Κοινοβουλευτική δημοκρατία και φασισμός στην Ελλάδα του 20ου αιώνα
του Δημήτρη Κουσουρή, ιστορικού στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης
Η ιδέα ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία αποτελεί το κατ‘εξοχήν πολιτικό σύστημα των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, είναι παράγωγο της ιστορικής εμπειρίας του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, των λεγόμενων «δεύτερου και τρίτου κύματος εκδημοκρατισμού», στην περίοδο που εκτείνεται από τη συγκρότηση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών μετά την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Αποαποικιοποίηση στα 1960-1970, μέχρι τις «μετακομμουνιστικές μεταβάσεις» μετά την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Από τη σκοπιά του σήμερα, της εποχής των Τραμπ, Πούτιν, Ερντογκάν, Όρμπαν, Μόντι, Μπολσονάρου, αυτή η περίοδος κυριαρχίας κοινοβουλευτικών και (έστω τύποις) φιλελελεύθερων μορφών διακυβέρνησης μοιάζει συνάμα σα μια μακρά παρένθεση σε μια ποικιλία αριστοκρατικών, δικτατορικών, φασιστικών, θεοκρατικών και άλλων απολυταρχικών συστημάτων επιβολής και νομιμοποίησης των κυρίαρχων σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής. Από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, η συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης συνδέθηκε ιδιαίτερα με πολέμους και περιόδους μαζικής συμμετοχής της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας στην πολιτική.
Από τη σκοπιά λοιπόν της ανισόμετρης ανάπτυξης της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, οι «ανωμαλίες» του κοινοβουλευτικού βίου της χώρας πριν από το 1974, είναι μάλλον σύστοιχες τόσο με το χαρακτήρα του «κοινωνικού καθεστώτος» που υπερασπίστηκαν, όσο και με τον «κανόνα» της «πολιτισμένης Δύσης». Με άλλα λόγια, η εφαρμογή ενός σύγχρονου φιλελεύθερου κοινοβουλευτικού καθεστώτος στη χώρα από το Σύνταγμα του 1911 και μετά, συνοδεύτηκε από τη δημιουργία περιοχών και καθεστώτων εξαίρεσης, για τους πολίτες των «Νέων Χωρών» μετά τους Βαλκανικούς, κι έπειτα τους μουσουλμάνους, τους εβραίους, τους πρόσφυγες, τους κομμουνιστές, αλλά και πολιτικών και κοινωνικών εφεδρειών για δυναμική επιβολή έξω και πέρα από τους κανόνες του κράτους δικαίου και της δημοκρατικής νομιμότητας.
1. Επίστρατοι: πρωτοφασισμός
Σε ευρύτερη προοπτική, η διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους ολοκληρώνεται μέσα από τη συμμετοχή σε τέσσερις πολέμους στα 1912-1922, κατά τους οποίους διεκδίκησε την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Οι ρίζες του σύγχρονου φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα εντοπίζονται κάπου στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού (1914-1917), γύρω από την είσοδο ή όχι της χώρας στον Πρώτο Παγκόσμιο -που κατέληξε με τη δημιουργία δεύτερης ελληνικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη υπό το Βενιζέλο και τη στρατιωτική παρουσία της Αντάντ και την έξωση του Κωνσταντίνου από το θρόνο.
