Μετά από δύο αιώνες εργατικού, αντικαπιταλιστικού κινήματος και την πλούσια εμπειρία που έχουμε πλέον από τις μάχες μας ενάντια στη Δικτατορία του Κεφαλαίου, δεν αρκεί πλέον μια πολιτική «αντίστασης» στις αστικές πολιτικές. Όλες οι συλλογικότητες οφείλουν να περιγράψουν την «επόμενη μέρα» ως οικονομική και πολιτική διαδικασία. Όταν οι μολότοφ και οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις φτάνουν στο σημείο όπου φαίνεται να «νεκρώνουν» την πολιτική εξουσία του αστικού μπλοκ, χρειάζονται στρατηγικές που να δίνουν τον τόνο της διαφορετικής κομμουνιστικής κοινωνίας που ανατέλλει.
Προβλήματα της κυρίαρχης αντίληψης αντικαπιταλιστικής στρατηγικής
Οι σύγχρονες τάσεις του αντικαπιταλισμού διαχωρίζονται σε δύο βασικές στρατηγικές: από τη μία στη στρατηγική του «εναλλακτικού, προοδευτικού οικονομικού προγράμματος» και από την άλλη το άμεσο πέρασμα στην κοινωνία που υπηρετεί τις ανάγκες των εργαζομένων. Η πρώτη, η κυρίαρχη της αριστεράς, θεωρεί πως ο αστικός πολιτικός και οικονομικός μηχανισμός θα μείνει ανέπαφος και θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την «νέα» εξουσία. Αλλάζοντας, λοιπόν, την κυβέρνηση και τις κατευθυντήριες εντολές όλος ο μηχανισμός θα λειτουργεί «προς όφελος του λαού και του τόπου». Η δεύτερη στρατηγική υποστηρίζει πως θα μπούμε σε ένα διευρυμένο σύστημα αυτοδιαχείρισης και λαϊκής συμμετοχής όπου θα ακυρωθούν άμεσα και στην πράξη όλα τα αστικά εργαλεία
Και οι δύο απόψεις βασίζονται σε δύο σημαντικά προαπαιτούμενα. Από τη μία θα πρέπει να υπάρχει μια εσωτερική και εξωτερική ειρήνη. Το αστικό μπλοκ είτε στο εσωτερικό είτε ως ιμπεριαλιστική δύναμη θα πρέπει να έχει ηττηθεί συντριπτικά, να έχει αποδεχτεί και εσωτερικεύσει την ήττα του και να μην προχωρήσει σε εμπόλεμη κατάσταση με τις δυνάμεις της Εξέγερσης είτε με τη μορφή εμφυλίου είτε με τη μορφή εξωτερικής επέμβασης. Τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, οι πηγές ενέργειας, τα μεγάλα αγροκτήματα, οι τηλεπικοινωνιακοί κόμβοι να έχουν μείνει άθικτα. Όλο το πολιτικό προσωπικό της προηγούμενης διακυβέρνησης θα πρέπει να παραμείνει στη θέση του περιμένοντας στωικά είτε τις νέες εντολές είτε να εκδιωχθεί ως αντεπαναστατικό.
Από την άλλη θα πρέπει να υπάρχει ένα παγκόσμιο αντικαπιταλιστικό κίνημα με συντριπτικούς πλειοψηφικούς όρους σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Χρειάζεται και στο «εσωτερικό» της επανάστασης ώστε σύσσωμο, χωρίς καμία καθυστέρηση να μπορεί να μπει σε κάθε γωνιά της εξεγερμένης πολιτείας η πολιτική της συμμετοχής και της αυτοδιαχείρισης. Χρειάζεται φυσικά, και στις υπόλοιπες χώρες όμως ως δύναμη που θα εμποδίζει την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Χάρη σε αυτό το σκεπτικό χρειάζονται άμεσα νέες εξεγερμένες πολιτείες όπου η εργατική τάξη θα επιβάλλει ένα παγκόσμιο πλαίσιο «ανταλλαγών» έξω από το αστικό εμπόριο.
