Η χρυσή αυγή, από την ίδρυσή της, χτίστηκε καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση των φασιστικών μορφωμάτων του μεσοπολέμου, τόσο ως προς τη δομή της όσο και ως προς την προπαγάνδα και το συμβολισμό που υιοθέτησε. Χρησιμοποίησε όλο το οπλοστάσιο της εποχής, κάτι το οποίο λειτούργησε ενίοτε ως «καρικατούρα» και αφορούσε μια cult λουμπεναρία που συσπειρωνόταν περιστασιακά γύρω από αυτήν την συμμορία. Λέγοντας «καρικατούρα» παρ’ όλα αυτά, δεν υποβαθμίζουμε με κανένα τρόπο την εγκληματική φύση αυτού του ακροδεξιού φασιστικού μορφώματος, το οποίο έφτανε κατά καιρούς σε εκδηλώσεις απίστευτης βαρβαρότητας εκμεταλλευόμενο πολιτικές περιόδους όπως την εθνικιστική υστερία των αρχών του ’90, με αφορμή το μακεδονικό. Επίσης, ένα από τα εργαλεία που επιστράτευσε από τη ναζιστική της παράδοση ήταν η προσπάθεια δημιουργίας παραστρατιωτικών μηχανισμών περιφρούρησης αλλά και τρομοκρατίας με ορούς «πεζοδρομίου», μνημονεύοντας τα τάγματα εφόδου των ναζί κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Είναι εκείνη την περίοδο λοιπόν, που συναντάμε πρώτη φορά τα «τάγματα εφόδου» σαν όρο, κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και την κούρσα τον ναζί προς την εξουσία. Ένας παραστρατιωτικός μηχανισμός που εμφανίστηκε από την πρώτη στιγμή που ο Χίτλερ ανέλαβε την ηγεσία του ναζιστικού κόμματος, τα τάγματα εφόδου έπαιζαν το ρόλο της περιφρούρησης των εκδηλώσεων γενικά αλλά στην συνέχεια, ο κύριος ρόλος τους ήταν η τρομοκράτηση των αντιφρονούντων και κάθε κοινωνικής ομάδας που στοχοποιούσαν οι ναζί.
Τα τάγματα εφόδου της χρυσής αυγής, κατ’ ευφημισμό αν κρίνουμε από την ποιότητα τους (θρασύδειλα λούμπεν στοιχεία που είτε επιτίθονταν αγελαία σε μεμονωμένους στόχους, είτε δρούσαν παρακρατικά πίσω από τις γραμμές των ΜΑΤ) ή κατ’ ουσία αν κρίνουμε από την πολιτική τους κληρονομία, βγήκαν από το σκοτάδι το 2009 στα γεγονότα του παλιού εφετείου στην οδό Σωκράτους, το οποίο είχε καταληφθεί από πρόσφυγες. Η συμβολή της αστυνομίας υπήρξε άμεση καθώς είχε δημιουργήσει τοίχο προστασίας στους ναζί στην Ομόνοια, απέναντι στις δυνάμεις του ταξικού κινήματος που ήταν συγκεντρωμένες στα Προπύλαια και την πλατεία Κάνιγγος ενώ έδειξε προκλητική ανέχεια σ’ αυτά που γίνονταν ένα στενό παρακάτω. Η αιφνιδιαστική αυτή κίνηση τον χρυσαυγιτών, να αποφύγουν δηλαδή τη σύγκρουση με τους αντιφασίστες και να κινηθούν παράλληλα προς ένα στόχο που θεωρούσαν ευκολότερο, προκάλεσε ένα μούδιασμα στο κίνημα και τελικά έμεινε αναπάντητη.
Τα επόμενα χρόνια, η φήμη των ταγμάτων εφόδου γιγαντώνονταν όσο μονιμοποιούταν η κατάσταση εξαίρεσης που έστηνε ο ναζιστικός μηχανισμός στον Άγιο Παντελεήμονα. Μια πλατεία στην οποία η χρυσή αυγή διεκδίκησε να παρεμβαίνει ως κανονιστικός παράγοντας της δημόσιας ζωής, με όρους τρομοκρατίας και υπό την πλήρη κάλυψη του κράτους και των ΜΜΕ. Το ταξικό κίνημα, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έγιναν, δεν κατάφερε να αλλάξει στο ελάχιστο αυτό το ιδιότυπο status quo της πλατείας, το οποίο, μέσω της μονιμότητας που έλαβε τα επόμενα χρόνια, χαρακτηρίστηκε από πολλούς ακόμα και ως “τα Εξάρχεια των φασιστών”. Αυτή η αποτυχία του κινήματος και η έλλειψη αποτελεσματικών εργαλείων που θα ανέκοπταν την καλπάζουσα άνοδο του ναζιστικού μορφώματος της χρυσής αυγής, οδήγησε σιγά-σιγά στην καλλιέργεια ενός μύθου: “των ανίκητων ταγμάτων εφόδου”.
