ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗ 7ης ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΝΕΑΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Αθήνα, 29 Νοέμβρη 2020
Ι. Εισαγωγή
Η ίδρυση της ΟΡ.Μ.Α. το 2014 προέκυψε από μια ομάδα συντρόφων και συντροφισσών που ήδη είχαν αναγνώσει προβλήματα του αντικαπιταλιστικού κινήματος το προηγούμενο διάστημα. Στα χρόνια 2008 – 2013 το ταξικό κίνημα δεν μπόρεσε να καταθέσει ένα συνεκτικό αντικαπιταλιστικό σχέδιο στις ιστορικές προκλήσεις της εποχής. Η εξέγερση του Γρηγορόπουλου, το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και η επανεμφάνιση της φασιστικής απειλής, εμφάνισαν στρατηγικές αδυναμίες του αντικαπιταλιστικού χώρου.
Η λειτουργία της Οργάνωσης Μαχητικού Αντιφασισμού έδειξε πως όχι μόνο υπάρχουν θεωρητικά προβλήματα του αριστερού και αναρχικού κινήματος αλλά υπάρχει ρεαλιστική, υπαρκτή δυνατότητα εφαρμογής μιας διαφορετικής αντικαπιταλιστικής στρατηγικής και τακτικής που μπορεί να δίνει και συγκεκριμένες νίκες αλλά και να δημιουργεί βάσεις και παρακαταθήκη για διαφορετικές πολιτικές εξελίξεις στην έκβαση της ταξικής πάλης.
ΙΙ. Για μια νέα αντικαπιταλιστική ομάδα
Η περίοδος 2008 – 2013
Ο χώρος της αναρχίας και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς βρέθηκαν στις ιστορικές στιγμές που προσδοκούσαν και «λύγισαν» από τις ευθύνες τους.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 ήταν αποτέλεσμα της εξέλιξης του αναρχικού “blackblock”. Ξεκινώντας από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα στον ελλαδικό χώρο, ο αναρχικός χώρος ανασυγκροτείται μετά την ήττα του 1995. Εκείνο το μήνα όλα τα σχέδια εφαρμόστηκαν. Επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, καταλήψεις και μετατροπή σε κέντρα αγώνα δημοσίων κτιρίων με μεγαλύτερο ή μικρότερο πολιτικό συμβολισμό (ΓΣΕΕ, ΕΣΗΕΑ κλπ). Ο «δρόμος» φαινόταν να κερδίζεται από το κίνημα. Σε γειτονιές στήνονται και μαζικοποιούνται αναρχικά στέκια. Σε εκείνο το χρονικό σημείο ο χώρος της αναρχίας αδυνατεί να προτείνει το «παρακάτω».
Μέχρι και σήμερα οι οργανώσεις της αναρχίας δεν έχουν προχωρήσει σε μια εποικοδομητική ανασυγκρότηση. Η αδυναμία αυτή, έχει οδηγήσει τις οργανώσεις δε μια πολιτική «απόσυρσης» από τα κεντρικά πολιτικά γεγονότα και επιστροφής πίσω ξανά στον «καθαρό» κινηματισμό. Μιας και το κίνημα (για τις αναρχικές οργανώσεις) είναι κάτι σαν φυσικό φαινόμενο οι οργανώσεις αυτοπεριορίζονται στην αφηρημένη προπαγάνδα. Είτε σαν «στέκια» συντηρούν ένα δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης, είτε προβάλλουν ακτιβισμούς για να συντηρήσουν την «εξεγερσιακή φλόγα». Σε κάθε περίπτωση ο οργανωτικός και πολιτικός διαχωρισμός (δηλ. η σεχταριστική απομόνωση) είναι το (δήθεν) «εχέγγυο της επαναστατικής καθαρότητας» που επιτρέπει τη συντήρηση των πολιτικών μηχανισμών.
Η εξέγερση του 2008 συμπίπτει με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η οποία φτάνει με ενάμιση χρόνο καθυστέρηση και υλοποιείται από το Μνημόνιο του 2010. Όμως ήδη οι οργανώσεις της αναρχίας έχουν χάσει την ευκαιρία το 2009 και πλέον δεν μπορούν να μπουν με κεντρικοπολιτικούς όρους στην ταξική πάλη. Είναι η ευκαιρία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς αλλά και εκείνη δεν μπορεί να ανταποκριθεί.
Η διετία 2010 – 2011 που κλείνει με την μεγάλη συγκέντρωση ενάντια στο 2ο Μνημόνιο είναι η πολιτική περίοδος που αναζητούν όλες οι επαναστατικές οργανώσεις. Το ξέσπασμα της κρίσης και η λυσσαλέα επίθεση του κεφαλαίου στις πληβείες τάξεις διαρρηγνύει την κοινωνική σταθερότητα αλλά και συναίνεση. Εργατική τάξη, νεολαία, αγρότες, μικροεπαγγελματίες αλλά και κομμάτια του ίδιου του πυρήνα αστικού μπλοκαμφισβητούν την ικανότητα του πολιτικού συστήματος να βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση.
Στο επίπεδο της αστικής τάξης τα Επαγγελματικά Επιμελητήρια συγκροτούν τη «ΣΠΙΘΑ» και αναζητούν διεξόδους μακριά από την «κακιά ΕΕ» και τα Μνημόνια. Η Ρωσία ως εναλλακτική συμμαχική διέξοδος δεν είναι μια καρικατούρα γραφικών αλλά αναζητείται δίοδος επικοινωνίας. Το Κυπριακό κεφάλαιο έφτασε πιο κοντά σε αυτή την πιθανότητα αλλά δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Παράλληλα ο «Ευρωμονόδρομος» δέχτηκε τρομαχτικά πλήγματα που επιδρούνστην ΕΕ μέχρι σήμερα. Αποτέλεσμα ήταν τότε η διάλυση του αστικού δικομματικού συστήματος. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στις εκλογές του 2009 αθροίζουν ένα 77,5% του εκλογικού σώματος το οποίο συρρικνώνεται σε 35,5% το Μάη του 2012.Είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο πως μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως «η αστική τάξη δεν μπορούσε να κυβερνήσει όπως πριν». Με ή χωρίς μνημόνια, μέσα ή έξω από την ΕΕ με παράλληλη ανατροπή του «Κοινωνικού Συμβολαίου» και «επαναδιαπραγμάτευση» με τις πληβείες τάξεις τους όρους κοινωνικής συνύπαρξης, η αστική τάξη είχε δημιουργήσει ένα βαθύ ρήγμα νομιμοποίησης της. Όμως υπήρχε κάτι αντίστοιχο «από τα κάτω»;
Το εργατικό και νεολαιίστικό κίνημα κατέθεσαν κάθε ικμάδα ενέργειας και ζωτικότητας. Οι μαζικές αντιστάσεις στην αστική πολιτική ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Ο «κόσμος» πλαισίωνε κάθε κινηματική πρόταση ή συλλογικότητα που εμφανιζόταν σε αυτή την περίοδο. Όμως τα όρια εξαντλούνταν, προφανώς, στις προτάσεις των πολιτικών οργανισμών. Το «δε φεύγουμε από την πλατεία Συντάγματος», το κίνημα των «πλατειών», οι οριζόντιες δικτυώσεις έπαιρναν σάρκα και οστά. Οι καθημερινές συνελεύσεις σε πολλές πλατείες της Αθήνας (αλλά και της επαρχίας) έβαζαν τη στρατηγική της αυτοδιαχείρισης στην πράξη. Η προσδοκία της διαδήλωσης του «ενός εκατομμυρίου που θα ανάγκαζε τους κυβερνώντες να φύγουν με ελικόπτερα όπως στην Αργεντινή» δημιούργησε τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις μετά τη Μεταπολίτευση. Απεργίες διαρκείας (ΔΕΗ, Χαλυβουργία κλπ), μεγάλες και συνεχόμενες 48ωρες Γενικές Πανεργατικές απεργίες υλοποιούσαν το σχέδιο του «εργατικού αποφασιστικού παράγοντα». Οι συγκρούσεις στα «λουλουδάδικα» της Βουλής διατηρούσαν την «μαχητική» και συγκρουσιακή εκδοχή του κινήματος.
