Τα Βαλκάνια έχουν χαρακτηριστεί ως η “πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης” και, ως ένα βαθμό, δικαίως. Αρκετοί πόλεμοι και αλλαγές συνόρων, εθνοκαθάρσεις ακόμα και η αφορμή για τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο δόθηκε στα Βαλκάνια. Το ρόλο της σε αυτή την κατάσταση, έχει παίξει και η Ελλάδα. Δεν έχασε ποτέ ευκαιρία να αναπτυχθεί, είτε εδαφικά στους Βαλκανικούς πολέμους, είτε πολιτικά σαν τοποτηρητής του ΝΑΤΟ απέναντι στις λαϊκές δημοκρατίες που αναπτύχθηκαν μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, είτε οικονομικά μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Κομμάτι αυτών των ανταγωνισμών, όπου όλοι είναι εναντίον όλων, είναι η Ελλάδα με την Αλβανία.
Τα πρόσφατα γεγονότα με την προβοκάτσια που επιχείρησε να στήσει ο φασίστας τρομοκράτης Κωνσταντίνος Κατσίφας δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Η ανάπτυξη επιθετικής εξωτερικής πολιτικής έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα από την ελληνική διπλωματία και τέτοιοι ακραίοι εθνικιστές είναι απλά η υλική έκφρασή της. Για δεκαετίες η προσάρτηση όλης της επικράτειας της νότιας Αλβανίας ήταν στρατηγικό ζητούμενο για το ελληνικό κεφάλαιο. Ακόμα και στη μεταπολεμική ειρηνική ισορροπία, η διατήρηση της «εμπόλεμης κατάστασης» με την Αλβανία ήταν κομμάτι της εθνικιστικής στρατηγικής του ελληνικού κράτους. Ένα σχέδιο που απαρτιζόταν από ακραίους εθνικιστές μέσα στην ελληνική μειονότητα στη νότια Αλβανία, το “αλυτρωτικό” αφήγημα της βόρειας ηπείρου και την εκκλησία σε ρόλο πνευματικής καθοδήγησης. Στο εσωτερικό της χώρας καλλιεργήθηκε μεθοδευμένα η εχθρότητα για την Αλβανία και τον λαό της, η οποία έγινε πραγματικός εφιάλτης για τους χιλιάδες μετανάστες που έφταναν εκείνον τον καιρό στην Ελλάδα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, αποκαθίσταται η συνοριακή ένωση της Ελλάδας με τις υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων, καταργείται η «εμπόλεμη συνθήκη» αλλά αντικαθίσταται από την εισβολή οικονομική και στρατιωτική στη γείτονα χώρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης από Ρουμάνους, Πολωνούς, Μακεδόνες, Βούλγαρους αλλά κυρίως Αλβανούς μετανάστες. Ένα τεράστιο κεφάλαιο εργατικής δύναμης εισήχθη τότε και έπαιξε εν πολλοίς, τον κυρίαρχο ρόλο στο “θαύμα” της ελληνικής οικονομίας. Ένα “θαύμα” που κατέρρευσε σε μια μέρα και συγκεκριμένα, στις 5 Μαΐου του 2010. Αλλά αυτό, είναι μια άλλη ιστορία.