Λίγο μετά την επικράτηση του Βενιζέλου και το διάταγμα γενικής αποστράτευσης, συγκροτήθηκαν «σύλλογοι εφέδρων» που έφτασαν να αριθμούν πάνω από 100.000 μέλη, η πρώτη μορφή μαζικής οργάνωσης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Οι σύλλογοι αυτοί ενοποιήθηκαν σε έναν οργανισμό με τη γενική ονομασία Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων. Οι μοναρχικοί αξιωματικοί είχαν ηγετικό ρόλο στη συγκρότηση του κινήματος, ενώ οι μορφές οργάνωσης και δράσης, όπως και ο ιδεολογικός προσανατολισμός του κινήματος γύρω από εθνικιστικές και εθνοφυλετικές ιδέες, θυμίζουν τα άλλα πρωτοφασιστικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη κατά την τελευταία φάση του Πολέμου. Η δράση των Επιστράτων ωστόσο, ούτε περιορίστηκε στη βία εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων, ούτε σταμάτησε στην περίοδο του Διχασμού. Μετά την είσοδο της χώρας στον Πρώτο Παγκόσμιο, οι σύνδεσμοι των εφέδρων μετεξελίχθηκαν σε Λαϊκούς Πολιτικούς Συλλόγους, που αποτέλεσαν μεταξύ άλλων όχημα για τη σταδιακή ένταξη των Επιστράτων στο πολιτικό σύστημα του Μεσοπολέμου, κυρίως στην πλευρά των Λαϊκών αλλά και των Φιελελευθέρων.
2. Οι φασιστικές οργανώσεις του Μεσοπολέμου
Η ιστοριογραφία του 20ου αιώνα έχει περιγράψει τις κληρονομιές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ως μια διαδικασία εξαχρείωσης των ηθών και στρατιωτικοποίησης των πολιτικών μορφών οργάνωσης και πάλης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η παραβίαση των κανόνων του κράτους δικαίου, ο στιγματισμός και η καταστολή των «εσωτερικών εχθρών», οι πολιτικές δολοφονίες ή η ενεργός ανάμιξη του στρατού στην πολιτική, χαρακτήρισαν την πολιτική ζωή των ευρωπαϊκών κοινωνιών τόσο στα ανεπτυγμένα ιμπεριαλιστικά κέντρα όσο και στη φτωχή περιφέρεια.
Αν και αρχικά σε δεύτερο πλάνο, στην Ελλάδα, οι κληρονομιές και οι επίγονοι των Επιστράτων παρέμειναν ενεργά τα επόμενα χρόνια. Την ήττα στο Μικρασιατικό πόλεμο του 1919- 1922, ακολούθησαν η έξωση του βασιλιά και η ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας το 1924. Η «δημοκρατική μετάβαση» του 1922-1924 σημαδεύτηκε από τη δολοφονική κρατική καταστολή των απεργιών και τη δραστηριοποίηση ομάδων κρούσης στην υπηρεσία τοπικών πολιτευτών, μοναρχικών ή βενιζελικών, κτηματιών ή εργοστασιαρχών, που χρησιμοποιήθηκαν για την τρομοκράτηση των αγροτικών και εργατικών κινητοποιήσεων. Λίγο αργότερα, η δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου το 1925-1926, και η συγκρότηση της πραιτωριανής φρουράς των Δημοκρατικών Ταγμάτων, διευκόλυνε και επιτάχυνε τη σύνδεση των ολιγομελών ενόπλων ή ημιενόπλων ομάδων κρούσης με το κράτος και τις πολιτικές ελίτ της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η μάλλον οργανική σύνδεση των πρωτοφασιστικών εκείνων μορφωμάτων με το πολιτικό σύστημα ήταν πιθανότατα και ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους, παρά κάποιες μάλλον περιθωριακές και βραχύβιες απόπειρες, καμιά φασιστική οργάνωση δεν απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Η μοναδική σοβαρή εξαίρεση σημειώθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχε η πολυπληθέστερη και πιο δραστήρια εβραϊκή κοινότητα. Η Εθνική Ένωσις Ελλάς (ΕΕΕ) ιδρύθηκε το 1927 και αρχικά δεν έδειξε ικανή να ξεπεράσει τα όρια εντός των οποίων είχαν κινηθεί άλλες φασιστικές ομάδες. Όμως μετά το 1929 και το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα μετά την κήρυξη της χρεωκοπίας από την τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου το 1931, έντεινε τη βίαιη δράση της εναντίον των Εβραίων (στη Θεσσαλονίκη) αλλά και των κομμουνιστών κυρίως σε Αθήνα-Πειραιά και απέκτησε μαζικό χαρακτήρα αριθμώντας περί τα 10.000 μέλη στα 1932. Ως η κατεξοχήν φασιστική οργάνωση του Μεσοπολέμου, η επιρροή της 3Ε απεικονίζει τον τυπικό «διαταξικό» χαρακτήρα των φασιστικών ρευμάτων του Μεσοπολέμου, με σημαντικό το ρόλο τοπικών επιχειρηματιών και αντιδραστικών αστών, που αποτέλεσαν και τους βασικούς χρηματοδότες της, αλλά και το μεγάλο αριθμό εκπροσώπων των πληβειακών στρωμάτων. Οι τριεψιλίτες ή «χαλυβδόκρανοι» όπως ονομάστηκαν από τη χρήση του σιδερένιου κράνους κατ’ αναλογία με τη γερμανική παραστρατιωτική Στάλχελμ, χρησιμοποίησαν σύμβολα δανεισμένα τόσο από τα σύγχρονά τους φασιστικά κινήματα, όσο και από την ελληνική εθνικιστική παράδοση. Ο συνδυασμός της συνέχειας με προϋπάρχοντα ιδεολογικά ρεύματα και της τομής που εισήγαγε η χρήση των μορφών οργάνωσης του ευρωπαϊκού φασισμού, σκιαγραφεί και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ΕΕΕ. Καθώς συνέβη και αλλού στην Ευρώπη, οι ομάδες κρούσης της 3Ε στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά είχα εν πολλοίς την ασυλία των διωκτικών αρχών. Σε μια φάση κρίσης του κοινοβουλευτισμού στην περίοδο πολιτικής αστάθειας που δημιουργήθηκε μετά την πτώση της τελευταίας κυβέρνησης Βενιζέλου το 1932, η οργάνωση ήταν μια απόπειρα μοναρχικών και εθνικιστικών δυνάμεων να αυταρχικοποιήσουν το καθεστώς που ξεπεράστηκε τελικά από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου υπό την ηγεσία του Ιωάννη Μεταξά, ιστορικού ηγέτη του κινήματος των επιστράτων δύο δεκαετίες νωρίτερα, σε ένα «μοναρχοφασιστικό» καθεστώς, που παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με εκείνα του Σαλαζάρ στη Πορτογαλία ή του Ντόλφους στην Αυστρία.
3. Κατοχή, Επανάσταση και Αvτεπανάστοση
Οι πρώτοι που έσπευσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους κατακτητές μετά τη στρατιωτική ήττα του ελληνικού στρατού την άνοιξη του 1941 (σ.σ. μετά τους στρατηγούς που υπέγραψαν τη συνθηκολόγηση και συγκρότησαν κυβέρνηση συνεργασίας μαζί τους) ήταν οι λογής οργανώσεις-θιασώτες του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού ναζισμού. Αν και δεν τους ανατέθηκαν πολιτικά αξιώματα, οργανώσεις όπως η ΕΕΕ (που μετά την επίσημη διάλυση κι εν μέρει απορρόφησή της από το μεταξικό καθεστώς, ανασυγκροτήθηκε τις πρώτες εβδομάδες της Κατοχής), η ΟΕΔΕ, το Εθνικό και Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας και η ΕΣΠΟ εντάχθηκαν από νωρίς στο σκληρό πυρήνα του δοσιλογισμού, τις υπηρεσίες καταστολής, πληροφοριών και κατασκοπείας του Τρίτου Ράιχ.