Κι όμως! Οι οργανώσεις που αναφέρονται στην αντικαπιταλιστική αριστερά επέμειναν σε μια αναζήτηση αριθμητικής αύξησης των υπαρχόντων γεγονότων λες και αυτά θα ήταν τα κρίσιμα σημεία που θα άλλαζαν το πολιτικό σκηνικό. Η κάθε διαδήλωση προετοίμαζε την επόμενη. Πιο πολλές και πιο μαζικές διαδηλώσεις ήταν η απάντηση. Να φτάσουμε να είμαστε ένα εκατομμύριο κάθε μέρα στους δρόμους! Από την άλλη να γίνουν απεργίες! Μετά να γίνουν διαρκείας! Μετά οι διαρκείας να γίνουν σε κάθε χώρο! Να γίνει γενική απεργία διαρκείας! Οι πλατείες να μαζικοποιηθούν! Να έρχεται πιο πολύς κόσμος! Οι συγκρούσεις να κρατάνε περισσότερο! Να συμμετέχει πιο πολύς κόσμος στο ξύλο με τους μπάτσους! Όλα στο βωμό μιας αφηρημένης μαζικής συμμετοχής, που ακόμα κι όταν υλοποιούταν αναζητούσαν την επόμενη! Οι όποιες «πολιτικές προτάσεις» (πχ Γενική Πολιτική Απεργία ή Εργατικός Έλεγχος) έμεναν σε μια προπαγανδιστική επανάληψη ενός θεωρητικού σχεδίου χωρίς σχέδιο εξέγερσης. Το μαζικό κίνημα είχε φτάσει σε ένα επίπεδο πολιτικής ωριμότητας που «δεν ήθελε να κυβερνηθεί όπως πριν». Αυτή την ανάγνωση της ιστορικής συγκυρίας οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς συνεχίζουν μέχρι σήμερα να την αρνούνται και παραμένουν κι αυτές χωρίς ίχνος πολιτικής ανασυγκρότησης μετά το 2012. Τα εργαλεία που οδήγησαν στην παράλυση παραμένουν αναλλοίωτα και αυτό φάνηκε και στο αντιφασιστικό κίνημα.
Η εμφάνιση της Χρυσής Αυγής ως εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο κι όχι μια περιθωριακή συμμορία εμφανίστηκε με κρότο στις εκλογές του 2012 όπου και πήρε 7%. Η ανασφάλεια και απορρύθμιση της παγκόσμιας κρίσης μετέτρεψε το φασισμό σε ρεαλιστικό πολιτικό σενάριο για την αστική τάξη. Τα λανθασμένα πολιτικά εργαλεία της αριστεράς και της αναρχίας όχι μόνο έχασαν την ευκαιρία της κρίσης 2009-2011 αλλά στεκόντουσαν παραλυμένα στην εμφάνιση του τρομοκρατικού μηχανισμού των Ταγμάτων Εφόδου.
Για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της αστικής τάξης η Χρυσή Αυγή έπρεπε να κατοχυρώσει πολιτικές νίκες έναντι του «ταξικού εχθρού» και για πρώτη φορά μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο το κατάφερε. Το άδειασμα του μεταναστευτικού καταυλισμού του Παλιού Εφετείου στο κέντρο της Αθήνας 4-5 μήνες μετά την εξέγερση του Γρηγορόπουλου από φασιστικά τάγματα εφόδου, ήταν ένα ισχυρό καμπανάκι που δεν το «πήραν» οι οργανώσεις. Την ώρα που στηνόντουσαν οι αντιμνημονιακές πλατείες, ένα ρατσιστικό «άβατο» χτιζόταν στον Άγιο Παντελεήμονα. Στα τέλη του 2010 λόγω του μεγάλου κινήματος δεν μπόρεσαν να στηθούν φασιστικά ψηφοδέλτια. Στο Δήμο Αθηναίων, όμως, η Χρυσή Αυγή παίρνει πάνω από 5% και δίνει ένα τρίτο ισχυρό μήνυμα. Σιγά – σιγά στήνεται ένα φασιστικό δίκτυο με σκοπό να τρομοκρατήσει και, εν τέλει, να διαλύσει τις ταξικές οργανώσεις.
Η αναρχία αδυνατεί να περάσει από τη «χαρτογράφηση των 5 ναζί της γειτονιάς» σε μια ανάλυση όπου «1 στους 20 κατοίκους είναι φασίστας», Η τακτική των «καταδρομικών επιθέσεων» σε ένα πολιτικό κίνημα φαντάζει ηρωική κίνηση αλλά είναι καταδικασμένη στην αποτυχία. Ήταν εύκολη η μετακύλιση σε απόψεις «δεν είναι ναζί οι ψηφοφόροι και υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής» ώστε να διατηρηθεί το ιδεολόγημα της «μιας χούφτας παρακρατικών».Ένα ιδεολόγημα που αγκάλιασε το σύνολο της αριστεράς. Στην αρχή υπήρχε μια υποτίμηση προς χάρη του αντιμνημονιακούαγώνα. Το αντιρατσιστικό φεστιβάλ ακυρώνεται το 2011 ενώ στήνεται ρατσιστικό πογκρόμ στην Αχαρνών. Ο πρόεδρος των εργαζομένων της Χαλυβουργικής και στέλεχος του ΠΑΜΕ συνομιλεί με Κασιδιάρη το Φεβρουάριο του 2012 μέσα στο κατειλημμένο εργοστάσιο! Η αντίληψη πως «οι μάχες με τους φασίστες και οι δικαστικές διώξεις τους θυματοποιούν» δημιουργεί μια πασιφιστική ακινησία που αναζητά μια διαφορετική εκπαίδευση για να φύγουν τα ρατσιστικά μπερδέματα από τη νεολαία! Συνθήματα «καμία ψήφος στους ναζί» με μια αφηρημένη επίκληση «στον κόσμο» να αντισταθεί στις ιδέες του φασισμού δεν μπορούν να αποτελέσουν αντίβαρο στην παράλυση. Σύντομα η αριστερά σύρεται σε μια θεσμική απάντηση στο φασιστικό κίνδυνο. Εν τέλει η «Δίκη της Χρυσής Αυγής» αποτελεί το μοναδικό εργαλείο της αριστεράς.
Οι πολλαπλές αποτυχίες δεν προέκυψαν στην τύχη ούτε είναι ζήτημα θάρρους, αποφασιστικότητας ή προσωπικών αδυναμιών του πολιτικού δυναμικού. Υπάρχει πυρήνας ιδεολογικού και πολιτικού ελλείμματος στο χώρο της αναρχίας και της αριστεράς.
Κρίσιμες ελλείψεις του αντικαπιταλιστικού χώρου
Η εξέγερση του Γαλλικού Μάη το 1968 πυροδότησε ένα παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα και δημιούργησε την επανεμφάνιση μιας Αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του ταξικού κινήματος. Πλέον, όμως, υπάρχει ένας εγκλωβισμός σε απαρχαιωμένες προβληματικές και μια ηττοπαθής αντιμετώπιση του σύγχρονου ταξικού συσχετισμού που οφείλεται σε μια λειψή προσέγγιση της επαναστατικής στρατηγικής.
Η αντιγραφειοκρατική κριτική του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» έχει οδηγήσει σε μια συνθηκολόγηση με την αστική προπαγάνδα. Το «ευτυχώς που δεν νικήσαμε το 1944» κοντεύει να γίνει ηγεμονική άποψη. Αν το 1968 η κριτική στη Σοβιετική Ένωση έδινε πνοή στους αγώνες, σήμερα οδηγεί σε παράλυση. Πλέον η προτεραιότητα στον αντικαπιταλιστικό χώρο δεν αποτελεί το πως θα ανατρέψουμε το σύγχρονο αστικό κράτος αλλά το πώς θα βρούμε δικλείδες ασφαλείας «να μην γραφειοκρατικοποιηθεί το κίνημα»! Η κριτική έχει οδηγήσει ταξικές οργανώσεις σε αυτόμαστιγώματα μέχρι και αυτοδιαλύσεις με ενιαίο χαρακτηριστικό την οργανωτική και πολιτική παράλυση! Οι οργανώσεις, λοιπόν, έχουν βρει την υποτιθέμενη «συνθήκη» που εμποδίζει την «γραφειοκρατικοποίηση»: Το «κίνημα» λειτουργεί σαν την κολυμπήθρα του Σιλωάμ που θεραπεύει πάσα νόσο! Αργά αλλά σταθερά οι οργανώσεις είτε της αναρχίας είτε της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ανακαλύπτουν τον «κινηματισμό» και τον «οικονομισμό» ως κεντρικό πολιτικό εργαλείο.
Έτσι, λοιπόν, οδηγούμαστε στην αφηρημένη επίκληση του «μαζικού κινήματος» που θα λύσει όλα τα πολιτικά προβλήματα ανατροπής του καπιταλισμού. Η αναζήτηση ενός «μαζικού συνθήματος που θα συνεπάρει τα πλήθη» είναι το χρυσό δισκοπότηρο των οργανώσεων. Τα στελέχη τους προσπαθούν να αντικαταστήσουν τη διαλυμένη ρεφορμιστική ηγεσία των συνδικάτων απλά κάνοντας την «ρεφορμιστική» δουλειά και προσπαθώντας να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της τάξης μέσα από την καθημερινότητα.