Δυστυχώς τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι εξεγέρσεις του πρώτου μισού του 20ου αιώνα στη Ρωσία, στην Ισπανία και αλλού οδήγησαν τα κυρίαρχα ρεύματα αριστεράς και αναρχίας σε τακτικές στρουθοκαμηλισμού. Καυτηριάζοντας (σωστά ή λάθος) προβληματικές πολιτικές «πέταξαν το μωρό μαζί με τα απόνερα». Η κατανόηση των προβλημάτων της «επόμενης μέρας» δημιουργεί ένα πολιτικό δυναμικό σήμερα κατάλληλα προετοιμασμένο για τις σκληρές μάχες που έχει να δώσει ενάντια στον αστισμό. Η Ρώσικη Επανάσταση τον Οκτώβρη του 1917 για πρώτη φορά στην ιστορία του εργατικού κινήματος δημιούργησε μια επαναστατική κατάσταση που δεν έκλεισε σε μία εβδομάδα ή μήνα, επιτρέποντας τις επόμενες γενιές να μπορούν να δουν μια σειρά ερωτημάτων που θα έχει να αντιμετωπίσει η κάθε Εξέγερση.
1917: ελπίδα για το παγκόσμιο προλεταριάτο
Παρ` όλους τους μύθους για το «αυταρχικό και εξουσιαστικό» κόμμα των Μπολσεβίκων, στην πραγματικότητα και αυτό το κόμμα βασίστηκε στην ελπίδα μαζικής συμμετοχής της εργατικής τάξης ως αυτοκυβερνώμενο υποκείμενο. Η ελπίδα της παγκόσμιας επανάστασης τροφοδοτούσε και τις πολιτικές στο εσωτερικό. Για έξι μήνες επένδυσαν σε μια γερμανική επανάσταση που θα έδινε νέα πνοή στην κομμουνιστική στρατηγική. Οι επαναστάτες σε Ρωσία και Γερμανία θεωρούσαν πως σύντομα το γερμανικό προλεταριάτο θα εξεγερθεί ενάντια στον παρατεταμένο πόλεμο ενάντια στους εξεγερμένους Ρώσους.
Οι Μπολσεβίκοι, λοιπόν, πέρα από την ανατροπή της κυβέρνησης και την ανακήρυξη των Εργατικών Συμβουλίων ως κυρίαρχης δύναμης στην επικράτεια, δεν είχε μια έτοιμη και προκατασκευασμένη «γραφειοκρατία» έτοιμη να αναλάβει τις τύχες της Ρωσίας. Το μίνιμουμ πρόγραμμα των Μπολσεβίκων απαιτούσε μόνο την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος «αφήνοντας» όλες τις υπόλοιπες πτυχές στις δυνάμεις της εργατικής τάξης. Όμως μέσα σε ένα μήνα μόνο τα πρώτα διλήμματα και ερωτήματα άρχιζαν να ταλανίζουν τη νέα επαναστατική κατάσταση.