Ο τεράστιος αριθμός μεταναστών εργατών έδωσε στο ελληνικό κεφάλαιο τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης, αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε αυτό το κεφάλαιο να είναι όσο το δυνατό πιο ανταγωνιστικό και δη φτηνότερο. Οπότε, το κομμάτι αυτό του πολυεθνικού προλεταριάτου έπρεπε να υποτιμηθεί και το βασικό μέσο γι’ αυτήν την υποτίμηση ήταν ο ρατσισμός. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να παραδοθεί στα αφεντικά χωρίς δικαιώματα και χωρίς καμιά κοινωνική ή ταξική αλληλεγγύη αφού, πολύ μεθοδικά, είχε μετατραπεί στον “Άλλον”. Τότε ήταν που ο κοινωνικός ρατσισμός απέναντι στους μετανάστες και κυρίαρχα στους Αλβανούς, εδραιώθηκε τόσο μαζικά στην Ελλάδα. Τα φαινόμενα αυτά ήταν πολλά, όπως το κυνήγι και οι δολοφονίες στα σύνορα από την αστυνομία και τις παρακρατικές ομάδες, το χτύπημα της φασιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης “Μ.Α.Β.Η.” (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βόρειας Ηπείρου) σε φυλάκιο αλβανικού στρατοπέδου και τη δολοφονία του στρατιώτη και ενός αξιωματικού, μέχρι την καθημερινή υποτίμηση της ζωής αυτών των ανθρώπων, όπου τα καθημερινά φαινόμενα εκμετάλλευσης πολλαπλασιάζονταν, καθιστώντας ακόμα και τον εθνικό προσδιορισμό “Αλβανός”, μια βρισιά.
Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο που συμπυκνώνει όλη την αντιαλβανική υστερία μιας εποχής όχι και τόσο παλιάς, είναι τα γεγονότα στους πανηγυρισμούς για την κατάκτηση του EURO 2004 από την Ελλάδα. Ένα από τα συνθήματα που αντηχούσαν στους δρόμους το βράδυ των πανηγυρισμών ήταν το “δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ”. Ένα σύνθημα γεμάτο ρατσιστικό αλλά και ταξικό μίσος που εκφράζει την φαντασιακή “υπεροχή” του Έλληνα απέναντι στον Αλβανό, αλλά και την υλική του απεικόνιση: αυτή του επιτυχημένου αφεντικού απέναντι στον φτωχό εργάτη καθώς και τον ταξικό φραγμό μεταξύ τους. Η νύχτα πέρασε και τα συνεργεία καθαρισμού, το επόμενο πρωί, είχαν να ξεπλύνουν και τα αίματα από δεκάδες ρατσιστικές επιθέσεις που έγιναν την προηγουμένη. Αυτή η νύχτα ήταν το προοίμιο για τα γεγονότα στις 4 Σεπτέμβρη, δυο μήνες μετά. Μετά τη νίκη της εθνικής Αλβανίας επί της Ελλάδας, οργανώθηκαν επιθέσεις στους Αλβανούς που πανηγύριζαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, σχεδόν παντού με τη βοήθεια της αστυνομίας. Ο τραγικός απολογισμός ήταν δεκάδες τραυματίες και ένας νεκρός στη Ζάκυνθο από επίθεση με μαχαίρι. Το σύνθημα στους τοίχους της εποχής “οι Έλληνες πανηγυρίζουν σαν δολοφόνοι”, αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τα γεγονότα αυτών των δυο νυχτών.
Στα πλαίσια αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας, ήταν άμεσο αποτέλεσμα η υποτίμηση της εργατικής αξίας αυτού του κομματιού της εργατικής τάξης. Όχι μόνο στον καταμερισμό της εργασίας καλούταν να διεκπεραιώσει το χειρότερο μέρος αλλά και με σκανδαλωδώς χαμηλότερη πληρωμή. Ο “Αλβανός” μετατράπηκε στη συνθήκη διεκπεραίωσης κάθε χαμαλοδουλειάς, με ελάχιστο κόστος. Μια κατάσταση που αφορούσε κυρίως μεγάλες εργολαβίες στις πόλεις, όπως οικοδομές – ένας κλάδος που άνθησε και γι’ αυτόν τον λόγο – ή το μάζεμα της σοδειάς στην επαρχία. Επίσης, ο κάθε ιδιώτης μπορούσε να πάρει έναν “Αλβανό” για κάθε δουλειά στο σπίτι ή στον κήπο με πληρωμή ένα φιλοδώρημα στην καλύτερη ή έναν εκβιασμό ότι θα τον καταδώσει αν διαπιστώσει κάποιο πρόβλημα στα χαρτιά του. Η θέση των Αλβανίδων στον καταμερισμό εργασίας ήταν πάλι σε χαμαλοδουλειές, με τους ίδιους ή χειρότερους όρους, κατά βάση σε εργολάβους καθαρισμού. Η ειρωνεία είναι ότι η υποτίμηση προς τις Αλβανίδες, τις “περιόρισε” από τη δυνατότητα συμμετοχής στη μεγάλη φάμπρικα της εποχής: τα μπουρδέλα και τα κωλόμπαρα που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια στην Αθήνα και την επαρχία. Φαίνεται πως οι Αλβανίδες δεν θεωρούνταν “άξιο” προϊόν σεξουαλικής κατανάλωσης, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως δεν υπήρξαν, παρ’ όλα αυτά δεν έφτασαν ποτέ τη μαζικότητα του φαινομένου “προσεχώς Βουλγάρες”. Μιας κατάστασης στα όρια του δουλεμπορίου που αφορούσε κυρίως γυναίκες από την Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία.
