Λίγο Μεγάλος Περίπατος, λίγο ανάπλαση Εξαρχείων και τα Ζόναρς μου
Ο Μεγάλος Περίπατος εμφανίστηκε ξαφνικά και απρόοπτα στη ζωή της πρωτεύουσας.
Το αποτέλεσμα όμως δε χαροποίησε πολλούς. Λένε πως… Ο ποδηλατοδρόμος βάφτηκε με κίτρινο, ο πεζόδρομος με πράσινο και στη συνέχεια πόνεσαν τα μάτια μας. Οι ζαρντινιέρες είναι μεταλλικές, τα φυτά μέσα τους ασφυκτιούν και μαζί τους κι εμείς. Μα είναι δυνατόν να έγινε μία τόσο πρόχειρη δουλειά ενώ οι προοπτικές του εγχειρήματος να μην το αξίζουν; Δε βλέπουν τι συμβαίνει στις άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις; Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πήραν φωτιά, το αντίστοιχο trend στο Twitter ανέβηκε και διατηρήθηκε στις πρώτες θέσεις για αρκετό καιρό και ο στίχος ”να μπορούσα στα σύννεφα να ‘χα εγώ βενζινάδικο” που γράφτηκε σε μία διαδήλωση προσέφερε μία αίσθηση δικαιοσύνης καθώς αυτοί που αποφάσισαν τους όρους του έργου, κληρονόμησαν το χλευασμό και τον περίγελο του κόσμου.
Θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε το πρόβλημα στις διαστάσεις που του αρμόζει, ανταγωνιζόμενοι τις μικροαστικές γκρίνιες. Σε αυτές τις διαστάσεις από τις οποίες ξεκινούν και αναπτύσσονται τα προβλήματα του κόσμου της πόλης. Ενός κόσμου που στα μάτια του αντικρίζουμε όλους εκείνους που απαρτίζουν την εργατική τάξη και τους καταπιεσμένους από τους οποίους κάποιοι λίγοι αντλούν τον κόπο τους, συνεχίζουν να τρώνε με χρυσά κουτάλια και να χαίρονται με το αποτέλεσμα του Μεγάλου Περιπάτου.
Το φαινόμενο της πόλης δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Οι άνθρωποι δεν εξελίχθηκαν, δεν δημιούργησαν πόλεις όταν αντιλήφθηκαν τη δυνατότητα τους να παρεμβαίνουν στη φύση προς όφελος τους, αμέσως. Οι πόλεις, όπως τις ”απολαμβάνουμε” σήμερα είναι ένα φαινόμενο νηπιακής ηλικίας στη μεγάλη χρονική κλίμακα των ανθρώπινων κοινωνιών. Η εδραίωση του καπιταλισμού συνέβη τον 19ο αιώνα και μαζί του συμπαρέσυρε μεγάλες μάζες πληθυσμών από την επαρχία για να εργαστούν στα εργοστάσια και να δημιουργήσουν τις νέες παραγωγικές σχέσεις: αυτές του κεφαλαιοκράτη και του εργάτη που προσφέρει την εργατική του δύναμη στον πρώτο. Τα εργοστάσια όμως δε μπορούσαν να διοικηθούν μόνα τους. Οι διευθυντές, οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι μπάτσοι, οι παπάδες, οι κάθε λογής πολιτικοί εξυπηρέτησης των συμφερόντων του κεφαλαίου, οι ίδιοι οι αστοί έπρεπε να μένουν κοντά και να ασκούν την εξουσία τους. Αντανακλαστικά δημιουργήθηκαν διαφορετικά κοινωνικά πεδία στις ίδιες τις πόλεις για να φιλοξενήσουν από τη μία την εργατική τάξη και από την άλλη το αστικό μπλοκ. Από τη μία τις πισίνες και από την άλλη τις συχνές διακοπές νερού και ηλεκτρικού ρεύματος. Ταξιδεύοντας λίγο μακριά και επιστρέφοντας στο παρόν, χαρακτηριστικά αποτελέσματα αυτών των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων είναι της Φαβέλας στη Βραζιλία και της παραγκούπολης στο Μακάο. Και στις δύο περιπτώσεις οι τεράστιες αντιθέσεις στην ποιότητα ζωής των κατοίκων απέχουν λίγες εκατοντάδες μέτρα. Κάθε γειτονιά έχει τους κατοίκους που της αξίζει!