Η αναδιανομή της γης στους φτωχούς αγρότες προχώρησε άμεσα και αυθόρμητα από την πρώτη, σχεδόν, μέρα. Όμως αυτό δεν σήμαινε πως οι αγρότες ήταν πρόθυμοι να συνεισφέρουν φτηνά προϊόντα στις λιμοκτονούντες πόλεις. Από την άλλη η διασπασμένη μικροϊδιοκτησία πλέον σταμάτησε να ασχολείται με παράγωγη πρώτων υλών για τη βιομηχανία αλλά στράφηκε σε παραγωγή μόνο όσων χρειαζόταν για την επιβίωση των οικογενειών τους. Αλλά και στη βιομηχανική παραγωγή τα προβλήματα ήταν πολλαπλάσια. Πολλές μικρές επιχειρήσεις απλά εγκαταλείφτηκαν από τα αφεντικά αφήνοντας ένα απροετοίμαστο εργατικό δυναμικό για τα ερωτήματα της επόμενη μέρας. Σε μια αχανή Ρωσία χωρίς την «ασφάλεια» του προηγούμενου καθεστώτος και χωρίς εμφανή διάδοχο η «αυτοδιαχείριση» δεν έλυνε κάποιο πρόβλημα αλλά απλά το κατέγραφε. Πολλά εργοστάσια αναζήτησαν τους παλιούς διευθυντές ώστε να δοθούν κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για τη συγκρότηση της παραγωγικής διαδικασίας. Τα περισσότερα κατειλημμένα εργοστάσια είχαν να αντιμετωπίσουν ένα αμείλικτο διπλό πρόβλημα. Από τη μία τρομαχτική έλλειψη πρώτων υλών και από την άλλη πείνα των εργαζομένων. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις που ξεπερνιόντουσαν τα προβλήματα και η παραγωγή προχωρούσε «ρολόι», τα παραγόμενα προϊόντα παρέμεναν αδιάθετα στις αποθήκες λόγω διάλυσης του συστήματος εμπορίου – διανομής. Το κλασσικό αστικό οικονομικό ερώτημα «όπλα ή βούτυρο» επανερχόταν διαθλασμένο από την πίσω πόρτα λόγω του πολέμου. Με την πείνα να κυριαρχεί στις πόλεις, υπήρχαν πιέσεις για αυξημένη παραγωγή λόγω του συνεχιζόμενου 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εθνικοποιήσεις λοιπόν της παραγωγής έρχονται ως αμυντικό μέτρο ενάντια στους «απείθαρχους καπιταλιστές» που προκαλούν σαμποτάζ στην παραγωγική αλυσίδα. Μετά τις τράπεζες ακολουθεί η παραγωγή ζάχαρης και ο εμπορικός ναυτικός στόλος. Όμως τίποτα δεν σταματά τη ραγδαία πτώση της παραγωγής.
Η Συνθήκη ειρήνευσης Μπρεστ Λιτόφσκ με την Γερμανία και οι οικονομικές – πολιτικές επιπτώσεις της
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, υπογράφεται το Μάρτιο του 1918 η συνθήκη ειρήνευσης με τη Γερμανία λίγο πριν εισβάλλει ο γερμανικός στρατός στην – τότε πρωτεύουσα της Ρωσίας – Πετρούπολη. Πλέον μετά από αυτή τη «συμμαχία» η Ρωσία μπαίνει στο μάτι των δυτικών δυνάμεων και σύντομα θα προετοιμάσουν την ιμπεριαλιστική εισβολή στην Κριμαία και στο στήσιμο του εμφυλίου πολέμου που θα κρατήσει σχεδόν τρία χρόνια. Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κομμάτια της ρωσικής βιομηχανίας περνούν στην γερμανική κατοχή. Έπρεπε να στηθεί μια εναλλακτική οικονομική δίοδος γιατί οι παλιοί δυτικοί «σύμμαχοι» είχαν παγώσει κάθε εμπορική σχέση και ετοιμάζονταν για την εισβολή.
Στο εσωτερικό εμπόριο είχε αρχίσει να στήνεται μια τεράστια μαύρη αγορά. Το χρήμα στην πράξη είχε σχεδόν καταργηθεί μέσα από τον τεράστιο πληθωρισμό, αλλά αυτό δεν ήταν μια «θετική» εξέλιξη. Η οικονομία στράφηκε στον αντιπραγματισμό, δηλαδή στην ανταλλαγή προϊόντων. Κρατικοί υπάλληλοι παρακρατούσαν είδη προς διανομή διογκώνοντας τις ελλείψεις και σπρώχνοντας τα λαϊκά στρώματα στο ξεπούλημα και των τελευταίων αποθεματικών τους.
Πλέον οι στρατηγικές άλλαξαν. Πριν από την επανάσταση το σύνθημα ήταν «αρπάξτε ότι σας έχουν πάρει». Πλέον το νέο σχέδιο ήταν «μην αφήσετε τίποτα να καταστραφεί – οικειοποιηθεί άμεσα ή έμμεσα από κανέναν». Ο ίδιος ο Λένιν περιέγραφε την οικονομία της Ρώσικης Επανάστασης ως «κρατικό καπιταλισμό». Σύμφωνα με τις αναλύσεις του επαναστάτη πολιτικού, έπρεπε να υπάρξει μια στοιχειώδη οικονομική ανοικοδόμηση σε μια καταρρέουσα οικονομία.