Ο κινηματισμός, όμως, είδαμε πως οδηγείται σε πολιτικό αδιέξοδο στο αντιμνημονιακό και αντιφασιστικό κίνημα. Έτσι, είτε παραμένει συνειδητά στο περιθώριο της πολιτικής ως κίνημα πίεσης «προς τους κυβερνώντες» είτε συμπληρώνεται από την κοινοβουλευτική ανάθεση – επίκληση. Και στις δύο περιπτώσεις η ρεφορμιστική στρατηγική αποτελεί συνδυασμό με τον κινηματισμό. Η αναζήτηση ενός πολιτικού δυναμικού που θα διαχειριστεί με διαφορετικό τρόπο το αστικό κράτος αποτελεί αναγκαία (και συνήθως μη διακηρυγμένη) προϋπόθεση. Είτε σαν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είτε σαν Λούλα στη Βραζιλία, είτε σαν Τσάβες στη Βολιβία, αναζητείται ένα θεσμικό στήριγμα ώστε να υλοποιηθούν τα κινηματικά αιτήματα. Τα αστικά δικαστήρια θα αποτρέψουν, εν τέλει, την Χρυσή Αυγήκαι γενικά ο αντικαπιταλιστικός χώρος θα «γκρινιάζει» γιατί η κάθε ρεφορμιστική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε αυτά που έπρεπε ως ρεφορμιστής!
Το ρητό «να μην υποκαταστήσουμε το εργατικό κίνημα» λειτουργεί πλέον ως ένα άλλοθι συμβιβασμού και πολιτικής απόσυρσης. «Αφού, λοιπόν, το κίνημα δεν είναι δυνατό, εμείς δεν μπορούμε» είναι η μόνιμηεπωδός. Οι οργανώσεις μετατρέπονται είτε σε ιεροκήρυκες προπαγανδιστές μιας «αλήθειας» που διασώζεται από το κόμμα, είτε σε μια ομοσπονδία ακτιβιστών και συνδικαλιστών. Πολλές φορές κάνουν και τα δύο. Οι οργανώσεις της αριστεράς και της αναρχίας εφαρμόζουν τα ίδια οργανωτικά μοντέλα της κοινωνικής ειρήνης. Την ώρα που βαδίζουμε στο δέκατο χρόνο παγκόσμιας κρίσης, την ώρα που μια νέα πολιτική αποσταθεροποίηση μπορεί να εμφανιστεί ξανά στο κοντινό μέλλον οι οργανώσεις λειτουργούν σα να βρίσκονται στη δεκαετία του `80. Ή μάλλον, με ακόμα πιο αυτοκαταστροφικές επιλογές.
Αργά αλλά σταθερά οδηγούνται και σε πολιτικούς συμβιβασμούς αδιανόητους για μια άλλη περίοδο. Η λογική «να μην αποκοπούμε από την εργατική τάξη» οδηγεί τις οργανώσεις σε πολιτικές εκπτώσεις. Η ανοχή της «πάνω πλατείας» και των ελληνικών σημαιών, η παραίτηση από το αντιφασιστικό κίνημα έχει οδηγήσει σε μια κατολίσθηση των αρχειακών θέσεων. Πλέον και στα εθνικά ζητήματα υπάρχει μια υποχώρηση στις πιέσεις του αστισμού. Στο Μακεδονικό για πρώτη φορά υπήρχε μια σοβαρή άρνηση από δυνάμεις της αριστεράς και της αναρχίας να αποδεχτούν τον αυτοκαθορισμό των Μακεδόνων εντός και εκτός της ελληνικής επικράτειας. Αργά αλλά σταθερά βλέπουμε τον ξεπεσμό μέσα στο 2020 όπου οργανώσεις αποσύρονται και αυτοδιαλύονται στο νέο «εθνικό στόχο της αντιμετώπισης της πανδημίας». Η υποταγή στην αστική επιστημονική κοινότητα, η αποδοχή του κλεισίματος των συνόρων σε πρόσφυγες και μετανάστες, η αποδοχή της περιστολής του ατομικού και συλλογικού δικαιώματος συναθροίσεων και κυκλοφορίας αποτελεί άλλο ένα καρφί στο φέρετρο που ενταφιάζεται η αντικαπιταλιστική στρατηγική.
Βασικές θέσεις για τη δημιουργία αντικαπιταλιστικής πολιτικής ομάδας
Σαν Οργάνωση Μαχητικού Αντιφασισμού έχουμε επεξεργαστεί μια σειρά θέσεων γύρω από την Κομμουνιστική στρατηγική. Η συγκυρία απαιτεί να τις κωδικοποιήσουμε και να αποτελέσουν εφαλτήριο για τη δημιουργία Κομμουνιστικής Οργάνωσης. Θα αποτελούν βασικά πολιτικά στοιχεία αναγνώρισης και στρατολόγησης μελών και στελεχών και θα είναι εργαλεία προσέγγισης ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων.
- Η Εξέγερση ως συνειδητό σχέδιο των Κομμουνιστών που ανοίγει τη διαδικασία γκρεμίσματος του αστικού κράτους και την εγκαθίδρυση της Επαναστατικής Δικτατορίας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αυτοκυβέρνηση των πληβείων τάξεων. Η Εξέγερση δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή της Επανάστασης που θα ολοκληρωθεί με την αταξική κοινωνία.
- Οι Κομμουνιστές οργανώνονται σε συγκεντρωτική Οργάνωση ώστε να μπορούν να υλοποιήσουν το Κομμουνιστικό σχέδιο. Η Κομμουνιστική Εξέγερση δεν μπορεί να γίνει ερήμην της εργατικής τάξης αλλά ούτε προκύπτει τυχαία και αυθόρμητα. Η εργατική τάξη και η νεολαία κυριαρχείται ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά από την κυρίαρχη αστική τάξη και το Επαναστατικό Προλεταριάτο αποτελεί το κρίσιμο κομμάτι της ώστε να συντηρεί την Κομμουνιστική Στρατηγική.
-
Ο καπιταλισμός έχει εξαπλωθεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη και η παγκόσμια οικονομική κρίση στρώνει το έδαφος για μια παγκόσμια απορρύθμιση. Αν δεν υπάρξει Κομμουνιστικό «ξήλωμα» των αστικών καθεστώτων, ο επερχόμενος πόλεμος (είτε παγκόσμιος, είτε τοπικός) θα είναι από όλες τις μεριές αντιδραστικός. Τα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης του καπιταλισμού και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ακόμα και από τους παγκόσμιους πυλώνες του αστισμού (ΗΠΑ – Αγγλία κλπ) δεν αλλάζουν το χαρακτήρα της κρίσης και τα καθήκοντα των Κομμουνιστών.
-
Η Διεθνιστική Πολιτική δεν είναι μια απλή διακήρυξη. Αποτελεί εργαλείο ταξικής συναδέλφωσης με την εργατική τάξη σε κάθε μεριά του πλανήτη, αλλά και στράτευση στην υπονόμευση της αστικής τάξης κάθε χώρας από το πολιτικό υποκείμενο που δραστηριοποιείται σε αυτό το γεωγραφικό-οικονομικό χώρο. Η Διεθνιστική Στρατηγική αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα μέσω του οποίου αναγνωρίζονται οι εδαφικοποιημένες εξεγέρσεις και διαφοροποιούνται από ρεφορμιστικές διαχειρίσεις. Η κατάλυση του αστικού κράτους σε κάποια περιοχή (μέρος ή ολόκληρη εθνική επικράτεια) σκοπό έχει την εξάπλωση της φλόγας της Εξέγερσης, μιας και δεν μπορεί να καταλυθεί η δικτατορία της καπιταλιστικής αγοράς σε μια άκρη του πλανήτη μόνο. Ο ρόλος της Επαναστατικής Δικτατορίας είναι να χρησιμοποιηθεί ως οργανωμένο Πολιτικό Κέντρο ενάντια στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Οι παραπάνω θέσεις θα αναλυθούν παρακάτω αλλά θα πρέπει και να κατατεθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο ομάδας που θα λειτουργήσει τη συγκεκριμένη πολιτική περίοδο. Θα πρέπει να οργανωθούν ιδεολογικά ακτίφ που να είναι πλέον δεσμευτικά και να συμπληρώνουν το ιδεολογικό προφίλ της νέας ομάδας. Το ζήτημα του κράτους, του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», της συγκεκριμένης περιγραφής της εργατικής τάξης και της σχέσης με το Ρεφορμισμό και την Κομμουνιστική Οργάνωση, οι ιδεολογικές αναφορές και κριτική σε σημαντικά ρεύματα και κινήματα είναι απαραίτητα για την ύπαρξη της Ομάδας. Παράλληλα θα πρέπει να κατατεθεί ένα ιδεολογικό και τακτικό σχέδιο Οργάνωσης των Κομμουνιστών. Με ποιο τρόπο συγκροτούμαστε; Με ποιο τρόπο παρεμβαίνουμε στο μαζικό κίνημα; Ο ρόλος του περιοδικού, των κοινωνικών παρεμβάσεων μέσα και έξω από τις οργανώσεις του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, η σχέση μας με εκλογικές διαδικασίες (κοινοβουλευτικές, συνδικαλιστικές κλπ) δεν μπορούν να μένουν στον αυτοσχεδιασμό των συντρόφων και συντροφισσών.