Αν και δεν θα μπορούσαμε να περιγράψουμε εδώ λεπτομερώς τις διεργασίες που έγιναν για την αντιμετώπιση του φαινομένου της αναβίωσης του πολιτικού φασισμού στις αρχές της εν λόγω δεκαετίας, μπορούμε όμως να πούμε ότι το κίνημα πιάστηκε απροετοίμαστο. Απροετοίμαστο όχι μόνο να αντιμετωπίσει την κατάσταση που αναδυόταν στην επιφάνεια αλλά ακόμα και να την κατανοήσει. Παρ’ όλη τη μαχητική εμπειρία των προηγούμενων χρόνων και των μεγάλων αντιμνημονιακών μαχών που δόθηκαν εκείνη την περίοδο, καμία οργάνωση ή συλλογικότητα δεν μπόρεσε να περιγράψει και να υλοποιήσει ένα σχέδιο αποτελεσματικής αντιπαράθεσης με τους φασίστες, το οποίο να μπορέσει ν’ αναδιαμορφώσει την κατάσταση με όρους νίκης για το δικό μας ταξικό στρατόπεδο.
Οι συλλογικότητες της Αναρχίας, δικαιωμένες από την πολύχρονη στράτευση στην αντιφασιστική μάχη, αφού για χρόνια λοιδορούνταν ως “κυνηγοί φαντασμάτων”, δεν κατάφεραν παρ’ όλα αυτά ν’ αντιληφθούν τους μαζικούς όρους που έλαβε το φαινόμενο και επιχείρησαν να το αντιμετωπίσουν με τα εργαλεία των προηγούμενων δεκαετιών. Από τη μια, οι συντονισμοί συλλογικοτήτων δεν μπόρεσαν να έχουν μια πιο ευρεία απεύθυνση και εκ τούτου, περιορίστηκαν στα όρια των μελών τους, γεγονός που έθεσε συγκεκριμένα όρια δράσης. Από την άλλη, οι μικρές ομάδες αντιφασιστικής δράσης που φτιάχτηκαν στις γειτονιές, αδυνατούσαν να αντιπαρατεθούν με την οργανωμένη δράση των ταγμάτων εφόδου, πάντα συνεπικουρούμενη από την αστυνομία στα πλαίσια μιας πολύ παλιάς σχέσης που τονώθηκε τότε, με τα ΜΑΤ και τους ΔΕΛΤΑ να λειτουργούν ως εφεδρικό τάγμα εφόδου και ενίοτε ως μπροστάρηδες. Κάποιες περιφερειακές νίκες διατήρησαν το φρόνημα αλλά δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τους συσχετισμούς για τον ταξικό πόλεμο που, εκείνον τον καιρό, έμοιαζε πιο κοντά από ποτέ.
Η Αριστερά, τα κομμάτια εκείνα που καταλάβαιναν την φασιστική απειλή – γιατί ένα μεγάλο μέρος της την περιέγραφε σαν ένα «κόλπο» των αφεντικών ώστε να αποπροσανατολίσουν τον λαό από τον αντιμνημονιακό αγώνα – ήταν εγκλωβισμένη σε μια πασιφιστική λογική. Χωρίς ν’ αναλαμβάνει καμία πρωτοβουλία κινήσεων απέναντι στην εξελισσόμενη κατάσταση, έμενε σε καταγγελίες για την εγκληματική φύση της χρυσής αυγής και σε επικλήσεις σε μια κάποια νομιμότητα μιας άλλης εποχής, μιας εποχής όμως που ο οδοστρωτήρας της κρίσης είχε κάνει πια χαρτοπόλεμο.
Απέναντι σ’ αυτόν τον πασιφισμό, καθώς και στην αποτυχία δημιουργίας ενός μαζικού μαχητικού αντιφασιστικού μετώπου, χτίστηκε “ο μύθος των ανίκητων ταγμάτων εφόδου”. Ανίκητα σε μια μάχη που δεν δόθηκε, αφού σύντομα η βασική στρατηγική του κινήματος ήταν η παράλληλη συνύπαρξη και η μετατόπιση της μάχης σ’ ένα μέλλοντα χρόνο όπου, μ’ έναν μαγικό τρόπο, οι συνθήκες θα έχουν ωριμάσει. Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της εποχής, το πρώτο κάλεσμα των Αγανακτισμένων στην πλατεία Συντάγματος που συνέπεσε με τα πογκρόμ των φασιστών γύρω από την οδό Ηπείρου. Η δολοφονικότερη έξαρση του φασιστικού φαινομένου στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά, η λαϊκή συνέλευση της πλατείας Συντάγματος κατοχύρωσε μεν τον αντιφασιστικό της χαρακτήρα αλλά δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία κινήσεων.