Επιπρόσθετα σε αυτές τις συνθήκες, είχαν εναντίον τους ένα μεγάλο κομμάτι της ντόπιας εργατικής τάξης. Κυριάρχησε η κατηγορία ότι οι Αλβανοί “μας παίρνουν τις δουλειές” ή “ρίχνουν τα μεροκάματα”. Υπήρξαν βέβαια και εκείνοι που είδαν την ευκαιρία της δικής τους ταξικής ανέλιξης και αναβαθμίστηκαν από εργάτες σε μικροαφεντικά, προσλαμβάνοντας για ψίχουλα Αλβανούς εργάτες και αναλαμβάνοντας μεγαλύτερες δουλειές, ως εργολάβοι πλέον.
Η αντίληψη που εκφράζουν τα γνωστά, πλέον, συνθήματα “ο ρατσισμός ρίχνει τα μεροκάματα” και “κοινοί αγώνες ντόπιων και μεταναστών”, άργησε πολύ να διαμορφωθεί σαν ανταγωνιστικό πρόταγμα απέναντι στον κανιβαλισμό. Οι μετανάστες του πρώην ανατολικού μπλοκ βρεθήκαν να παράγουν πλούτο για τα αφεντικά με ακραίους ληστρικούς όρους για πάρα πολύ καιρό και αν κατάφεραν να αναβαθμίσουν την θέση τους σε κάποιο βαθμό, το ρόλο τους σήμερα καλούνται ν’ αναλάβουν νέα κύματα μεταναστών και προσφύγων, αυτή φορά από τους πολέμους της μέσης ανατολής.
Εκτός των παραπάνω κοινωνικών συνθηκών, κομβικός υπήρξε ο ρόλος του ελληνικού στρατού, αν και σε ρόλο εφεδρείας. Δεν επιλέχτηκε η άμεση εμπλοκή του, παρ’ όλους τους σχεδιασμούς που, ενδεχομένως, περιλάμβαναν τη συμμετοχή του. Το 1990, το “Σχέδιο ΛΩΤΟΣ” παρέμεινε στα χαρτιά, όπως και το παρόμοιο “Σχέδιο ΕΚΑΒΗ” το 1959. Οι σχεδιασμοί αυτοί αφορούν στην εκπαίδευση εθνικιστών της ελληνικής μειονότητας για την πρόκληση ένοπλης εξέγερσης στην νοτιά Αλβανία με στόχο την αυτονομία της περιοχής και την, εντέλει, προσάρτησή της στην Ελλάδα. Τελικά, ο ελληνικός στρατός θα πατήσει επί αλβανικού εδάφους, ως μέρος της διεθνούς αποστολής για την κατάπνιξη της εξέγερσης που ξέσπασε στην Αλβανία το 1997, από το σκάνδαλο με τις “πυραμίδες” (έναν παρατραπεζικό μηχανισμό, υπεύθυνο για την λεηλασία των οικονομιών μεγάλου μέρους του αλβανικού λαού).
