Ο νόμος ‘’Χατζηδάκη΄΄ που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2021 ήρθε για να υποτάξει τους εργαζόμενους βάζοντας στο στόχαστρο πολιτικά και εργατικά δικαιώματα. Η στοχοποίηση του 8ωρου, η διεύρυνση της κατάργησης της Κυριακάτικης Αργίας, η αναίρεση της υποχρέωσης του εργοδότη να καταβάλλει αποζημίωση στο ενδεχόμενο απόλυσης εργαζομένου και άλλες αντεργατικές διατάξεις διαμορφώνουν ένα ζοφερό περιβάλλον για τους εργαζόμενους. Χρυσή ευκαιρία για τις ορέξεις και τα συμφέροντα της εργοδοσίας. Όταν η ανεργία παραμένει στα ύψη, οι νέες ανατιμήσεις θα αδειάσουν περισσότερο το ‘’καλάθι της νοικοκυράς’’ και τα σπίτια θα πέσουν θύματα της παγωνιάς, αδυνατώντας να καλύψουν τις νέες αυξήσεις στην ενέργεια, ο νόμος έρχεται να ανατρέψει πλήρως της ζωή της εργατικής τάξης, σπέρνοντας την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα στα μελλοντικά σχέδια της νεολαίας για μία αξιοπρεπή ζωή, πέρα από το δραματικό παρόν που επιβάλλει στις ζωές μας.
Παράλληλα δεν είναι καθόλου τυχαίο που με την απόπειρα αύξησης των κερδών της εργοδοσίας, μέσω της μείωσης του κόστους της εργατικής δύναμης, στοχοποιείται ουσιαστικά η δυνατότητα των εργαζομένων να συνδικαλίζονται. Η απαίτηση εγγραφής του σωματείου στο Γενικό Μητρώο και η κατάθεση όλων των οικονομικών στοιχείων και των εγγεγραμμένων μελών για το δικαίωμα στη διαπραγμάτευση, στην εξαγγελίας μιας απεργίας και άλλων δυνατοτήτων, συνιστά εκβιασμό και φακέλωμα. Ο νόμος στοχεύει στην απονέκρωση των συλλογικών διαδικασιών. Επιβάλλοντας την ηλεκτρονική ψηφοφορία και καταργώντας το δικαίωμα κάθε συνδικαλιστικού οργάνου να συνδιαλέγεται με τους εργαζόμενους διαδραστικά, μέσα από τις ζωντανές, δια ζώσης, λειτουργίες του, το αναγκάζει να χάνει την υλική υπόστασή του και το απομακρύνει από τον πραγματικό χώρο που διεξάγεται η ταξική πάλη. Δηλαδή από τον εργασιακό χώρο.
Η ψηφιοποίηση που διεκδικείται έχει ως σκοπό να μεταλλάξει τα σωματεία σε αόρατες, θεσμικές μορφές, καταγεγραμμένες μόνο στα χαρτιά, επιτρέποντας τη λειτουργία τους κατόπιν άδειας της εργοδοσίας. Δε θα ήταν υπερβολικό να περιγράψουμε πως θέλουν να μετατρέψουν τα συνδικάτα και τα σωματεία σε λέσχες και ΜΚΟ, σε θεσμούς ακίνδυνους για νέα αντεργατικά σχέδια και σε θεσμούς ανεπαρκείς για την εξυπηρέτηση των εργατικών συμφερόντων.