Η εμπειρία του λιμού κατά τον πρώτο χρόνο της Κατοχής με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα κυρίως από τις λαϊκές τάξεις, κλόνισε τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας, επιτάχυνε την πλήρη απονομιμοποίηση των κατοχικών κυβερνήσεων και δημιούργησε τους όρους για μια πραγματική κοινωνική επανάσταση. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής εμπειρίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με μοναδική ίσως συγκρίσιμη αναλογία τη γειτονική Γιουγκοσλαβία, ήταν ακριβώς το γεγονός ότι εδώ τα κινήματα της αντίστασης ξεπέρασαν τα όρια των δικτύων σαμποτάζ και κατασκοπείας στα μετόπισθεν των περιοχών που ελέγχονταν από τον Άξονα, και έλαβαν μαζικό χαρακτήρα τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα αστικά κέντρα. Ανάμεσα σε πολλές ομάδες και οργανώσεις, μέχρι τα μέσα του 1943 το ΕΑΜ είχε εξελιχθεί στη μοναδική μαζική και πανελλαδική οργάνωση με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη και στρατιωτικό σκέλος 40.000 ενόπλων μαχητών, όπου προστάτευε τις «απελευθερωμένες» περιοχές της ορεινής χώρας, ελέγχοντας μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας σχεδόν το 40% της επικράτειας.
Η συγκρότηση του αντιεαμικού μπλοκ τα έτη 1943-1944 απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» μπορεί να περιγραφεί ως «αντεπανάσταση του βαθέος κράτους». Η αντίληψη πως «το κράτος δεν ψοφά» όπως είχε εύγλωττα διατυπωθεί κατά τις συνταγματικές εκτροπές της προηγούμενης δεκαετίας, αποτέλεσε τον κοινό παρονομαστή για κρατικούς λειτουργούς, ισχυρούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες αλλά και αντικομμουνιστικές οργανώσεις κάθε λογής, φιλοαξονικές και φιλοσυμμαχικές (όπως η γνωστή «Χ»), που έσπευσαν από τα τέλη κιόλας του 1943 να συγκροτήσουν μέτωπο κατά του «αναρχομπολσεβικισμού». Τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής οι διαφορετικές οργανώσεις λειτουργούσαν πλέον ως συγκοινωνούντα δοχεiα, ενώ το κέντρο συντονισμού τους είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό του κράτους της Αθήνας, στα Τάγματα Ασφαλείας, την αστυνομία και τη χωροφυλακή. Οι κρατικές υπηρεσίες που ενσάρκωσαν την κορυφαία εκείνη στιγμή του ελληνικού φασισμού ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας, που κατάφεραν να «εξοικονομήσουν γερμανικό αίμα» οργανώνοντας περί τις 30.000 ενόπλων κατά τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, αλλά και η Ειδική Ασφαλεία, που είχε συγκροτηθεί πριν από τον πόλεμο για τη δίωξη των κομμουνιστών και μέσα στην κατοχή αναβαθμίστηκε και μετεξελίχθηκε σε επιτελικό κέντρο ενός δικτύου 1.500 πληροφοριοδοτών και πρακτόρων από τους οποίους ανήκαν ταυτόχρονα σε μία ή περισσότερες από τις αντικομμουνιστικές οργανώσεις της εποχής.
4. Εθνικοφροσύvη και παρακράτος
Μετά τη Μάχη της Αθήνας το Δεκέμβριο του 1944, που έδωσε στις αστικές ελίτ την «απαράμιλλο ηθική δικαιολογία» για την έξωση του ΕΑΜ από το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα, οι παλιές πολιτικές και οικονομικές ελίτ συγχωνεύτηκαν με την κοινωνική βάση του δοσιλογισμού στο μπλοκ της λεγόμενης «εθνικοφροσύνης». Οι ένοπλοι συνεργάτες ενσωματώθηκαν γρήγορα στη χωροφυλακή, τον στρατό και παραστρατιωτικές ομάδες που εξαπέλυσαν ένα εκτεταμένο κύμα «λευκής τρομοκρατίας» με εκατοντάδες θύματα. Ο εμφύλιος τελείωσε το 1949 στο στρατιωτικό του σκέλος – και μόλις το 1974 ως προς τις άμεσες ιδεολογικές και πολιτικές του επιπτώσεις, όταν με την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών που είχε επιβληθεί επτά χρόνια πριν, καταργήθηκε το λεγόμενο «παρασύνταγμα», οι ειδικοί νόμοι του εμφυλίου που διαμόρφωναν ένα αστυνομικό κράτος εκτεταμένων πολrτικών διώξεων για την κομμουνιστική Αριστερά. Ο αντικομμουνισμός έγινε από το 1945 επίσημη κρατική ιδεολογία.