Όμως παράλληλα με τον οικονομικό και διπλωματικό συμβιβασμό που φαινόταν να κάνει η επαναστατική κατάσταση, κάποια πράγματα είναι αξιομνημόνευτα και ανεπανάληπτα μέχρι σήμερα. Τον Ιούλιο του 1918 ψηφίστηκε το πρώτο Σοβιετικό Σύνταγμα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας «δεν έχουν δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι όσοι χρησιμοποιούν τη εργασία άλλων για δικό τους όφελος, που διαβιώνουν από εισόδημα που δεν έχει προέλθει από εργασία τους, έμποροι, παπάδες και μέλη της τσαρικής αστυνομίας».
Αλλά και στο εξωτερικό, οι Μπολσεβίκοι ποτέ δεν εγκατέλειψαν την ελπίδα της γερμανικής επανάστασης ως κρίσιμου κομματιού στο παζλ της παγκόσμιας επανάστασης. Μετά τη συνθήκη ειρήνευσης με τη Γερμανία, τοποθετήθηκε στην πρεσβεία στο Βερολίνο ο Γιόφε ως πρώτος σοβιετικός αντιπρόσωπος. Αρνήθηκε, λοιπόν, να παραδώσει τα διαπιστευτήρια του στον Κάιζερ και συναντήθηκε με ηγέτες του αντιπολεμικού Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Η πρεσβεία στο Βερολίνο χρησιμοποιήθηκε ως επαναστατικό κέντρο που διένειμε πάνω από 100.00 μάρκα (τότε νόμισμα Γερμανίας) για αγορά οπλισμού. Κάθε βράδυ γινόντουσαν συσκέψεις με επαναστάτες για την επόμενη μέρα ενώ τυπωνόντουσαν χιλιάδες προπαγανδιστικά φυλλάδια στα μηχανήματα της πρεσβείας. Η ιμπεριαλιστική εισβολή και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου βάζει όμως τη Νέα Επαναστατική Κατάσταση σε μια νέα συνθήκη, την τρίτη διαφορετική μέσα σε ένα χρόνο.
Πολεμικός Κομμουνισμός και Οικονομία
Οι προηγούμενες προσπάθειες οικονομικής επιβίωσης δεν μπόρεσαν να έχουν θετικό αντίκτυπο. Παρ` όλο που κάποιες επαρχίες της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας προσεταιρίστηκαν το σοβιετικό σύστημα, η παραγωγή ήταν σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα το 1918. Η παραγωγή σιδήρου είχε φτάσει στο 1% της προπολεμικής παραγωγής και η υφαντουργία στο 20%. Η νέα Σοβιετική Δημοκρατία του Τουρκεστάν προσέφερε μπαμπάκι και οι χώρες του Καυκάσου πετρέλαιο αλλά ακόμα και με αυτές καλυπτόταν μόνο το 10% των αναγκών της βιομηχανίας σε πρώτες ύλες. Η άρνηση του εξωτερικού δημόσιου χρέους δεν έλυσε κανένα πρόβλημα της χρηματοδότησης της ρωσικής οικονομίας. Οι ξένες τράπεζες φυσικά είχαν δεσμεύσει τα αποθεματικά σε χρυσό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας σφίγγοντας τη μέγγενη ακόμα πιο σφιχτά στη νέα Επαναστατική Κυβέρνηση.
