Ανάμεσα στις 17 Νοεμβρίου και 6 Δεκεμβρίου, μέσα σε δύο εβδομάδες έχουμε τις επετείους από δύο πολιτικές εξεγέρσεις που εκτυλίχθηκαν στην Ελλάδα. Είναι δύο ημερομηνίες όπου το αστικό κράτος βρέθηκε στριμωγμένο από το ταξικό κίνημα και προσπαθεί να τις λασπολογήσει με ελπίδα να εξαφανιστούν από την ιστορική μνήμη.
Η Ελλάδα αποτελεί πρωτοφανή εξαίρεση από τις δυτικές δημοκρατίες. Την ώρα που όλα τα καθεστώτα (αυταρχικά και μη) στη μεταπολεμική Ευρώπη κατάφερναν να περιορίζουν τις αντικυβερνητικές εκδηλώσεις με συντεταγμένο τρόπο ή το πολύ με ανοργάνωτα και διαχειρίσιμα urban riot, το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεχόταν συστημικές αμφισβητήσεις ως κομμάτι πολιτικού σχεδιασμού από ριζοσπαστικές δυνάμεις.
Πολυτεχνείο `73: ο ελληνικός «Μάης»
Πριν από το Νοέμβρη
Το Νοέμβριο του 1973 η τριήμερη κατάληψη του Πολυτεχνείου αποτελεί την ελληνική εκδοχή του Γαλλικού Μάη που συγκλόνισε τη γαλλική επικράτεια το 1968.
Η στρατιωτική δικτατορία που είχε επιβληθεί στην ελληνική επικράτεια στις 21 Απριλίου 1967, ανέβαλε την επαναστατική ορμή που διαπερνούσε τον πλανήτη αλλά δεν κατάφερε να την εξαφανίσει. Καμία χωρά στον πλανήτη δεν απέφυγε μια αντικαπιταλιστική κλιμάκωση αγώνων. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η διάθεση αλλαγής του κόσμου, εκφράστηκε σε κάθε γωνιά της γης. Αυτό είναι το γενικό πολιτικό πλαίσιο που διαβάζει ένας ιστορικός από μακριά για την περίοδο. Στην πράξη, όμως, οι «αντικειμενικές» συνθήκες δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για αριστερή πολιτική εξέγερση.
Ανάμεσα στο 1949 και 1967, σε λιγότερο από είκοσι χρόνια, το αστικό μπλοκ είχε επιφέρει σημαντικά πλήγματα στην αριστερά. Η ήττα στον εμφύλιο έβγαλε στην παρανομία όλες τις οργανώσεις, ενώ ο κάθε σύντροφος ή συντρόφισσα βρίσκονταν κυνηγημένοι με εξορίες, φυλακίσεις, βασανιστήρια, αρπαγή παιδιών από τις αριστερές οικογένειες στα οικοτροφεία (τις διαβόητες «Παιδουπόλεις») της βασίλισσας Φρειδερίκης (ή «Φρίκης», που την αποκαλούσε ο λαός) και «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» που δεν μπορούσες να βρεις πουθενά δουλειά.
Το διεθνές κλίμα και η άνοδος επαναστατικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη, το αντιπολεμικό για την επέμβαση στο Βιετνάμ, το κίνημα των ένοπλων Μαύρων Πανθήρων στις ΗΠΑ έδωσαν νέα ώθηση στο εργατικό κίνημα. Ήδη στις εκλογές του 1958 και μόλις μόνο 9 χρόνια από τον Εμφύλιο η αριστερά – μέσω ενός δημοκρατικού μετώπου για να σπάσει την απαγόρευση – συγκεντρώνει 24% και έρχεται δεύτερη δύναμη. Τη δεκαετία του `60 το αστικό κράτος εξαπολύει τρομαχτική επίθεση σε κάθε κλίμακα: Νοθεύει τις εκλογές του 1961, οργανώνει δολοφονίες αριστερών ακόμα και βουλευτών (όπως του Λαμπράκη) και εν τέλει οργανώνει δωροδοκίες και αποστασίες βουλευτών για να πέσει η κεντρώα κυβέρνηση Παπανδρέου το 1965. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, στα Ιουλιανά, μεγάλες εργατικές συγκεντρώσεις ξεφεύγουν από τον έλεγχο της συνδικαλιστικής ηγεσίας και συγκρούονται με την αστυνομία.
Όμως η πολιτική ήττα της αριστεράς την εμποδίζει να «διαβάσει» σωστά την περίοδο και να οργανώσει την κλιμάκωση των αγώνων. Η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ το `44 είχε γίνει και πολιτικός αφοπλισμός. Όταν έγινε το πραξικόπημα του 1967, οι εφημερίδες του ΚΚΕ ήταν στο τυπογραφείο με κεντρικό τίτλο «γιατί δεν θα οργανωθεί στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα» και, φυσικά, δεν μπόρεσε να καλεστεί ούτε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας έστω για την ιστορία.