Η δικαστική εκκαθάριση των δωσιλόγων δεν άργησε να μεταλλαχθεί σε διαδικασία παλινόρθωσης της μοναρχίας και αποκατάστασης των προπολεμικών ελίτ. Πέρα από λίγα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων που δικάστηκαν στη μεγάλη «δίκη των δοσιλόγων» την άνοιξη του 1945, τα μέλη των προπολεμικών ελίτ που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή ή επιδίωξαν ακραίες πολιτικές λύσεις αθωώθηκαν -τις περισσότερες φορές ήδη από την προδικασία. Αυτό δεν αφορούσε μονάχα όσους συνεργάστηκαν ή συνδιαλλάχθηκαν με τους κατακτητές περιστασιακά ή ευκαιριακά, αλλά και ορισμένες από τις πλέον κραυγαλέες περιπτώσεις, που δεν άργησαν να ενταχθούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο μεταπολεμικό καθεστώς.
Το πρόσωπο που συμπυκνώνει και αντιπροσωπεύει γλαφυρότερα τις διασυνδέσεις των ανώτατων δικαστών με ισχυρούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες και τους μηχανισμούς της διοίκησης, της αστυνομίας, του Στρατού ή της Εκκλησίας, αλλά και τις μεταμορφώσεις της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης, ήταν ο εισαγγελέας Κωνσταντίνος Κόλλιας (1901-1998): δείγμα του αντικομμουνισμού του δικαστικού σώματος του μεσοπολέμου, ο Κόλλιας διετέλεσε κατά την Κατοχή μέλος της Επιτροπής Ασφαλείας Αττικής, οργάνου δίωξης «επικινδύνων κομμουνιστών». Αν και υπόδικος για δοσιλογισμό, του ανατέθηκε η οργάνωση των δικογραφιών του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων. Στη δεκαετία του 1960 ο Κόλλιας επρόκειτο να γίνει ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός που προσπάθησε να συγκαλύψει τις πολιτικές ευθύνες για τη δολοφονία Λαμπράκη, αλλά και πρωθυπουργός της πρώτης κυβέρνησης των πραξικοπηματιών το 1967.
Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη νομιμοποίηση της ανάπηρης μεταπολεμικής δημοκρατίας ήταν κομβική. Ο ρόλος των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων αναβαθμίστηκε: η αδελφότητα Ζωή συγκρότησε ένα δίκτυο οργανώσεων σε όλη τη χώρα. Η ενίσχυση του πολιτικού της ρόλου όξυνε τις εσωτερικές αντιθέσεις της οργάνωσης, που λειτούργησε αργότερα σαν μήτρα μιας σειράς άλλων παραεκκλησιαστικών δικτύων και οργανώσεων, με πιο γνωστή την αδελφότητα του «Σωτήρος», μέλη του οποίου υπήρξαν εξέχοντα στελέχη της χούντας του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».