Το πρώτο φρένο στη δράση των ταγμάτων εφόδου έρχεται μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το Σεπτέμβρη του 2013 στο Κερατσίνι, από το πιο ονομαστό τάγμα εφόδου, αυτό της Νίκαιας. Μετά απ’ αυτό το κομβικό γεγονός ακολούθησε ένα ντόμινο εξελίξεων, όπως οι διαδηλώσεις της επόμενης μέρας στο Κερατσίνι και η τεράστια αντιφασιστική διαδήλωση στα γραφεία της χρυσής αυγής στη Μεσογείων λίγες μέρες μετά, με μπόλικη καταστολή και δακρυγόνα από τους μπάτσους. Οι εκτελέσεις μελών των ταγμάτων εφόδου στα τότε γραφεία του Νέου Ηρακλείου καθώς και οι προηγούμενες προκλήσεις των χρυσαυγιτών απέναντι στο κόμμα της νέας δημοκρατίας για τους συσχετισμούς στη “δεξιά πολυκατοικία”, φαίνεται ν’ αναγκάζουν το κράτος ν’ αλλάξει τακτική απέναντι στη χρυσή αυγή. Αυτή η αλλαγή δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη δράση των ταγμάτων εφόδου.
Πολλά ειπώθηκαν για μια δήθεν στροφή της χρυσής αυγής σε ένα ακροδεξιό κόμμα τύπου ΛΑΟΣ αλλά πολύ γρήγορα επιβεβαιώθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Διακαής πόθος υπήρξε η επαν-ενεργοποίηση των ταγμάτων εφόδου για να συνεχίσουν από εκεί που είχαν μείνει. Αυτήν την φορά όμως, βρήκαν απέναντί τους ένα κίνημα πιο έμπειρο, με αγωνιστές που είχαν εκτιμήσει την εμπειρία των προηγούμενων χρόνων και είχαν ψάξει καλά στην φαρέτρα του ταξικού κινήματος δυο αιώνες τώρα. Με εργαλείο το μαχητικό αντιφασισμό, όχι στην περιφέρεια αλλά στο κέντρο της αντιφασιστικής μάχης, αναπτύχθηκε μια αντιπαράθεση, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, με το σύνολο του μηχανισμού της χρυσής αυγής και φυσικά, με τα τάγματα εφόδου.
Οι συνεχόμενες πολιτικές νίκες απέναντι στους φασίστες είχαν και την ανάλογη οργανωτική απεικόνιση. Τα τάγματα εφόδου διαλύονται μπροστά στην αποφασιστικότητα των αντιφασιστών που, με σωστή εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης, δεν άφηναν πλέον “κενό χώρο” ώστε να τον εκμεταλλευτούν οι φασίστες. Περιοχές όπως το Πέραμα, ο Ασπρόπυργος ή ο Ελαιώνας μοιάζανε κάποτε ιδανικές για τους φασίστες αλλά τελικά, εξελίχθηκαν σε πανωλεθρίες.
Το στρίμωγμα της χρυσής αυγής από τις δυνάμεις του μαχητικού αντιφασισμού δεν άφησε κανένα περιθώριο ανασυγκρότησης και συνέβαλε τα μέγιστα και στην εκλογική της κατάρρευση. Ένας πολιτικός στόχος, μια νίκη που για να επιτευχθεί, έπρεπε να περάσει και πάνω από τα τάγματα εφόδου, όπως και έκανε. Δεν χρειάστηκε να καταφύγουμε στη μεθοδολογία του “πιστολερισμού” για να περιφρουρήσουμε τις δράσεις μας, όπως οι Ισπανοί αντιφασίστες τη δεκαετία του ’30, ούτε να οχυρώσουμε πόλεις σαν την Πάρμα, όπως οι “arditi del popolo”. Έπρεπε όμως να αντιληφθούμε την κατάσταση ως έχει και να αναλάβουμε τα καθήκοντά μας. Είχαμε μπροστά μας τάγματα εφόδου και ο μόνος δρόμος ήτανε μπροστά, από πάνω τους.
Βίκτωρας Κοέν