Η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Αλβανία και οι παροιμιώδεις οι προσπάθειες της ελληνικής διπλωματίας για την αναβάθμιση της στρατιωτικής αποστολής, του αριθμού και το ρολού της, μέσα στο “Σχέδιο ALBA” (το όνομα της διεθνούς εκστρατευτικής δύναμης για την κατάπνιξη της εξέγερσης στην Αλβανία) ήταν κομμάτι της διεθνούς παρουσίας του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια. Ο ελληνικός στρατός ήταν κρίσιμο κομμάτι της παρέμβασης του ιμπεριαλισμού στο σχέδιο πειθάρχησης των χωρών τη Βαλκανικής. Ειδικά, όμως, στην Αλβανία ο ιταλικός στρατός στη Βόρεια Αλβανία και ο ελληνικός στη Νότια ήρθαν να «υπενθυμίσουν» στο πολιτικό δυναμικό της «νέας» Αλβανίας ποιος κάνει κουμάντο στην ίδια τους τη χώρα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο ελληνικός στρατός βρίσκει, για άλλη μια φορά, την ευκαιρία να βρεθεί μέσα στο αλβανικό έδαφος, να χαρτογραφήσει περιοχές και να δείξει την παρουσία του. Αυτήν την φορά, δεν φέρει τις “ένδοξες δάφνες” του “έπους” του ‘40, ώστε να αποκρυφτούν τεχνηέντως οι επεκτατικές βλέψεις του ελληνικού κεφαλαίου.
Η ιστορική ανάδρομη στην δεκαετία του ‘90 δεν είναι παρά ένα μόνο μέρος του ανοιχτού μετώπου που διατηρεί η Ελλάδα απέναντι στην Αλβανία. Η επιθετική εξωτερική πολιτική και η δημιουργία εθνικών ανταγωνισμών είναι ένα βέλος στην φαρέτρα της ντόπιας αστικής τάξης, το οποίο χρησιμοποιείται κατά το δοκούν ή παραμένει σε εφεδρεία, για οπότε χρειαστεί. Οι κατασκευασμένες εχθρότητες που κατά καιρούς ανασύρονται στην επικαιρότητα, πότε με την Τουρκία, πότε με τη Μακεδονία ή την Αλβανία, δεν είναι τίποτα παραπάνω από στρατηγικές ανάπτυξης του κεφαλαίου μέσω των εθνικών ανταγωνισμών. Στους εκάστοτε γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της ευρωπαϊκής ένωσης ή του ΝΑΤΟ, αλλά και κάθε φορά που, για κάποιο λόγο, μοιάζει να ξαναμοιράζεται η πίτα, το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο είναι παρόν για να διεκδικήσει ακόμα και τη μερίδα του λέοντος. Μόνο οι αγώνες του ριζοσπαστικού ταξικού κινήματος σε κάθε μεριά των συνόρων μπορούν να σταθούν ανάχωμα σ’ αυτά τα σχέδια, με πρόταγμα τη διεθνιστική αλληλεγγύη, ώστε να ανατρέψουν τους υποφαινόμενους αρνητικούς συσχετισμούς και να προβάλουν μια άλλη στρατηγική για την οργάνωση της κοινωνίας.
Το γιατί επιλέχθηκε η λεηλασία ανθρώπων και περιοχών, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, και όχι μια άμεση πολεμική εμπλοκή για την προσάρτηση εδαφών, συνιστά καθαρά μια επιλογή των συμφερόντων του ελληνικού κεφαλαίου. Δεν πρόκειται για κάποιο “αντιπολεμικό φρόνημα” της αστικής τάξης αλλά για έναν στυγνό ορθολογιστικό υπολογισμό κέρδους – κόστους. Έτσι και αλλιώς, όπως λέει και ο Μπρεχτ “ο πόλεμος απλά ισοπεδώνει ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους” και στα νότια, τουλάχιστον, Βαλκάνια της “PAX GRECA” λίγα πράγματα έχουν απομείνει όρθια.
Βίκτωρ Κοέν