Τα σχέδια ”αναβάθμισης της πόλης” δεν προκύπτουν από εξ ορθολογιστικά κριτήρια αλλά από αυτά της ταξικής επίθεσης εις βάρος των εργαζομένων. Αν κάποιος καταφέρει και περπατήσει το Μεγάλο Περίπατο είτε θα ”λιώσει” στη ζέστη από μία Αθήνα που βράζει το καλοκαίρι ή θα ”πνιγεί” από μία Αθήνα που πλημμυρίζει το χειμώνα. Ο Μεγάλος Περίπατος δε μπορεί να διασχιστεί ούτε με τα πόδια ούτε και με τα ποδήλατα, όπως βιάστηκαν κάποιοι να πανηγυρίσουν. Συνεχίζουν οι ποδηλάτες να προτιμούν πχ την περιοχή της Φανερωμένης, στη Σαλαμίνα.
Εμφανίστηκε σε μία περίοδο λυσσαλέας επίθεσης στην εργατική τάξη. Η κρίση του κορονοϊού ήρθε να επισπεύσει τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και να αποτελέσει άλλοθι αναπροσαρμογής του πλούτου, έχοντας στο στόχαστρο την πολυεθνική εργατική τάξη και τη νεολαία. Η απογοήτευση πρέπει να κυριαρχήσει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και ο πολιτικός αντίλογος πρέπει να καταντήσει περιθωριακός, τσακίζοντας τις πλούσιες προοπτικές του. Οι απολύσεις πρέπει να αυξηθούν, οι μισθοί και οι συντάξεις να πέσουν στα ”Τάρταρα”, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες να υποτιμηθούν για να πλαισιώσουν τη νέα φουρνιά πάμφθηνου εργατικού δυναμικού. Τα δρομολόγια των μέσων μαζικής μεταφοράς δεν τροποποιήθηκαν, η κίνηση στους δρόμους αυξήθηκε, έχοντας ως συνέπεια το μποτιλιάρισμα να γίνει καθημερινό φαινόμενο από πολύ νωρίς το πρωί. Το νομοσχέδιο για την ποινικοποίηση των διαδηλώσεων ψηφίστηκε την ίδια περίοδο που ο Μεγάλος Περίπατος δεσπόζει στο μεγαλύτερο κομμάτι της Πανεπιστημίου και στους δρόμους στο Σύνταγμα. Σε αυτούς δηλαδή που τα κομμουνιστικά λάβαρα έχουν υψωθεί τόσες φορές. Ο Μεγάλος περίπατος ήρθε για να συγκρουστεί με τους εργάτες και τις πολιτικές που αμφισβητούν τα κυρίαρχα οικονομικά συμφέροντα και να ικανοποιήσει τα ξενοδοχεία, τις πρεσβείες, τα Ζόναρς της περιοχής.
