 5 Ιανουαρίου είχε προγραμματιστεί διαδήλωση διαμαρτυρίας για την αποπομπή του αρχηγού αστυνομίας του Βερολίνου που είχε διοριστεί με τις ευλογίες του ανεξάρτητου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργατικές μάζες, συνοδευόμενες από ένοπλους εξεγερμένους στρατιώτες και ναύτες, εντυπωσίασαν με την αθρόα συμμετοχή τους πραγματοποιώντας μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις της ιστορίας, υπερασπιζόμενοι τον σύντροφό τους. Τότε πάρθηκε η απόφαση να δοθεί το έναυσμα για την ανατροπή της κυβέρνησης και την σοσιαλιστική επανάσταση. Η εντολή όμως δεν βρήκε, παρά μόνο σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, ανταπόκριση. Ο χρόνος δούλευε υπέρ της κυβέρνησης που ήταν αποφασισμένη να πλήξει τους εχθρούς της, επεμβαίνοντας σε καταλήψεις εξεγερμένων, συλλαμβάνοντας και φονεύοντας στελέχη, μέλη του Σπάρτακου. Το νεογέννητο κομμουνιστικό κόμμα φάνηκε από την αρχή μουδιασμένο, καταδικασμένο και απομονωμένο. Άπειρο και με τους ηγέτες του ουσιαστικά αποκομμένους από τη δραστηριότητα και τις συνειδήσεις των εργατών κατάφεραν να δώσουν μόνο μία γενναία μάχη, σε μια στιγμή που έκρινε αναπόφευκτη την τόλμη για το αποκορύφωμα. Οι δολοφονίες του Λίμπνεχτ και της Λούξεμπουργκ επισφράγισαν τραγικά αυτό το αποτέλεσμα.
Η ίδρυση του κομμουνιστικού κόμματος συνέβη σε μία περίοδο που η πρωτοπορία βρισκόταν σε σύγχυση και ενώ τα προηγούμενα χρόνια κατακεραύνωναν κάθε ενδεχόμενο διάσπασης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στις τάξεις του εξεγερμένου λαού να μην έχει προλάβει να γίνει σαφές τι υπηρετούσε κάθε πολιτικός οργανισμός. Πλέον υπήρχαν τρία κόμματα που δήλωναν πως υπηρετούσαν τον σοσιαλισμό, με μία κυβέρνηση να ενσωματώνει στην αφήγησή της σοσιαλιστικά στοιχεία για να μπορεί να έχει απεύθυνση και να αποπροσανατολίζει. Η διάθεση για επαναστατική δράση ξεχείλιζε και η απαραίτητη καθοδήγηση που θα συντόνιζε την οργάνωση της επανάστασης δεν είχε προλάβει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ενόπλων. Η ιστορική ευκαιρία κατάληψης της εξουσίας βρισκόταν προ των πυλών και έτσι χάθηκε η δυνατότητα το μικρόβιο του μπολσεβικισμού να γίνει πραγματική γάγγραινα στους κόλπους της αστική τάξης και των συνεργατών της.
Στην εικόνα: Πολιτοφυλακή του Σπάρτακου, στο Βερολίνο την 31η Ιανουαρίου 1919