Η πείνα πλέον έχει οδηγήσει σε εσωτερική μετανάστευση. Πάνω από το 50% των ρώσων εργατών έχουν φύγει από Μόσχα και Πετρούπολη για την ύπαιθρο με σκοπό την επιβίωση τους. Οι βιομηχανίες ρημάζουν από έλλειψη πόρων & δυναμικού και η οικονομία βαδίζει σε ένα θανάσιμο φαύλο κύκλο. Πλέον τα τρόφιμα κυκλοφορούν με «δελτίο διανομής». Αλλά πλέον οδηγούμαστε στη διάλυση των στοιχειωδών όρων κοινωνικής παραγωγής. Στην ύπαιθρο οι αγρότες παράγουν είδη προς «ιδία κατανάλωση» και όχι προς διάθεση στην πόλη. Αλλά σιγά σιγά το ίδιο συμβαίνει και στα εργοστάσια. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι εργάτες «συναποφάσιζαν» να διαμορφώσουν μια παραγωγή που να μπορούν να ιδιοποιηθούν οι ίδιοι και να την ανταλλάξουν στη μαύρη αγορά για προσωπικό βιοπορισμό.
Είναι κάτι παραπάνω από σαφές πως για να επιτευχθεί η κοινωνικοποιημένη παραγωγή που οραματίστηκαν οι σοσιαλιστές, χρειάζεται στοιχειώδης οικονομική βάση. Όπως συχνά έλεγε ο Λένιν για να μπορούσε να «σπάσει» η μικροϊδιοκτησία στην ύπαιθρο και να οδηγηθεί σε συλλογικές παραγωγικές διαδικασίες θα έπρεπε να τροφοδοτηθεί η ύπαιθρος με τρακτέρ. Αυτά όμως χωρίς μια μεγάλη διεθνή επανάσταση δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στα σοβιετικά εδάφη. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, του Πολεμικού Κομμουνισμού και μέχρι τη λήξη της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και του εμφυλίου πολέμου, η Σοβιετική κυβέρνηση προχώρησε σε συγκεντροποίηση της βιομηχανίας ενώ στρατιωτικά αποσπάσματα συγκέντρωναν από την ύπαιθρο ποσοστό της παραγωγής προς δύο κατευθύνσεις: α) από τη μία την τροφοδοσία του αντίστοιχου τοπικού σοβιέτ των φτωχών εργατών και β) την τροφοδοσία της κεντρικής διοίκησης ώστε να αποκτήσουν τρόφιμα οι πόλεις και πρώτες ύλες τα εργοστάσια. Ακόμα όμως, κι αυτά τα μέτρα δεν πάρθηκαν ως «κομμουνιστικά» αλλά ως αναγκαία για την επιβίωση. Κεντρικός στόχος της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν η αποσταθεροποίηση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Μέσα από το στήσιμο ενός προσωρινού «κράτους-προβοκάτορα» της παγκόσμιας σκηνής δοκιμάστηκαν πολλαπλές στρατηγικές έντασης.
Εμφύλιος και Διεθνής Επανάσταση
Οι δύο εξεγέρσεις στη Γερμανία στα τέλη 1918 και το Γενάρη του 1919 έδειχναν πως μπορούσε να υλοποιηθεί η προσδοκώμενη γερμανική επανάσταση. Μέχρι το 1923 όπου η Γερμανική Δημοκρατία κατέστειλε την τελευταία εργατική εξέγερση, υπήρχαν οι δυνατότητες για να υπάρξει μια τέτοια εξέλιξη. Τον Μάρτη του 1919 και για 4 μήνες δημιουργήθηκε η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία. Πολλές πρώην επαρχίες της παλιάς Ρωσικής Αυτοκρατορίας επέλεγαν τον «σοβιετικό δρόμο» ή μέσα από την ανεξαρτησία γινόντουσαν σύμμαχοι της Σοβιετικής Ρωσίας.