Όλα αυτά αποτελούν τον πυρήνα των συζητήσεων της 7ης Έκτακτης Οργανωτικής Ολομέλειας.
ΙΙΙ. Η Υπεράσπιση της Επαναστατικής Δικτατορίας
Ιστορικός Προσδιορισμός
Ο ορισμός της Επαναστατικής Δικτατορίας από τη μεριά του ταξικού στρατοπέδου εμφανίζεται στη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Ο Ροβεσπιέρος και οι Αβράκωτοι υπερασπίστηκαν τη διαδικασία της Επαναστατικής Δικτατορίας ως μέθοδο προάσπισης των συμφερόντων των πληβείων τάξεων. Ένα καθεστώς δεν «δικάζεται» αλλά ανατρέπεται. Το δυναμικό του (δηλ. ο Βασιλιάς) δεν μπορεί να δικαστεί: ή τον αφήνεις να κυβερνήσει ή τον εκτελείς. Η «Δικτατορία» έρχεται για να εξαναγκάσει ευγενείς και τσιφλικάδες να μην αναπαράγουν τον πλούτο. Η αστική επανάσταση ήταν ακόμα στην αγνή πολιτική της περίοδο όπου ο Διαφωτισμός αναζητούσε λύσεις για την οικονομική και κοινωνική ευημερία όλων των πληβείων τάξεων. Όσα πολιτικά τμήματα αναζητούσαν αυτή τη στρατηγική, γρήγορα αντιλήφθηκαν πως δεν μπορούσε να υλοποιηθεί ειρηνικά και διαχειριστικά.
Η αστική τάξη αναπτυσσόταν μέσα στο Μεσαίωνα και ειδικά στην περίοδο της Απολυταρχίας. Έμποροι, τραπεζίτες, βιοτέχνες συγκέντρωναν όλο και περισσότερο πλούτο και αναβάθμιζαν το κοινωνικό τους στάτους. Για εκατοντάδες χρόνια συνυπήρχαν με ευγενείς, βασιλιάδες και ιερατεία. Η ανάγκη για ένα δικό τους αστικό κράτος και ξήλωμα του παρασιτικού φεουδαρχικού κράτους ερχόταν με τη ραγδαία εξάπλωση της καπιταλιστικής οικονομίας. Σε πολλές χώρες η μετάβαση της πολιτικής εξουσίας έγινε χωρίς «βίαιη πολιτική επανάσταση» αλλά με σταδιακή απόσυρση και μορατόριουμ με την αριστοκρατία. Η αστική τάξη δεν είχε ανάγκη την «Επαναστατική Δικτατορία» γιατί μπορούσε να γίνει κι αλλιώς η «δουλειά». Η μόνη δικτατορία που εφάρμοζε ήταν αυτή ενάντια στις πληβείες τάξεις για να καταστείλει εργατικά, ταξικά κινήματα που άρχισαν να εμφανίζονται.
Είτε, λοιπόν, το 1789 στην Γαλλική Επανάσταση, είτε στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 υπάρχει η ανάγκη διαμόρφωσης μιας ταξικής Επαναστατικής Δικτατορίας που να οργανώσει τα συμφέροντα των πληβείων τάξεων ενάντια στον έλεγχο της ιδιοκτησίας και της οικονομίας από τους αστούς. Ένα τμήμα της Κομμουνιστικής παράδοσης την έχει ορίσει ως Δικτατορία του Προλεταριάτου ώστε να ενωθεί με το ταξικό της πρόσημο
Στη μεταπολεμική Ευρώπη και Αμερική η εξάπλωση των Δημοκρατικών θεσμών, οδήγησε αργά αλλά σταθερά την εγκατάλειψη αυτής τη φρασεολογίας. Ο «Σοσιαλισμός», η «εργατική δημοκρατία», η «αυτοδιαχείριση του λαού» είναι το σύγχρονο πολιτικό λεξιλόγιο μιας και η «δικτατορία» έχει θεωρηθεί πως έχει αρνητικό πρόσημο στο λαϊκό κίνημα.
Όμως υπάρχει κάποια πολιτική χρησιμότητα στην επαναφορά του ορισμού της «Επαναστατικής Δικτατορίας» ή είναι μια στενοκέφαλη ιδεολογική αναφορά;
Η Επαναστατική Δικτατορία ως ταξικό εργαλείο
Η εργατική τάξη δεν μπορεί να χτίσει την δική της οικονομική εξουσία μέσα στον καπιταλισμό.
Η εργατική τάξη δεν μπορεί να χτίσει «σοσιαλιστικές νησίδες» μέσα στον καπιταλισμό. Είτε σε μια πλατεία, είτε σε μια πόλη, είτε σε μια «χώρα» δεν μπορούν να φτιαχτούν άλλες οικονομικές σχέσεις πέραν των καπιταλιστικών.
Η εργατική τάξη όχι μόνο δεν μπορεί να χτίσει ιδεολογική «ηγεμονία» στον καπιταλισμό, αλλά ούτε ανεξαρτησία. Η ιδεολογία μιας κοινωνίας ανήκει πάντα στην κυρίαρχη τάξη που καθορίζει και τους κανόνες του «παιχνιδιού».
Θέτοντας αυτά τα δεδομένα φαίνεται σαν η ταξική μάχη να είναι χαμένη προκαταβολικά. Πως μπορείς να ανατρέψεις ένα παγκόσμιο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα χωρίς να έχεις «κατακτήσεις» και σταδιακή κατοχύρωση μιας σειράς οικονομικών, θεσμικών ή ιδεολογικών ζητημάτων; Εδώ έρχεται η Επαναστατική Δικτατορία όπου αποτελεί ένα διαλεκτικό πολιτικό εργαλείο που υπερασπίζει τα συμφέροντα της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας, οργανώνοντας τις δυνάμεις του ταξικού στρατοπέδου στο παρόν
Το αστικό κράτος δεν είναι ένα τεχνικό εργαλείο, μια γραφειοκρατική ρύθμιση «δουλειών» αλλά μια συνειδητή οργάνωση της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Βασίζεται στο διαχωρισμό της διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας και στη διάκριση των εξουσιών σε Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική. Ακόμα και όταν παρακάμπτει αυτή τη διάκριση, συνεχίζει να την υπερασπίζεται θεωρητικά γιατί μέσα από αυτή διαμορφώνει ένα ευρύτερο κοινωνικό μπλοκ εξουσίας. Η διάλυση του αστικού κράτους ώστε να μην μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα δεν είναι μια θεωρητική εξαγγελία αλλά μια ολοκληρωτική μάχη ώστε να ξεθεμελιωθεί κάθε μηχανισμός σε οικονομικό, δικαστικό, πολιτικό, στρατιωτικό – αστυνομικό, ιδεολογικό – εκπαιδευτικό επίπεδο.
Το ξήλωμα αυτού του μηχανισμού δεν φέρνει την αποδιοργάνωση. Η κατάργηση της αστικής δικαιοσύνης δε θα φέρει νόμο του Λιντς. Η κατάργηση του εμπορίου δε θα φέρει το πλιάτσικο. Η κατάργηση της αστυνομίας δε θα φέρει την αυτοδικία. Η κατάργηση του στρατού δε θα φέρει την πασιφιστική παράδοση της εδαφικοποιημένης Εξέγερσης. Η συγκρότηση της Επαναστατικής Δικτατορίας έρχεται να οργανώσει την ταξική πάλη της εργατικής τάξης όχι, πλέον, σαν κυριαρχούμενη που διεκδικεί αποσπασματικά δικαιώματα.
Στην Κομμουνιστική κοινωνία δεν θα υπάρχει εργατική τάξη γιατί θα ζούμε σε αταξική κοινωνία. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να είναι κυρίαρχη και γι` αυτό αγωνίζεται για την αυτοκατάργηση της μέσα από την κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή η αντιφατική της θέση απαιτεί μια πιο συγκεκριμένη προσέγγισή της.