Ένα επιπλέον μέτωπο που είναι αναπτυγμένο εδώ και δεκαετίες, είναι αυτό στα Εξάρχεια. Η περίοδος της μεταπολίτευσης αποδείχθηκε πραγματικός θησαυρός για τη ”γειτονιά της άγριας νεολαίας”. Κατάφερε να συγκεντρώσει σε όλες τις ιστορικές περιόδους από τότε, τα περισσότερα πρωτοπόρα κομμάτια της πολιτικής ανυπακοής και αποτέλεσε κοινό σημείο αναφοράς σε εκείνους που ήθελαν να συστηθούν στον πολιτικό χώρο της ”αντίπερα όχθης”. Είτε έχει αγγίξει το ιστορικό της πολιτικό ταβάνι είτε όχι, η γειτονιά των Εξαρχείων έχει αξιομνημόνευτη ιστορία και συνεχίζει να ”στεγάζει” αντικαθεστωτικές απόψεις και αντιλήψεις. Και γι’ αυτό ενοχλεί. Και γι’ αυτό λειτουργεί αναγκαία ως ένας αποδιοπομπαίος τράγος για το κράτος και τις κυβερνήσεις. Πάγια τακτική οι ευλογίες και οι ευχές τους στις μαφίες των ναρκωτικών. Κάπου πρέπει να βρίσκονται, κάπου πρέπει να ”σπρώχνουν” και τα Εξάρχεια είναι νούμερο ένα προορισμός. Αυτό συνεχίζεται και σήμερα, σε μία περίοδο που η νέα οικονομική ύφεση βρίσκει μία τραυματισμένη εργατική τάξη, μία κυβερνητική πολιτική στηριγμένη σε ξύλινα ποδάρια από την ανάπτυξη της αμφισβήτησης. Σε μία περίοδο που τα αφεντικά δε μπορούν να εγγυηθούν την επόμενη μέρα στους εαυτούς τους. Οι μπάτσοι απροκάλυπτα δέρνουν και συλλαμβάνουν κόσμο, τα ναρκωτικά αλωνίζουν στην πλατεία, καταλήψεις δέχονται επίθεση, τα δακρυγόνα αντικαθιστούν το οξυγόνο, οι κάτοικοι δυσκολεύονται να παρκάρουν τα αμάξια τους, δυσκολεύονται να επιστρέψουν στα σπίτια τους κι εκείνα αδειάζουν. Χρυσή ευκαιρία για τις περιβόητες επενδύσεις και για την άνθιση των airbnb. Δεν λείπουν γειτονιές που χρειάζονται “αναβάθμιση”. Η επιλογή των Εξαρχείων αποτελεί πολιτική στοχοποίηση μιας συγκεκριμένης γειτονιάς που ακόμα και σε συνθήκες παρακμής της, συμβολίζει πολιτικές αντιστάσεις στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Η γειτονιά πρέπει να αλλάξει ριζικά, αναπόφευκτα με βούρδουλα, και να πάψει να χωράει την εργατική κουλτούρα και τις αντικαθεστωτικές τοποθετήσεις.
Όλα αυτά δεν είναι σημερινά φαινόμενα στον τόπο μας. Σε διάφορες περιοχές της μητρόπολης της Αθήνας, εδώ και χρόνια, έχουν ενσωματωθεί τέτοιες ταξικές διακρίσεις. Χρειαζόταν να περάσουν 120 χρόνια από την εμφάνιση του πρώτου τύπου “μετρό” ώστε η γραμμή 2 να επεκταθεί στις φτωχογειτονιές της Νίκαιας και του Κορυδαλλού ενώ έχουν ήδη εμφανιστεί διαμαρτυρίες για τον αποσυντονισμό των συγκοινωνιών σε αυτές τις περιοχές. Μέχρι τότε οι εργάτες έπρεπε να στριμωχτούν σε παλιά λεωφορεία, από πολύ νωρίς το πρωί, χωρίς να γνωρίζουν επακριβώς τι ώρα θα φτάσουν στις δουλειές τους και σήμερα, ακόμα και με την εγκαθίδρυση σταθμών του μετρό στις γειτονιές τους, δε γνωρίζουν αν θα εμφανιστεί το λεωφορείο δρομολογίου τους. Η ταξική διάρθρωση των συγκοινωνιών εύκολα διαπιστώνεται: ανατολικά του Κηφισού, τραμ – μετρό δηλ “ήπια” μέσα, δυτικά του Κηφισού προαστιακός. Θα μπορούσε κάποιος να διανοηθεί ένα φασαριόζικο τρένο να διασχίζει τις γειτονιές της Νέας Σμύρνης, της Γλυφάδας και του Κολωνακίου, δεκάδες φορές κατά τη διάρκεια της μέρας; Η απάντηση είναι σαφέστατα αρνητική όπως είναι και στο αν θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, αυτό, να μη γινόταν στην περιοχή του Μεταξουργείου.
Οι πολιτικές παρέμβασης στην πόλη, δικαιοδοσία των αρμόδιων θεσμών, σε καμία περίπτωση δεν είναι φιλικές για τον κόσμο της εργασίας και από εκεί αντλούν το νόημα της ύπαρξής τους. Προς το παρόν. Η αντίσταση σε αυτές είναι προϋπόθεση στην άγρια ταξική πάλη που έχει ήδη ξεσπάσει και προδιαθέτει για μία πιο οξυμένη.