Το ίδιο διάστημα ιδρύεται η Τρίτη Παγκόσμια Κομμουνιστική Διεθνής με σκοπό τη συνεργασία των επαναστατικών κομμάτων ενάντια στη συμβιβαστική και εθνολαϊκή τακτική της τότε σοσιαλδημοκρατίας. Παράλληλα γίνεται διάσκεψη εθνοτήτων από αποικιακές χώρες για τη συγκρότηση «αντιιμπεριαλιστικού μετώπου». Ενός μετώπου που χωρίς την ύπαρξη διεθνούς επαναστατικού κέντρου δεν θα μπορούσε να στηθεί και είχε δύο άξονες α) την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ρωσίας και β) την ανεξαρτησία των εθνών ενάντια στον ιμπεριαλιστικό ζυγό. Η συμμαχία αυτή βασιζόταν σε κάποιες αναλύσεις και παραδοχές. Ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας σε αποικίες ενθαρρυνόταν όταν τα νέα κομμουνιστικά κινήματα ήταν εντελώς αδύναμα. Παράλληλα βέβαια, ποτέ δεν ζητήθηκαν από τα Κομμουνιστικά Κόμματα των χωρών αυτών να ενσωματωθούν πολιτικά σε νεόκοπα αστικά – δημοκρατικά κινήματα. Προφανώς και ήταν πάρα πολύ δύσκολη αυτή η ισορροπία. Όμως αυτή η διεθνής τακτική των Κομμουνιστών βασιζόταν για ακόμα μια φορά στην πεποίθηση πως μπορεί να «ξηλωθεί» το αστικό πολιτικό σύστημα. Όπως έγραφε ο Λένιν «η βασική γραμμή της πολιτικής μας επί 3 χρόνια ήταν να χρησιμοποιούμε τις διχόνοιες των καπιταλιστικών χωρών ώστε να κάνουμε δύσκολη ή πρακτικά αδύνατη μια συμφωνία μεταξύ τους».
Ο πόλεμος με την Πολωνία το 1920 είναι άλλη μία αμφιλεγόμενη πολιτική απόφαση των Μπολσεβίκων. Τον περασμένο χρόνο ο Κόκκινός Στρατός μπόρεσε και σταθεροποίησε – σχετικά – μικρές περιφερειακές χώρες δίνοντας αποφασιστικά χτυπήματα στο αντεπαναστατικό στρατόπεδο. Μέσα από συμμαχίες με τις νέες δημοκρατίες της Βαλτικής θεωρήθηκε πως μπορεί να δοθεί αποφασιστική βοήθεια στο εξεγερμένο πολωνικό προλεταριάτο μέσα από τις δυνάμεις του Επαναστατικού Στρατού. Η κυβέρνηση των Σοβιέτ έβαζε σαν όρους ειρήνευσης όχι εθνικιστικές βλέψεις αλλά κοινωνικά αιτήματα. Οι Μπολσεβίκοι καλούσαν την Πολωνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε αποζημιώσεις και αναδιανομή της γης σε φτωχούς εργάτες, στους ανάπηρους πολέμου και στις οικογένειες των νεκρών φαντάρων του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως ούτε με αυτή την τακτική ήλθε μια δεύτερη νικηφόρα Κομμουνιστική Εξέγερση που να μπορέσει να σταθεροποιηθεί ώστε να εξαπλωθεί ένα διευρυμένο δίκτυο εργατικών συμβουλίων. Η πολωνική κυβέρνηση νίκησε το Σοβιετικό στρατό και η πιθανότητα Εξέγερσης χάθηκε για πολύ μεγάλο διάστημα μέσα από τη διάλυση και σπίλωση των κομμουνιστικών προταγμάτων από την εθνικιστική αστική τάξη της Πολωνίας. Τα τρακτέρ που τόσο πολύ περίμενε ο Λένιν δεν έφτασαν στη Ρωσία… με αυτή την διαδρομή.
1922 & Νέα Οικονομική Πολιτική: ο Κομμουνισμός στον τοίχο
Το τέλος αυτής της επαναστατικής περιόδου μπορεί να αφήνει ζωντανή μία Επαναστατική Κυβέρνηση αλλά το κόστος είναι τεράστιο. Όλες οι διεθνείς τακτικές που εφάρμοσαν οι Μπολσεβίκοι και η Κομμουνιστική Διεθνής φάνταζαν τουλάχιστον αδύναμες. Από άλλες οπτικές αντιμετωπίζονταν σαν δικαιολογίες. Η εισβολή στην Πολωνία, η Κρονστάνδη και το σπάσιμο κάθε πολιτικής συμμαχίας στο εσωτερικό υπονόμευαν το κύρος της επαναστατικής κυβέρνησης.