Εργατική τάξη – Επαναστατικό προλεταριάτο και Κομμουνιστές
Εργάτης, τυπικά και σύμφωνα με τις στενές οικονομίστικες θέσεις είναι όποιος «πουλάει» την εργατική δύναμη του. Τυπικά συνδέεται με τη μισθωτή σχέση. Έτσι, ένας μπάτσος, ένας επιστάτης, ένας διευθυντής και ένας καραβανάς μπορεί να θεωρηθούν «εργατική τάξη», αλλά ένας αυτοαπασχολούμενος όχι. Η διάλυση των μεγάλων εργοστάσιων στην Ευρώπη και η απομακρυσμένη εργασία έχουν δημιουργήσει συγχύσεις. Η επέκταση της εκπαίδευσης της νεολαίας και η κοινωνική κινητικότητα φέρνει το ερώτημα πότε οι σπουδές είναι κομμάτι της εργατικής δύναμης και πότε «κεφάλαιο».
Στην πραγματικότητα αυτό αποτελεί σύγχυση μόνο στα μυαλά των «αριστερών» οικονομολόγων και πολιτικών που ζούνε στις κλειστές πανεπιστημιακές κοινότητες της αστικής διανόησης. Για τους κομμουνιστές πάντα υπήρχε ο διαχωρισμός «εργάτη» και «προλεταριάτο» (και μάλιστα με επαναστατικό πρόσημο). Οι τραπεζικοί υπάλληλοι λχ στη Ρώσικη Επανάσταση δεν αντιμετωπίστηκαν ως «εργατική τάξη που μπορεί να αυτοκυβερνηθεί» αλλά σαν εργαλεία του συστήματος που πιθανά να μπορούν να επιτελούν γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Πέρα από τις δυνάμεις της Κομμουνιστικής Οργάνωσης (που θα δούμε αναλυτικότερα πιο κάτω) είναι απαραίτητο ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης που θα ηγηθεί αυτής της προσπάθειας. Η συλλογική του οργάνωση, η συμμετοχή του σε κοινωνικές – πολιτικές διαδικασίες, ο κομβικός ρόλος στην οικονομική αλυσίδα, η ιδεολογική του ωρίμανση είναι τα στοιχεία που μετατρέπουν έναν «εργάτη» σε συλλογικό, επαναστατικό προλεταριάτο. Το επαναστατικό προλεταριάτο αποτελεί αυτό το συνεκτικό κοινωνικό – πολιτικό μπλοκ που οργανώνει την Κομμουνιστική Δικτατορία.
Αν η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, αν η Κομμουνιστική Οργάνωση είναι το απαραίτητο ιδεολογικό και πολιτικό κέντρο της Κομμουνιστικής Εξέγερσης, το Επαναστατικό Προλεταριάτο αποτελεί τη διαμόρφωση του κρίσιμου υποκειμένου όπου συντελείται αυτή η ιστορική συνθήκη.
Πολιτική Εξέγερση και Κοινωνικός μετασχηματισμός
Η Επαναστατική Δικτατορία δεν θα είχε νόημα αν μετά την Επανάσταση δεν συνεχιζόταν η ταξική πάλη με την αστική τάξη. Για τους Κομμουνιστές η Εξέγερση δεν είναι το «τέλος», δεν είναι ο στόχος μας αλλά η αρχή! Η αταξική κοινωνία δεν έρχεται ως μετεξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος αλλά ως βίαια διαδικασία όπου ξηλώνεται ένα καθεστώς και χτίζεται ένα νέο.
Η Επαναστατική Δικτατορία είναι η εδαφικοποίηση της Κομμουνιστικής Εξέγερσης. Μετά από μια νίκη των Κομμουνιστικών δυνάμεων σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, απέχουμε κατά πολύ από την εγκαθίδρυση του Σοσιαλισμού. Η διάλυση του αστικού κράτους θα φέρει ένα νέο θεσμικό σύστημα που θα έρθει να υπηρετήσει τις νέες κατευθύνσεις. Οι πολιτικές και οικονομικές λύσεις θα πρέπει να οργανωθούν ώστε να προβληθεί με ιδεολογικοπολιτική συνέπεια η Κομμουνιστική στρατηγική.
Μέσα από την Εξέγερση ξηλώνεται η πολιτική ηγεσία του αστικού μπλοκ, αλλά αυτού και μόνο! Η δύναμη της καπιταλιστικής αγοράς συνεχίζει να λειτουργεί, τα ιδεολογικά βαρίδια αιώνων ταξικής κυριαρχίας δεν ξηλώνονται μονομιάς. Η αντεπανάσταση θα παραφυλά είτε «μέσα» στην Επαναστατική Δικτατορία είτε απ` έξω.
Θα χρειάζεται, λοιπόν, να οργανωθεί σε ανώτερο επίπεδο η ταξική πάλη. Για να προκύψει η παγκόσμια αταξική κοινωνία και η κατάργηση των αστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων θα χρειαστεί μια διαδικασία κοινωνικού, σοσιαλιστικού μετασχηματισμού που ΑΝΟΙΓΕΙ με την Κομμουνιστική Εξέγερση.
Θα πρέπει να εξαπλώνεται η πολιτική της αυτοκυβέρνησης όχι μόνο σαν «γραφειοκρατικό» σχήμα αλλά σαν υπεράσπιση της αυριανής κουλτούρας.
Θα πρέπει να προωθείται η δημοκρατική ισονομία των πληβείων τάξεων ώστε να μην διαχωριζόμαστε από το σεξουαλικό ή κοινωνικό φύλο, χρώμα, γλώσσα, εθνοτική ή τοπική καταγωγή.
Θα πρέπει να διαμορφώνεται μια επαναστατική εξωτερική πολιτική που να δημιουργεί νέους θύλακες εξέγερσης και να βάζει προσκόμματα στον ιμπεριαλισμό.
Θα πρέπει να διεξάγει αμείλικτο αγώνα ενάντια στα υποκείμενα του αστικού καθεστώτος. Να ασκεί «δικτατορία» σε κάθε μορφή του αστισμού.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Κομμουνιστική Εξέγερση δεν είναι ένα πραξικόπημα ερήμην της εργατικής τάξης. Οι Κομμουνιστές δεν θέλουν να γίνουν οι νέοι «δίκαιοι» κυβερνήτες και το αστικό κράτος δεν είναι γραφειοκρατικά ουδέτερο ώστε να παραδοθεί στις όποιες κυβερνητικές εντολές. Για να μπορέσει η Κομμουνιστική Εξέγερση να «ανοίξει» το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν αρκεί, λοιπόν, μια «έξυπνη» κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Χρειάζεται μια σύνθετη και διαλεκτική ανάλυση του ταξικού συσχετισμού ώστε να υπάρξουν οι προϋποθέσεις της ανατροπής.
Ο ρόλος της Κομμουνιστικής Οργάνωσης είναι διπλός: από τη μία να αναγνώσει τις ιστορικές ευκαιρίες που η αστική τάξη είναι ευάλωτη αλλά από την άλλη να προετοιμάσει τη συγκρότηση του Επαναστατικού Προλεταριάτου μέσα σε συνθήκες που η εργατική τάξη να αναζητήσει νέες πολιτικές προοπτικές.
IV. Για την Οργάνωση των Κομμουνιστών
Ταξική συνείδηση και ιδεολογία
Αναφέραμε και πιο πάνω πως η ιδεολογία μιας κοινωνίας ανήκει πάντα στην κυρίαρχη τάξη που καθορίζει και τους κανόνες του «παιχνιδιού».
Η εργατική τάξη μέσα στον καπιταλισμό δεν παλεύει για την ανατροπή του συστήματος. Ο «εργάτης αναγνωρίζει» το αφεντικό του ως αναγκαίο συστατικό της κοινωνίας και αυτός δουλεύει στη δουλειά που «παράγει» το αφεντικό. Μέσα στην κίνηση της ταξικής πάλης υπάρχει η «διαπραγμάτευση» των όρων ζωής της εργατικής τάξης με την αστική τάξη.
Η ίδια η οργάνωση της αστικής κοινωνίας μέσα από τις απάνθρωπες κοινωνικές σχέσεις της δημιουργεί ρήγματα αμφισβήτησης. Προφανώς και σε μια περίοδο ανάπτυξης έχει τη δυνατότητα μαζικών οικονομικών και κοινωνικών παροχών που δημιουργούν όρους ενσωμάτωσης. Ίσως έτσι εξηγείται γιατί απουσιάζουν εξεγέρσεις που φτάνουν κοντά στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας στο μεταπολεμικό δυτικό κόσμο. Όμως ο καπιταλισμός γεννά κρίσεις. Έτσι υπάρχουν περίοδοι σαν κι αυτές που ζούμε, που ξηλώνει κάθε κοινωνική «κατάκτηση» των πληβείων τάξεων και επαναφέρει στην επικαιρότητα τη βαναυσότητα του καπιταλιστικού συστήματος.