Μέσα σε αυτή τη δεκαετία, μικρές ήταν οι δυνάμεις της Επαναστατικής Αριστεράς. Στην ουσία, η δεκαετία του `60 αποτέλεσε μια σπορά νέων επαναστατικών ιδεών. Αγωνιστές που εμπνέονται από τον Γκεβάρα, το Μάο, τον Μάλκολμ Χ διαμόρφωναν μια καινούρια μαγιά επαναστατών.
Οι 60 ώρες που άλλαξαν την ιστορία
Την ώρα που το ελληνικό αστικό μπλοκ φαίνονταν κυρίαρχο στις πολιτικές εξελίξεις, δεν ήταν όλα τόσο ρόδινα. Οι νέες συνθήκες απαιτούσαν ένα πιο δημοκρατικό περιβάλλον, με ενίσχυση του κράτους πρόνοιας μιας και ήταν ανάγκη για την ενσωμάτωση ευρύτερων κοινωνικών κομματιών από την εργατική τάξη, με καλύτερη εκπαίδευση για τις σύγχρονές απαιτήσεις της οικονομίας. Το καθεστώς πίστευε πως έλεγχε την αριστερά και δοκίμασε την ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση. Μια διαδικασία, δηλαδή, κατά την οποία το καθεστώς προχωρά σε ελεγχόμενες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Ένα τέτοιο σενάριο εκτυλίχτηκε στην Ισπανία μετά το Φράνκο και στη Χιλή του Πινοσέτ. Δεν πήραν όμως υπ` όψη τους την Άκρα Αριστερά.
Οι μικρές επαναστατικές ομάδες που είχαν φτιαχτεί μέσα στη Χούντα παρ` όλες τις πολιτικές διαφωνίες τους σε θεωρητικό επίπεδο, ενοποιούνταν σε ένα επίπεδο: να βρούμε τις ευκαιρίες, να βρούμε τις αδυναμίες του καθεστώτος ώστε αν προτάξουμε την αντικαπιταλιστική αντεπίθεση!
Στις 15 Νοεμβρίου του 1973 μια φοιτητική συνέλευση στη Νομική κερδίζεται από τις δυνάμεις της Επαναστατικής Αριστεράς και κατευθύνεται προς το Πολυτεχνείο και το καταλαμβάνει. Η κατάληψη στο μυαλό των Επαναστατών τότε, αποτελούσε ένα στρατηγικό σχέδιο εξέγερσης! Η κατάληψη ήταν το όπλο των γάλλων φοιτητών στο Καρτιέ Λατέν το 1968 και δεν ήταν κλείσιμο σχολής, αλλά μετατροπή ενός κοινωνικού χώρου ως ορμητήριο πάλης. Η επιλογή του ΕΜΠ έγινε με πολιτικά κριτήρια γιατί ήθελαν ένα κτίριο στο κέντρο της πόλης και όχι σε έναν δρόμο στη Σόλωνος να αποκλειστεί από την αστυνομία. Η χούντα κατ `αρχήν ήλπιζε στη γρήγορη αποκλιμάκωση. Από τη μία να δώσει εξετάσεις πολιτικής ανοχής και από την άλλη να παίξει η ρεφορμιστική αριστερά τον εκτονωτικό της ρόλο.
Στην αρχή η κατάληψη αντιμετωπίζεται ως «προβοκατόρική ενέργεια». Το βράδυ της Τετάρτης οι δυνάμεις ΚΚΕ, ΚΚΕεσ και ΠΑΣΟΚ ενσωματώνονται στην κατάληψη και προσπαθούν να την περιορίσουν σε «φοιτητικά αιτήματα ελεύθερης λειτουργίας των σχολών». Η κατάληψη του Πολυτεχνείου προχωρά σε ομάδες που μοιράζουν προκηρύξεις σε διερχόμενους καθώς και εργοστάσια και σχολεία στην πόλη. Μαθητές και φοιτητές προσέρχονται ενώ καταλήψεις ξεσπάνε και σε άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα στην Ελλάδα. Συγκροτείται Εργατική Συνέλευση στο κτίριο Γκίνη για την επέκταση του κινήματος στους εργαζόμενους. Το κίνημα μαζικοποιείται, οδοφράγματα αρχίζουν και στήνονται στην Πατησίων, στην Ακαδημία ενώ το καθεστώς ξεκινά περικύκλωση με χιλιάδες μπάτσους και ελεύθερους σκοπευτές.