Αλλά και στο επίπεδο της «πραγματικής οικονομίας» τα πράγματα δεν πήγαιναν καλύτερα. Μετά από σχεδόν 5 χρόνια εμφυλίου πολέμου και ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων δεν είχαν απομείνει πολλά πράγματα. Σε κάθε επαναστατικό μέτρο η εξατομικοποίηση και η συνθηκολόγηση γεννούσε αντιμέτρα. Η άνοδος της φορολογίας των πλουσίων ακυρωνόταν από τον πληθωρισμό και εν τέλει τον ίδιο τον ευτελισμό του χρήματος. Οι επιτάξεις τροφίμων έγιναν αναποτελεσματικές γιατί απλά ο μεμονωμένος αγρότης σταματούσε να παράγει κάτι παραπάνω από όσο χρειαζόταν για την επιβίωση του. Η εργατική τάξη και ο αγρότης είχαν πάψει να βλέπουν τον εαυτό τους ως υποκείμενο αλλαγής της ιστορίας αλλά για άλλη μια φορά «απαιτούσαν» από μια ξένη προς αυτούς κυβέρνηση.
Για άλλη μια φορά οι Μπολσεβίκοι αλλάζουν την τακτική προς την οικονομία. Εγκαταλείπουν τη στρατηγική της «βίαιης» αναδιανομής αγαθών και προχωρούν προς μέτρα «επιβράβευσης παραγωγικότητας». Στην ύπαιθρο σταματούν οι επιτάξεις τροφίμων και προχωρούν σε μέτρα ενθάρρυνσης της παραγωγής. Από τη μία διπλασιάζουν τις τιμές στις πωλήσεις των προϊόντων προς τις πόλεις ενώ παράλληλα αφήνουν ένα ποσοστό παραγωγής που να μπορεί να το εμπορευτεί ελεύθερα ο αγρότης κατά βούληση. Στη βιομηχανία μπορούν να ανοίξουν ξανά «ιδιωτικές – συνεταιριστικές» μικρές βιομηχανίες. Η χρηματοδότηση αυτών θα γίνεται με όρους κερδοφορίας ενώ ενθαρρύνονται οι τομείς κατανάλωσης. Γίνονται οι πρώτες προσπάθειες, μετά το 1918, προσέλκυσης επενδύσεων ιδιωτικού κεφαλαίου από το εξωτερικό.Παρ` όλες αυτές τις ήττες η επιβίωση ενός Κομμουνιστικού Καθεστώτος αποτελούσε ένα συνεχές φόβητρο του αστισμού.
Οικονομική κρίση και νέες ευκαιρίες για τη Διεθνή Επανάσταση
Στη δεκαετία του `20 ξεδιπλώθηκε η μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος που μόνο με αυτή των ημερών μας μπορεί να συγκριθεί. Το πέρασμα από την Νέα Οικονομική Πολιτική στη Κολεκτιβοποίηση της οικονομίας και η διεθνής στρατηγική της Κομμουνιστικής Διεθνούς φαίνεται να αλλάζουν. Πλέον η επιβίωση της Σοβιετικής Ρωσίας δεν εξαρτάται από τις διεθνείς εξεγέρσεις αλλά από τις συμμαχίες του καθεστώτος με επιλεγμένες αστικές κυβερνήσεις και εκμεταλλευόμενη τους ανταγωνισμούς του αστικού στρατοπέδου.
Απλή αλλαγή τακτικής ή διαφορετική ταξική στρατηγική; Ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί εδώ.
Εσωτερική οικονομική πολιτική και διεθνής στρατηγική
Το πρώτο και ασφαλές συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι πως την επομένη της Κομμουνιστικής Εξέγερσης δεν θα υπάρχει καμία σταθερή οικονομική βάση ώστε να ξεδιπλωθούν οι μάξιμουμ πολιτικές της νέας κοινωνικοποιημένης παραγωγής.