Η στρατηγική του Κομμουνισμού οργανώνεται από τις Κομμουνιστικές Οργανώσεις και προσπαθούν ΑΠΟ ΕΞΩ από την εργατική τάξη να διαμορφώσουν ένα κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ που να παλέψει για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Κατ αρχήν έρχεται «από έξω» γιατί η εργατική τάξη είναι κυριαρχούμενη ιδεολογικά και έχει πολλαπλά επίπεδα συνείδησης που εξαρτώνται από το επίπεδο της ταξικής πάλης και τη συγκεκριμένη κάθε φορά κοινωνική οργάνωση της εργατικής τάξης.
Όμως αποτελεί «επιστημονικό» και όχι ιδεοληπτικό ισχυρισμό. Ο Κομμουνισμός δεν είναι ένας αυθαίρετος μεταφυσικός ισχυρισμός. Αποτελεί την εξέλιξη όλων των ανθρωπιστικών και δημοκρατικών κινημάτων του ανθρώπινου γένους. Αποτελεί την πολιτική εξέλιξη της ταξικής πάλης και τη διαμόρφωση ενός πολιτικού προτάγματος απελευθερωτικού για όλη την κοινωνία.
Εργατική τάξη: Ρεφορμισμός και Κομμουνισμός
Η εργατική τάξη ως κυριαρχούμενη στον καπιταλισμό ωθείται από τις υπαρκτές κοινωνικές συνθήκες να «παλέψει» για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της. Η συλλογική της παρουσία σε χώρους δουλειάς έρχεται να αμφισβητήσει στην πράξη το ιδεολόγημα του φιλελευθερισμού της «ατομικής διαπραγμάτευσης». Αυτός ο «συλλογικός» (τρέιντ-γιουνίστικος, συνδικαλιστικός) τρόπος πάλης είναι καθημερινό κομμάτι της ταξικής πάλης που βρίσκει να παρέμβει η Κομμουνιστική Οργάνωση. Μαζί με αυτή, όμως, υπάρχει και ο Πολιτικός ρεφορμισμός.
Ο πολιτικός Ρεφορμισμός έρχεται να αναπαράγει τη συνθήκη συμβιβασμού της εργατικής τάξης με την αστική τάξη. Η ιστορία της ταξικής πάλης έχει ελάχιστες στιγμές που αμφισβητείται η αστική ηγεμονία. Η καθημερινότητα του καπιταλισμού βαραίνει, λοιπόν, στο «αδύνατο» της ανατροπής της. Ακόμα κι όταν η εργατική τάξη «παίρνει τα όπλα» πάντα διακηρύσσει πως αυτή δεν μπορεί να κάνει το παραπάνω βήμα παραπέρα.
Ο Ρεφορμισμός, λοιπόν, δεν είναι κάποιο κακοφόρμισμα της ταξικής πάλης αλλά δημιούργημα της. Ο Ρεφορμισμός δημιουργείται μέσα από τις αναστολές, τις φοβίες και τις αδυναμίες της εργατικής τάξης. Αναπαράγεται μέσα στην ταξική πάλη και μπορεί να βρίσκει και διαφορετικά πολιτικά υποκείμενα.
Ο Κομμουνισμός από την άλλη οφείλει να συγκροτείται επιστημονικά ώστε να παλεύει ενάντια όχι μόνο στις δυνάμεις αλλά και να αναγνωρίζει τη δύναμη και την αξία του Ρεφορμισμού. Το πότε ο ρεφορμισμός αποτελεί «διασώστη» του καπιταλισμού και πότε τακτικό σύμμαχο της Κομμουνιστικής Οργάνωσης εξαρτάται από το επίπεδο της ταξικής πάλης και όχι από ιδεοληπτικά σχήματα.
Για το συγκεντρωτισμό της Κομμουνιστικής Οργάνωσης
Η δομή της Οργάνωσης των Κομμουνιστών οφείλει να είναι συγκεντρωτική γιατί έχει να υπερασπίσει μια στρατηγική κόντρα σε μια ολόκληρη κοινωνία που υποστηρίζει το αντίθετο.
Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας δεν είναι για οργανωτικούς αλλά για πολιτικούς λόγους. Έτσι κι αλλιώς η μορφή μιας Οργάνωσης εξαρτάται και από το επίπεδο δημοκρατικών ελευθεριών, κοινωνικής οργάνωσης των πληβείων τάξεων και την πολιτική – οικονομική δομή του καπιταλισμού.
Ο συγκεντρωτισμός δεν είναι η αναπαραγωγή μιας πεφωτισμένης ηγεσίας, ούτε η αφηρημένη «υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία». Αυτά έτσι κι αλλιώς είναι μυθεύματα που λειτουργούν οι αστικοί θεσμοί. Ο συγκεντρωτισμός είναι μια πολιτική δήλωση της σχέσης που θέλουν να έχουν οι Κομμουνιστές με την εργατική τάξη και το Επαναστατικό Προλεταριάτο.
Η Κομμουνιστική Οργάνωση λοιπόν λειτουργεί στον καπιταλισμό, θα πάψει να υπάρχει στον Κομμουνισμό και δεν αποτελεί «πρόπλασμα» της αυριανής κοινωνίας. Οι Κομμουνιστές δεν έρχονται από το μέλλον, δεν αποτελούν «περιούσιο λαό» παρά μόνο κομμάτι οργανωμένου σχεδίου αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
Παρ` όλα αυτά στο εσωτερικό της Οργάνωσης δεν υπάρχουν ταξικοί, φυλετικοί, εθνοτικοί ή σεξουαλικοί προσδιορισμοί. Όχι γιατί υπάρχει μια διαφορετική «παιδεία» αλλά ο κοινός αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό είναι το μοναδικό ενοποιητικό στοιχείο. Το ποιος θα κάνει εισήγηση, θα γράψει άρθρο ή θα κάνει αλυσίδα στην πορεία εξαρτάται από την αφοσίωση του στο πολιτικό σχέδιο και μόνο.
Η Κομμουνιστική Οργάνωση φτιάχνεται για την επεξεργασία της Κομμουνιστικής Εξέγερσης και όχι την αναπαραγωγή ενός διεκδικητικού αγώνα. Κάθε αίτημα, κάθε συμμαχία, κάθε δράση οφείλει να υποτάσσεται σε αυτή τη στρατηγική και τα μέλη «κρίνονται» και «δεσμεύονται» από την προσήλωση τους σε αυτό το στόχο.
Η Κομμουνιστική Οργάνωση και το Πρόγραμμα
Οι παρεμβάσεις των Κομμουνιστών αναζητούν συγκεκριμένα πλαίσια που προωθείται η συμμετοχή και η αυτοοργάνωση του ταξικού κινήματος. Τοπικά συμβούλια, εργατικές ή νεολαιίστικες συνελεύσεις αποτελούν χώροι που εκτυλίσσονται κινηματικές διαδικασίες. Γι` αυτό και η λυσσαλέα επίθεση του αστισμού στις συναθροίσεις τον τελευταίο χρόνο. Αυτές τις διαδικασίες δεν τις υπερασπιζόμαστε με ένα τεχνικό, οργανωτικό τρόπο αλλά προσπαθούμε να δώσουμε περιεχόμενα που ξεπερνούν τη λογική της ανάθεσης.
Σε αυτή την στρατηγική οι δράσεις μιας οργάνωσης μπορεί να έχουν «προπαγανδιστικό» χαρακτήρα αλλά μπορεί και να προσπαθούν να αποτελούν «πυροδότη» μιας ταξικής πόλωσης. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να προωθείται και να υποστηρίζεται ένα Κομμουνιστικό Πρόγραμμα όπου γύρω του να συγκροτείται ένα κοινωνικό – πολιτικό μπλοκ του Επαναστατικού Προλεταριάτου.
Απέναντι στις λογικές του κινηματισμού, οφείλουμε να διεξάγουμε μια πολύπλευρη μάχη. Δεν αναζητούμε μεμονωμένα κέρδη «κοινωνικών» αγώνων αλλά τη σύνδεση τους με το χτίσιμο της αυτοπεποίθησης στην ταξική πάλη και στη εξάπλωση της Κομμουνιστικής στρατηγικής. Έχουμε πολλά παραδείγματα τα τελευταία χρόνια πως «εργατικοί» αγώνες ενσωματώνονται στην αστική, αντεπαναστατική πολιτική.
Οι λούμπεν «εξεγερμένοι» στη Βενεζουέλα που διαδηλώνουν υπέρ του Αμερικάνικου Ιμπεριαλισμού και του Γκουαϊδό, ο αγώνας των εργαζομένων στον Ελληνικό Χρυσό στη Χαλκιδική για τη συνέχιση των εξορύξεων, τα Κίτρινα Γιλέκα που αγκάλιασαν την Γαλλική σημαία, το «δημοκρατικό», αντιρώσικο κίνημα της Μαϊντέν στην Ουκρανία δείχνει πως πρέπει να εξετάζονται τα πολιτικά πρόσημα των δήθεν «εργατικών αγώνων».