5. Μεταπολίτευση
Η χούντα του Ιωαννίδη έπεσε το καλοκαίρι του 1974 στον πόλεμο της Κύπρου, μετά από την απόπειρα πραξικοπήματος για την ανατροπή του Μακαρίου στην Κύπρο, που οδήγησε στην τουρκική εισβολή και κατοχή της βόρειας Κύπρου μέχρι και σήμερα. Σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας, οι κυβερνήσεις Καραμανλή υποσχέθηκαν να τιμωρηθούν όσοι κατέλυσαν το πολίτευμα, καθώς και εκείνοι που συνεργάστηκαν μαζί τους. Η εμβέλεια των έκτακτων νόμων που ψηφίστηκαν για την τιμωρία των χουντικών αποδείχτηκε λειψή. Η πρώτη δίκη των «πρωταιτίων» ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1975, με δεκατέσσερις καταδίκες σε ισόβια και τρεις σε θάνατο (που μετατράπηκαν αμέσως σε ισόβια), χαρακηρίζοντας ταυτόχρονα το αδίκημα της κατάλυσης της δημοκρατίας «στιγμιαίο» και όχι «διαρκές», περιορίζοντας άρα δραστικά τον αριθμό όσων μπορούσαν να διωχθούν ποινικά. Έτσι, η «αποχουντοποίηση» του κράτους, το λαϊκό αίτημα της εποχής, δεν έγινε ποτέ. Λίγες δίκες για τα βασανιστήρια, που έγιναν κάτω από διεθνή πίεση, οδήγησαν σε καταδίκες-χάδι κάποιων μόνο από τους βασανιστές. Η αστυνομία, η χωροφυλακή, το υπόλοιπο κράτος δεν εκκαθαρίστηκαν ποτέ, με τη μερική εξαίρεση των πανεπιστημίων υπό την πίεση ενός μαζικού και μαχητικού φοιτητικού κινήματος.
Κάπου εκεί όμως ξεκινάει μια άλλη ιστορία, τα νήματα της οποίας φτάνουν μέχρι το σήμερα: η σκοτεινή όψη της Μεταπολίτευσης, που ξεκινά από τις υπόγειες και φανερές διαδρομές απορρόφησης των «σταγονιδίων» της χούντας στο κράτος και το πολιτικό σύστημα και φτάνει στα χρόνια της κρίσης μετά τους «εθνικούς θριάμβους» του 2004, και τη νομιμοποίηση φασιστικών και ρατσιστικών ιδεών και πρακτικών από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, αλλά και την υιοθέτησή τους από ανώτατους κυβερνητικούς και κρατικούς παράγοντες. Οι πιο γνωστές από αυτές αφορούν φιγούρες σαν κι αυτές του Μιχαλολιάκου και του Βορίδη που από την ηγεσία της νεολαίας ΕΠΕΝ, του κόμματος που ίδρυσε από τη φυλακή ο πρώην δικτάτορας Παπαδόπουλος στη δεκαετία του 1980, πέρασαν στα στούντιο των μεγάλης εμβέλειας καναλιών από τη δεκαετία του 1990 και από εκεί σε βουλευτικούς και κυβερνητικούς θώκους τις δεκαετίες του 2000 και 2010. Η πορεία τους από το περιθώριο στο κέντρο της αστικής πολιτικής σκηνής, περιγράφει μια διαδικασία κανονικοποίησης της ξενοφοβίας, του εθνικισμού, του ρατσισμού, της κρατικής ή εξωθεσμικής βίας και αυθαιρεσίας απέναντι στα πιο ευάλωτα κομμάτια της εργατικής τάξης, εκφασισμού με ένα λόγο της ελληνικής κοινωνίας. Και θυμίζει πως σήμερα, όπως και παλιότερα, στην Ελλάδα, όπως και αλλού, στο βαθμό που τα περιθώρια ελεύθερης κοινωνικής και πολιτικής δράσης και έκφρασης που εγγυάται, έστω τυπικά, ένα δημοκρατικό καθεστώς στην εργαζόμενη πλειοψηφία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλο για την αμφισβήτηση της αστικής κυριαρχίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, οι κυρίαρχες τάξεις θα επιστρατεύουν όλες τις διαθέσιμες εφεδρείες των δυνάμεων της αντεπανάστασης, για να περιστείλουν, να καταστείλουν, να εξουδετερώσουν, ή αν χρειαστεί να καταργήσουν την ελευθερία που κατ` όνομα επαγγέλλονται.