Το οικονομικό σύστημα λειτουργεί ως όλον και δεν μπορεί να τεμαχιστεί σε χώρες – πόλεις – γειτονιές ή επιχειρήσεις. Κάθε πολιτική πτέρυγα της υπάρχουσας αριστεράς ή αναρχίας βλέπει την εξέγερση ως εσωτερική διαδικασία και απλά αλλάζει ο γεωγραφικός όρος εκπλήρωσης της. Ένα παραδοσιακό αριστερό κόμμα βλέπει το αστικό κράτος με τους θεσμούς και τα σύνορα του και νομίζει πως μπορεί να υλοποιήσει μία «σοσιαλιστική οικονομία». Κάποια αναρχική συλλογικότητα βλέπει μια πόλη ή γειτονιά όπου «καταργούνται οι εξουσιαστικές δομές και η εμπορευματική σχέση» ενώ κάποιες άλλες συλλογικότητες βλέπουν την αυτοδιαχειριζόμενη βιομηχανική μονάδας ως πυρήνα της αυριανής οικονομίας. Στην πραγματικότητα όλες αυτές οι μονάδες «καθοδηγούνται» από τους σκληρούς νόμους της αγοράς αν αφεθούν σε μια εσωστρεφή διαχείριση. Ο «σχεδιασμός» της παραγωγής δεν αποτελεί πανάκεια ενάντια στην «ελεύθερη» αγορά. Κάθε καπιταλιστική επιχείρηση διαμορφώνει το δικό της «σχέδιο» κυριαρχίας ενάντια στους ανταγωνιστές της. Μια πολυεθνική με διάφορους κλάδους φαίνεται να «καταργεί» στο εσωτερικό της τους νόμους της αγοράς αφού πχ ο τομέας της διαφήμισης ή της συσκευασίας δεν προσπαθεί να είναι «κερδοφόρος» κόντρα στο τελικό παραγόμενο προϊόν. Αλλά ούτε οι «δημοκρατικές και οριζόντιες διαδικασίες» είναι εχέγγυο ταξικότητας. Στο Ισραήλ πχ λειτουργούν τα αυτοδιαχειριζόμενα κιμπούτς αλλά και το Διοικητικό Συμβούλιο μιας εταιρείας αποφασίζει ισότιμα και οριζόντια μεταξύ των συμμετεχόντων μελών του. Ο μηχανισμός συσσώρευσης του κεφαλαίου έρχεται ξανά από την πίσω πόρτα.
Η διεθνής πολιτική λοιπόν, ενός επαναστατικού καθεστώτος δεν είναι ηθικό «εξτραδάκι» ενός διεθνούς σταρ σύστεμ αλλά ταυτικός όρος. Μέσα από την ενεργή υποστήριξη αντικαπιταλιστικών κινημάτων διαφοροποιούνται οι επαναστατικές δυνάμεις από τον κλασσικό διπλωματικό πόλεμο αστικών ανταγωνιστικών κρατών. Μία εξέγερση λοιπόν θα βρίσκεται μόνιμα πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Η επιβίωση της εξαρτάται από την ενεργή πριμοδότηση αντικαθεστωτικών κινήσεων σε όλο τον πλανήτη και χρειάζεται να επιβιώσει πάση θυσία ώστε οι επαναστάτες να έχουν το διεθνές στήριγμα στη δική τους δύσκολη μάχη.
Μπορούμε, λοιπόν, άφοβα να εμπνευστούμε από το σκληρό αγώνα που έδωσαν οι επαναστάτες στη Ρωσία. Έναν αγώνα που πήρε δύσκολες αποφάσεις και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τις πάρουμε κι εμείς. Χτίζουμε ένα υποκείμενο που αποτελείται από ένα δυναμικό που να είναι έτοιμο να δώσει όχι μόνο τη μάχη της «μεγάλης νύχτας» της Επανάστασης αλλά και των καθημερινών ανώνυμων μαχών που θα κρίνουν την έκβαση της Μάχης.
Και αυτή τη φορά θα νικήσουμε για τα καλά!
Αλέξανδρος Γανδής