Την Πέμπτη 16/11 οι δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς, εγκαταλείπουν τις προτάσεις για «φοιτητικά αιτήματα» και διεκδικούν το «κάτω η Χούντα» να ταυτιστεί με αίτημα για ελεύθερες κοινοβουλευτικές εκλογές. Η συνέλευση του Πολυτεχνείου απορρίπτει τις προτάσεις υποστήριξης ομαλής φιλελευθεροποίησης της Χούντας.
Την Παρασκευή 17/11 η Χούντα ετοιμάζει έφοδο με τανκς και βίαιη καταστολή. Η ρεφορμιστική αριστερά προτείνει αποχώρηση με διαδήλωση η οποία απορρίπτεται. Οι αγωνιστές επιλέγουν να αντισταθούν στην εισβολή με το σώμα τους. Ξέρουν πως θα «χάσουν» αλλά η ήττα του συστήματος θα είναι κολοσσιαία. Θα έχει αποτραπεί ο εξωραϊσμός του και η νομιμοποίηση του.
Το βράδυ εισβάλλουν τα τανκς και η εξέγερση των 60 ωρών τελειώνει. Οι ελπίδες των επαναστατών να χτιστούν μαζικά επαναστατικά κόμματα και όργανα αυτοκυβέρνησης της τάξης, συντρίφτηκαν από το στρατό. Η Χούντα θα πέσει ένα χρόνο μετά μιας και κανένας δεν θέλει να πολεμήσει στην Κύπρο γι` αυτό το άθλιο καθεστώς.
Δεκέμβρης 2008: η αναρχική εξέγερση
Τι προηγήθηκε
Η συντριβή της αριστεράς στη δεκαετία του `90 ήταν τρομακτική. Όχι σε επίπεδο μαχών αλλά σε επίπεδο ιδεών. Για δεκαετίες το επαναστατικό ρεύμα του Γαλλικού Μάη είχε ενσωματωθεί σε μια σύγχρονη παραλλαγή της «μακράς νομίμου ύπαρξης». Το κίνημα των Ζαπατίστας στο Μεξικό και το ακτιβίστικο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα έφεραν ξανά την ελπίδα ανάτασης του ταξικού κινήματος.
Η Λατινική Αμερική έφερε το νέο κόκκινο κύμα που κέρδισε την πολιτική εξουσία σε μια σειρά χώρες. Είτε στη Βραζιλία του Λούλα με το Κοινωνικό Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε, είτε στον Ισημερινό με τον Κορρέα, είτε στη Βολιβία του Μοράλες, είτε στη Βενεζουέλα με τον Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα του Τσάβες η αριστερά αναζητούσε μια εναλλακτική στρατηγική απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό.
Σε άλλες χώρες όπως στις ΗΠΑ ή και σε πολλές ευρωπαϊκές, δημιουργήθηκε ένα ακτιβίστικο κίνημα με σκοπό να μπλοκάρει τις εργασίες του ΠΟΥ. Ένα κομμάτι μετεξελίχτηκε στο Black Block όπου το μπλοκάρισμα αφορούσε την καπιταλιστική μηχανή της πόλης: οι ενέργειες αφορούσαν να μεγαλώσει ο χρόνος που απορρυθμίζεται η λειτουργία της.
Προφανώς και αυτό το περιβάλλον δεν δημιούργησε μόνο το Δεκέμβρη αλλά και το ευρύτερο αντιμνημονιακό κίνημα, όμως στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 έχουμε το ξεκίνημα μιας σημαντικής πολιτικής εξέγερσης.
Μια εξέγερση που δεν ηττήθηκε ποτέ
Μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου το Σάββατο 6 Δεκεμβρίου, ξεσπάνε οι μεγαλύτερες επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα που έχει δει ποτέ η Ελλάδα. Εξοργισμένοι μαθητές από τη δολοφονία του 16χρονου συμμαθητή τους, επιτίθενται σε κάθε αστυνομικό τμήμα σε όλη την Ελλάδα. Η κυβέρνηση αποσύρει τους αστυνομικούς από κάθε γειτονιά και επιβάλλει ακόμα και σε εφέδρους να κυκλοφορούν με πολιτικά γιατί τρώνε ξύλο ακόμα και στο μετρό. Αν είχαμε μείνει εδώ, προφανώς θα ήταν μια αυθόρμητη κοινωνική εξέγερση. Όμως τα γεγονότα τα σημαντικά ήρθαν μετά.
Οι δυνάμεις της αναρχίας αρχίζουν να καταλαμβάνουν κοινωνικά κέντρα και τα μετατρέπουν σε χώρους αγώνα. Η ΓΣΕΕ, η ΕΣΗΕΑ, η Λυρική και πολλοί άλλοι χώροι μετατρέπονται σε κέντρα προπαγάνδας και οργάνωσης. Στις 16 Δεκεμβρίου γίνεται εισβολή στο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ και για λίγα λεπτά πανό που καλούσαν τον κόσμο να κατέβει στις διαδηλώσεις γέμισαν τις οθόνες των τηλεοράσεων. Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο καίγεται στην πλατεία Συντάγματος μιας και τα Χριστούγεννα «ακυρώθηκαν» από το κίνημα.