Χωρίς την υπεράσπιση του πολιτικού πρόσημου της Κομμουνιστικής Στρατηγικής οι όποιοι αγώνες «ξοδεύουν» τα ποτάμια ιδρώτα ή αίματος των αγωνιστών σε μια στρατηγική συνθηκολόγησης.
Όμως και ο Κομμουνισμός δεν είναι ένα άδειο ρούχο, μια στερεοτυπική αναφορά αλλά εμπεριέχει κρίσιμα πολιτικά προτάγματα.
V. Για το Διεθνισμό
Ιστορική αναδρομή
Η τοποθέτηση του Διεθνισμού αποτελεί απόλυτη αναγνώριση της Κομμουνιστικής ταυτότητας. Το ρητό του Κομμουνιστικού Μανιφέστου «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε, δεν έχετε να χάσετε τίποτα εκτός από τις αλυσίδες σας» αποτελεί αδιαμφισβήτητη τοποθέτηση για τους Κομμουνιστές. Από τη μία αποτελεί αναγνώριση της παγκοσμιότητας του καπιταλιστικού συστήματος που πρέπει να ξηλωθεί και από την άλλη είναι η αναγνώριση της παγκοσμιότητας του κοινωνικού υποκειμένου που θα φέρει την ανατροπή.
Όμως η σταδιακή και ανισομερή ανάπτυξη του καπιταλισμού το 19ο αιώνα έφερε πολλαπλές προσεγγίσεις. Η καθυστερημένη ένταξη μισοφεουδαρχικών καθεστώτων και η ιμπεριαλιστική επέκταση του καπιταλιστικού πυρήνα στο Νότιο (κύρια) ημισφαίριο γέννησε χώρους για «τακτικές».
Η μπολσεβίκικη προσέγγιση δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών αν και ήταν τρομαχτικά μειοψηφική στο ξέσπασμα του Α` Παγκοσμίου Πολέμου. Παρ` όλες τις σχέσεις αποικιών που πράγματι υπήρχαν στην αρχή του 20ου αιώνα δεν μπλέχτηκαν με περιπτωσιολογίες. Ανακηρύξαν τον Πόλεμο από κάθε μεριά «αντιδραστικό» και προπαγάνδισαν την ντεφαιτιστική στρατηγική. Οι κομμουνιστές (σοσιαλιστές) σε κάθε χώρα έπρεπε να παλέψουν ενάντια στη δική τους αστική τάξη και να υπονομεύσουν το αξιόμαχο του «εθνικού στρατού».
Η τότε κυρίαρχη αριστερά, ενσωματώθηκε στην αστική πολιτική. Κάθε σοσιαλιστικό κόμμα αναγνώρισε κάποιου τύπου προοδευτικότητας στον αγώνα της δικής του αστικής τάξης και προσδέθηκε σε αυτή. Στη Γερμανία βρήκαν την ιμπεριαλιστική μοιρασιά των «άλλων» χωρών αντιδραστική, στη Γαλλία ανακάλυψαν την «υπεράσπιση της δημοκρατίας» και ούτω κάθε εξής.
Στη πολιτική πραγματικότητα μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου έχουμε τα κινήματα αποαποικιοποίησης όπου έβαλαν τέλος σε μια σχέση με το ιμπεριαλιστικό κέντρο. Σήμερα μέσα από την αναβίωση της επιθετικότητας του Αμερικάνικου Ιμπεριαλισμού φαντάζει πως μπορεί να υπάρχει χώρος για μια νέου τύπου αντι-ιμπεριαλιστική στρατηγική. Αλλά αυτό θα το δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Διεθνισμός και Ντεφαιτισμός
Η διεθνιστική στρατηγική των Κομμουνιστών δεν είναι μια αφηρημένη ανθρωπιστική εξαγγελία. Προφανώς βασίζεται σε μια ουμανιστική πολιτική που διαπερνά την πολιτική μας, αλλά αποτελεί κρίσιμο ταξικό, πολιτικό εργαλείο.
Η ανάπτυξη του παγκόσμιου και ελληνικού καπιταλισμού δεν αφήνει κανένα περιθώριο αστερίσκου. Δεν υπάρχουν πανανθρώπινα ιδανικά που ενοποιούν την αστική και την εργατική τάξη. Δεν έχουμε κοινούς εχθρούς ή κατάλοιπα αντιδραστικά. Δεν υπάρχουν προοδευτικά τμήματα της αστικής τάξης που μπορούμε να συμμαχήσουμε.
Ο ελληνικός καπιταλισμός αποτελεί έναν από τους δυνατότερους στον πλανήτη και η συνεισφορά μας στο παγκόσμιο κίνημα είναι να τον αποσταθεροποιήσουμε και ανατρέψουμε. Το ξέσπασμα της επιδημίας του Covid-19 αποδεικνύει τη χρησιμότητα αυτού εργαλείου. Οι οργανώσεις που αναφέρονται στον αντικαπιταλισμό αλλά δεν έχουν ντεφαιτιστική στρατηγική προσανατολίστηκαν σε μια πολιτική απόσυρσης και στοίχισης με την αστική τάξη ώστε να αντιμετωπίσουνε «όλοι μαζί την πανανθρώπινη πανδημία».
Η ντεφαιτιστική στρατηγική δεν είναι μόνο όπλο ενάντια στην αστική τάξη αλλά και εργαλείο ταξικής συνεργασίας με οργανώσεις και κινήματα σε άλλες χώρες. Οι πολιτικές συμμαχίες χτίζονται με στιβαρά θεμέλια όταν μετριούνται στην ταξική πάλη. Πως μπορούν πχ να στεριώσουν πολιτικές συμμαχίες σε κόμματα στην Ελλάδα και στην Τουρκία όταν το κάθε ένα αναγνωρίζει δίκαια τα εθνικά αιτήματα της δικής του αστικής τάξης; Πως μπορεί να κρατηθεί αυτή η συμμαχία όταν πέσει η πρώτη εθνικιστική πιστολιά;
Γι` αυτό και μια Κομμουνιστική Οργάνωση δεν πρέπει να μένει μόνο στον αγώνα ενάντια στη «δική της αστική τάξη» αλλά και να χτίζει διεθνείς συμμαχίες. Αν είναι πρώιμο και ουτοπικό σήμερα να μιλάμε για Διεθνή Οργάνωση των Κομμουνιστών, δε σημαίνει πως δεν πρέπει να την έχουμε στην άκρη του μυαλού μας. Έστω σαν όραμα.
Επαναστατική Δικτατορία και Διεθνισμός
Η Διεθνιστική στρατηγική δεν αποτελεί μόνο κρίσιμο παράγοντα της Κομμουνιστικής πολιτικής αλλά και αποφασιστικό κριτήριο της Επαναστατικότητας ενός καθεστώτος.
Πλέον, υπάρχουν χώρες και πολιτικοί παράγοντες που δηλώνουν ανερυθρίαστα «κομμουνιστές» και εφαρμόζουν βαθιά αντιδραστικές, καπιταλιστικές πολιτικές. Σφυροδρέπανα κοσμούν εθνικές σημαίες, βαρύγδουπες δηλώσεις κοσμούν αστούς παράγοντες σε κάθε μεριά της γης. Η Επαναστατική Δικτατορία, όμως, δεν έρχεται να φέρει ένα άλλο πολιτικό δυναμικό στην υπάρχουσα εξουσία.
Η Επαναστατική Δικτατορία δεν έρχεται να διαχειριστεί τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Δεν έρχεται να συμβιβαστεί με μια «ελεύθερη βουνοκορφή» ή κάποια «απελευθερωμένα χωράφια». Αν η Επανάσταση συνθηκολογήσει και περιχαρακωθεί σε «εναλλακτική εθνική ανάπτυξη» παύει να έχει σχέση με την Κομμουνιστική απελευθέρωση.
Η Επαναστατική Δικτατορία αποτελεί εδαφικοποιημένο χώρο πολιτικής εξέγερσης. Πλέον αντί για κάποιες οργανώσεις ή συνδικάτα έχουμε απελευθερωμένες χώρες με «πρεσβείες», «νόμισμα» και εξωτερική πολιτική που μπορούν να βάλουν μπουρλότο στη διεθνή σκηνή. Προφανώς και τα αστικά επιτελεία είναι πιο ψυλλιασμένα μετά το 1917, αλλά και η διεθνοποίηση της πολιτικής είναι πιο μεγάλη από τότε. Ένα ολόκληρο «κράτος» μετατρέπεται σε πολιτικό κέντρο μεταλαμπάδευσης της Επανάστασης.