Σε μία τέτοια πραγματικότητα η αντίδραση της αριστεράς το καλοκαίρι είχε χαρακτηριστικά μεμψιμοιρίας, εσωστρέφειας και ηττοπάθειας. Εγκλωβισμένη από την έναρξη της εργαλειοποίησης του κορονοϊού από τη Νέα Δημοκρατία, απομακρυσμένη από το δρόμο και ουρά των εξελίξεων, δεν κατάφερε να δώσει αποτελεσματικές απαντήσεις ενώ οι κινητοποιήσεις της είχαν διεκπεραιωτικό χαρακτήρα και άγγιζαν τα όρια της ‘’κατάθλιψης’’. Οι λογικές ‘’θα αναμετρηθούμε μετά’’ την σκούριασαν και παρ’ όλες τις όποιες μαχητικές φωνές και δυνάμεις που κατέθεσαν σχέδια και αντιλήψεις αντιμετώπισης του προβλήματος στις πραγματικές του διαστάσεις, δεν κατάφερε να κινητοποιηθεί επαρκώς. Η πολιτική και χρονική καθυστέρηση ανασυγκρότησης των δυνάμεων πρέπει να μας προβληματίσει. Αλλά όχι να μας απογοητεύσει. Τις τελευταίες εβδομάδες έχει ανοίξει έντονα το καπάκι των διαβουλεύσεων για το ζήτημα. Η σύσκεψη στις 08/01 στο ΕΚΑ, η συζήτηση που πραγματοποιήθηκε με στο ΣΥΒΧΨΑ στις 19/01 και άλλες πρωτοβουλίες, κρίνονται ως θετικές εξελίξεις για μία κλιμάκωση που έχει ήδη αργήσει. Η πραγματικότητα όμως μας πιέζει με έναν χρόνο που λιγοστεύει όλο και περισσότερο.
Η κοινή ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας Δράσης με φορείς και σωματεία στις 11/01 και η σύσκεψη στις 04/02 στο ΕΚΑ για την οργάνωση κινητοποιήσεων και διαδήλωσης, έρχονται να εμπλουτίσουν το διάλογο και να τον φέρουν στο εξής απαραίτητο επίπεδο: η πιθανή ανατροπή της νομιμότητας που αξιοποιούσαν στα χρόνια της μεταπολίτευσης τα σωματεία θα είναι ένα ισχυρό πλήγμα για την εργατική τάξη. Δεν είναι όμως προϋπόθεση για την ανατροπή του καταπιεστικού καπιταλιστικού συστήματος. Οι προετοιμασίες στις συνειδήσεις και στα σχέδια των αγωνιστών για την πιθανότητα συνέχισης της λειτουργίας των σωματείων ακόμα και εκτός πλαισίου «νομιμότητας», είναι κάτι περισσότερο από αναγκαίο. Η χώνεψη αυτής της ιδέας και η πρόθεση να αναμετρηθούμε με την κυβέρνηση των δολοφόνων, είναι τα συστατικά τα οποία θα περιφρουρήσουν στην πράξη τη νομιμότητά τους και θα στριμώξουν τους εμπνευστές της αντεργατικής επίθεσης. Η εικόνα που επικρατεί τον τελευταίο καιρό με σωματεία που είτε βιάστηκαν να διεξάγουν τις εκλογές τους τον Δεκέμβριο του 2020 είτε υποκύπτουν στο νόμο και τις ανακοινώνουν στο πλαίσιο που επιβάλλει η κυβέρνηση, πρέπει να σπάσει.
Η συνεννόηση σωματείων και πολιτικών δυνάμεων που αντιλαμβάνονται τους κινδύνους και η συμφωνία για διεξαγωγή δια ζώσης εκλογών σε κοινή ημερομηνία, θα δίχαζε την κυβέρνηση που θα είχε να διαλέξει είτε τη σύγκρουση με αυτά, με μία πιθανή τροπή την αναζωπύρωση των αντικυβερνητικών αντιδράσεων είτε την υποτίμησή τους με κίνδυνο όντως να ανατραπεί ο νόμος στην πράξη και την προσφορά χρόνου και χώρου για την διεύρυνση του στην κοινωνία. Ολοένα και περισσότερο, όμως, θα χρειαστεί ένας μαζικός, αντιδεξιός, αντικυβερνητικός αγώνας ώστε να ξηλωθούν και «στην πράξη» και «στα χαρτιά» όλα τα αντιδραστικά νομοθετήματα που έχει περάσει η ΝΔ.