Η αριστερά στην καλύτερη της εκδοχή ακολούθησε ρόλο διαμεσολάβησης. Αν το ΚΚΕ τράβηξε μια χυδαία φρασεολογία με αρθρογραφίες για τη φουκαριάρα μάνα του μπάτσου δολοφόνου αλλά και τη ξεδιάντροπή προτροπή – καταγγελία της Παπαρήγα (τότε ΓΓ) πως «ο ΣΥΡΙΖΑ χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων», η υπόλοιπη αριστερά απλώς παρακολουθούσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ δια του Αλαβάνου «κατανοούσε» την εξέγερση και έστελνε δικηγόρους υπεράσπισης. Αλλά και ο χώρος της αριστεράς ούτε «μπήκε» με σχέδιο στις καταλήψεις ούτε πρότεινε ποτέ κάποια άλλη εκδοχή.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη, δεν ηττήθηκε όπως αυτή του Πολυτεχνείου. Απλά οι δυνάμεις που τη στήριξαν κατέρρευσαν από το πολιτικό βάρος της επιλογής τους. Το κίνημα αποσύρθηκε από τους δρόμους από την πολιτική αδυναμία της αναρχίας να βρει έστω στα λόγια ένα σχέδιο κλιμάκωσης και επίθεσης στη καπιταλιστική εξουσία.
Συμπεράσματα αντί επιλόγου
Και στις δύο εξεγέρσεις ένας ιστορικός της αριστεράς θα διαγνώσει την έλλειψη των δύο προϋποθέσεων για εξέγερση. Ένας αριστερός εθισμένος στα μεγάλα παχιά λόγια και στις βαρύγδουπες αναλύσεις θα υποστηρίξει πως και στις δύο περιπτώσεις απουσιάζει α) ένα μαζικό λαϊκό κίνημα ΠΡΙΝ την απόφαση εξέγερσης, και β) ένα ώριμο μαζικό επαναστατικό υποκείμενο.
Αυτή είναι μια σωστή παρατήρηση αν δούμε τις εξεγέρσεις αυτές ως το ΤΕΛΟΣ της διαδικασίας. Στην ουσία, όμως, ένα επαναστατικό υποκείμενο ωριμάζει μέσα από μάχες και συγκρούσεις. Η επανάσταση του 1917 δεν θα είχε συμβεί όχι μόνο αν δεν είχε προηγηθεί το 1905 αλλά γιατί οι Μπολσεβίκοι ανέγνωσαν την Επανάσταση του Φεβρουαρίου ως εκκίνηση της διαδικασίας. Καμία, όμως, πολιτική δύναμη που έπαιξε ρόλο στις δύο εξεγέρσεις δεν τη θεώρησε σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο ως προπαρασκευαστική πράξη και άρα να βάλει νέα επικαιροποιημένα καθήκοντα.
Μετά το Πολυτεχνείο του `73 περνάμε στη Μεταπολίτευση όπου η αριστερά αναγεννιέται. Συνδικάτα, φοιτητικές συνελεύσεις, μαζικά κόμματα και τοπικά στέκια δημιουργούν ένα τεράστιο δίκτυο. Παρ` όλο που επαναστατικές κρίσεις συνεχίζονται στη Νικαράγουα, στο Ιράν, στην Πολωνία άλλα και σημαντικά κινήματα στην Ιταλία, οι δυνάμεις δεν προετοιμάζονται για αυτούς τους στόχους.
Αντίστοιχα, μετά τον Δεκέμβρη του 2008 αναρχικά στέκια δημιουργούνται σε κάθε πόλη και γειτονιά της Ελλάδας. Το κίνημα των πλατειών θα αφουγκραστεί (και) τις αναρχικές προτάσεις. Όμως η ανικανότητα απάντησης «τι δεν κάναμε τον Δεκέμβρη» παραλύει και εν τέλει παρακμάζει τις αναρχικές συλλογικότητες.
Οι εξεγέρσεις γίνονται από υποκείμενα που είναι πρόθυμα να τις υλοποιήσουν και η επιτυχία βασίζεται στην κατανόηση πως η μάχη με τον καπιταλισμό αφορά την εκμετάλλευση των αδυναμιών του και την υποστήριξη των ευκαιριών που θα μας δοθούν. Δεν είμαστε ιστορικοί να μελετάμε το παρελθόν, αλλά ζώντα υποκείμενα που έχουμε ένα και μόνο καθήκον: να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό στη «βάρδια» μας.
του Αλέξανδρου Γανδή