Για να γίνει αυτό, η Επαναστατική Δικτατορία γίνεται ένα διεθνές «κράτος – προβοκάτορας». Στο εξωτερικό ενισχύει επαναστατικά κινήματα με κάθε τρόπο. Αλλά και στο εσωτερικό «αυτοδιαλύει» το αστικό κράτος. Κάθε μηχανισμός καταπίεσης των πληβείων τάξεων εξαφανίζεται και αντικαθίσταται από αμείλικτο κυνηγητό της αστικής επιρροής.
Η Επαναστατική Δικτατορία δεν έρχεται να αποδεχτεί ένα κομμάτι στην παγκόσμια αγορά αλλά να αποδομήσει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Οι όποιες υποχωρήσεις και συμβιβασμοί δεν εξωραΐζονται. Δεν θεωρητικοποιείται η όποια παροδική συνθηκολόγηση με τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Μόνο τότε μπορείς να σηκώσεις κεφάλι ξανά στην επόμενη ευκαιρία, αν έχεις διατηρήσει την επαναστατικότητα του καθεστώτος.
VI. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός σήμερα
Τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα
Μετά από δύο αιώνες καπιταλιστικής κυριαρχίας και στο πολιτικό επίπεδο δεν υπάρχει, πλέον, κανένα σημείο του πλανήτη που να μην έχει ενταχθεί στην παγκόσμια αγορά. Φυσικά και έχουν πάψει προ πολλού να υπάρχουν προκαπιταλιστικά «κατάλοιπα». Οι εκκλησίες και οι θρησκείες και τα βασιλικά απομεινάρια αποτελούν μια καρικατούρα που το καπιταλιστικό σύστημα διατηρεί ως ένα επιπλέον «εξτραδάκι» στη συγκρότηση της αντιδραστικής ιδεολογίας.
Πλέον ακόμα και η τελευταία αφρικανική ή ασιατική χώρα έχει διαμορφωμένη δική της αστική τάξη με ξεχωριστά συμφέροντα και ανεξάρτητη στρατηγική. Οι οικονομίες διαπλέκονται σε μεγάλο βαθμό και υπάρχουν πολλαπλές πολιτικές και κρατικές συμμαχίες που διαμορφώνουν ένα τεράστιο μεταβαλλόμενο πολιτικό χάρτη.
Η ηγεμονία του Αμερικάνικου Ιμπεριαλισμού τον 21ο αιώνα δεν έχει διαμορφώσει μια PAX AMERICANA που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Δεν υπάρχει μια παγκόσμια πολιτική σκηνή με αποδεκτές ιεραρχίες, όπως τουλάχιστον επικρατούσαν μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, αντίθετα, έχει πολλαπλασιάσει τα ρήγματα και την αστάθεια στους καπιταλιστικούς πυλώνες.
Η ΕΕ παραμένει ο «Μεγάλος Ασθενής» του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας δίνει ένα ισχυρό χτύπημα αλλά και οι εσωτερικές κόντρες διογκώνονται. Πότε με αφορμή την Μεσόγειο, πότε με αφορμή τις ΗΠΑ, πότε με τις χώρες του Βίζεγκραντ διαμορφώνονται πολλαπλές συμμαχίες που εντείνουν τις φυγόκεντρες δυνάμεις.
Η Κίνα και η Ρωσία παραμένουν ισχυροί παίχτες στην παγκόσμια σκηνή παρ` όλο το βάθεμα της κρίσης των οικονομιών τους. Τοπικές εθνικιστικές διαμάχες ξεσπούν σε κάθε μεριά του πλανήτη όπου η κάθε εθνική αστική τάξη επιδιώκει να «ρίξει» την άμεση ανταγωνίστρια δύναμη.
Πλέον στον παγκόσμιο αστικό ιμπεριαλιστικό χάρτη μπορούμε να ισχυριστούμε πως απουσιάζει κάθε μορφής ύπαρξης εδαφικοποιημένης κομμουνιστικής επανάστασης που αναμετράται με το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα με ταξικούς όρους. Όμως απέναντι στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο υπάρχουν τριών ειδών «αμφισβητήσεις» που στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή ένα μελλοντικό επαναστατικό κίνημα πρέπει να πάρει υπόψη του.
Από τη μία υπάρχουν μια σειρά ρεφορμιστικών κυβερνήσεων που προσπαθούν να διαμορφώσουν μια «εθνική στρατηγική» με φιλολαϊκά χαρακτηριστικά. Δεν εξετάζουμε το μέγεθος συμβιβασμού με την τοπική ή παγκόσμια αστική τάξη αλλά απλά καταγράφουμε το ταξικό πρόσημο της. Υπάρχει μια δεύτερη κατηγορία χωρών, οι λεγόμενες «αναθεωρητικές» δυνάμεις. Αποτελούν ως ιστορικό και οικονομικό – πολιτικό μέγεθος συγκρίσιμο με τον ιμπεριαλισμό και αναζητούν την αλλαγή του μοιράσματος της «πίτας» της παγκόσμιας υπεραξίας. Τέλος υπάρχουν και οι «ριγμένες», τοπικές αστικές τάξεις. Δηλαδή αστικά μπλοκ που έχουν μείνει έξω από τη μοιρασιά της λείας και αποτελούν παράγοντα αστάθειας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Αν αυτή είναι η κατάσταση στο αστικό στρατόπεδο, πρέπει να δούμε πως είναι και από τη δική μας μεριά.
Η αντιδραστικότητα της ενδοϊμπεραλιστικής διαμάχης και η ντεφαιτιστική κομμουνιστική στρατηγική
Με βάση την παραπάνω ανάγνωση του καπιταλισμού τα καθήκοντα του παγκόσμιου προλεταριάτου απαιτούν ντεφαιτιστική στρατηγική και μόνο.
Η σφυρηλάτηση της ταξικής μάχης δεν μπορεί να γίνει με περιπτωσιολογία. Μετά από δεκαετίες πολιτικής σύγχυσης και υποχώρησης στη στρατηγική της εθνικής ενότητας, χρειάζεται η επανασύσταση Κομμουνιστικών Οργανώσεων που να μην αναζητούν εθνικούς σωτήρες, αλλά να αναγνωρίζουν στον εαυτό και στο εργατικό κίνημα τη δυνατότητα ανεξάρτητης επαναστατικής πολιτικής.
Η φύση της διαμάχης των εθνικών αστικών τάξεων είναι βαθιά αντιδραστική σε κάθε επίπεδο. Οι όποιες εξαιρέσεις δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι ώστε να προκαλείται σύγχυση στο στρατόπεδο των Κομμουνιστών. Ακόμα και στο επίπεδο της απροκάλυπτης ιμπεριαλιστικής, στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ, δύσκολα θα μπορέσει να βρεθεί αστικό πολιτικό δυναμικό που να αποτελέσει αξιόπιστο τακτικό σύμμαχο.
Ακόμα και την περίοδο της αποαποικιοποίησης υπήρχε μια σημαντική διαφορά των γκεβαρικών κινημάτων με τα καθεστώτα που απλά επέλεγαν τη συμμαχία με την ΕΣΣΔ. Τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα είχαν κοινωνικό και πολιτικό πρόσημο και δεν «χρίζονταν» αντιιμπεριαλιστικά μέσα από εμπορικές συμφωνίες. Αλλά έτσι κι αλλιώς ο αντιμπεριαλισμός πάντα ήταν ετερόφωτος. Χωρίς μια «σοσιαλιστική πατρίδα», χωρίς μια υλική και διπλωματική στήριξη ενός κράτους ο αντιμπεριαλισμός είτε πρέπει να ενσωματώσει αντικαπιταλιστικά, ντεφαιτιστικά χαρακτηριστικά είτε πρέπει να υποταχθεί στην ηγεμονία της δικής του αστικής τάξης.
Η κλιμάκωση της παγκόσμιας κρίσης δεν πρέπει να μας μπερδέψει πάνω στα ανεξάρτητα καθήκοντα της επαναστατικής πολιτικής. Η ντεφαιτιστική προσέγγιση του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος πρέπει να μας αποτρέψει από υποστήριξη πανηγυρτζίδικων «δημοκρατικών» κινημάτων. Και στη Μαϊντέν και στην αραβική άνοιξη και στα Κίτρινα Γιλέκα η υποτίμηση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής οδήγησε σε μια συνθηκολόγηση ακόμα και με σκληρά συντηρητικά κομμάτια της αστικής τάξης. Αυτή η τακτική όχι μόνο διέλυσε ταξικές οργανώσεις αλλά αναβάπτισαν αστικά αντεπαναστατικά «κινήματα» σε «θολά» κινήματα που θα μπορούσαν να διεκδικηθούν.
Μια νέα Κομμουνιστική Οργάνωση πρέπει να βασίζεται στο χτίσιμο ανεξάρτητης πολιτικής αλλά και στην ισχυροποίηση του Επαναστατικού Υποκειμενισμού κόντρα σε κινηματικές αναθέσεις και αυθορμητίστικες πολιτικές.