Τον Απρίλη του 2015, μετά από πολλές καθυστερήσεις, ξεκινά η ‘’πολύκροτη’’ δίκη της Χρυσής Αυγής στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού. Μια μεγάλη διαδήλωση σηματοδοτεί τη μέρα εκείνη, ενώ από την πρώτη στιγμή τίθεται το αιτήμα για μεταφορά της δίκης στην ειδική αίθουσα του Εφετείου, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Η επιχειρηματολογία των κομματιών του κινήματος αφορούσε τεχνικές αδυναμίες της αίθουσας του Κορυδαλλού ενώ κυριαρχούσε επίσης ένας πολιτικός ισχυρισμός ότι η σημασία αυτής της δίκης δεν θα μπορούσε να αναδειχτεί πουθενά καλύτερα από το Εφετείο. Εκεί, ο κόσμος του αγώνα μπορεί να παρακολουθεί απρόσκοπτα τη διαδικασία και διασφαλίζεται επίσης ο δημόσιος χαρακτήρας της δίκης.
Η Χρυσή Αυγή, στην αρχή της δίκης, έδειξε να απαξιώνει την όλη διαδικασία. Από μεριάς κατηγορουμένων, παρουσιάζονταν μόνο όσοι φασίστες εκτίουν ποινή στη φυλακή, ενώ στο ακροατήριο δεν υπήρχε η παραμικρή παρουσία για όσο καιρό η δίκη λάμβανε χώρα αποκλειστικά στον Κορυδαλλό. Από τη μεριά του κινήματος, μέχρι και σήμερα, στήνονται αντιφασιστικές συγκεντρώσεις έξω από τις φυλακές σε κάθε συνεδρίαση και συνεχίζονται οι πιέσεις για την μεταφορά στο Εφετείο.
Λίγους μήνες μετά, ανακοινώνεται τελικά η μεταφορά ενός αριθμού συνεδριάσεων στην αίθουσα του Εφετείου. Αυτή η αλλαγή αξιολογείται ως μια δικαίωση του αντιφασιστικού αγώνα και γίνεται δεκτή με πανηγυρισμούς. Ακόμη κι αν δεν αφορά στο σύνολο των διαδικασιών της δίκης, θεωρείται μια καλή εξέλιξη. Παρ’ όλα αυτά, και μετά το πέρας μερικών συνεδριάσεων, οι φασίστες της Χ.Α. αλλάζουν άρδην τη στρατηγική και το σχεδιασμό τους, όσον αφορά στην παρουσία τους στη δίκη. Από την μεριά των κατηγορουμένων, δεν υπάρχει κάποια αλλαγή καθώς συνεχίζεται αυτή η προσπάθεια πολιτικής απαξίωσης της δίκης, σημειώνεται όμως μια προσπάθεια των φασιστών να κυριαρχήσουν σε επίπεδο ακροατηρίου.
Στην αίθουσα συνεδριάσεων του Εφετείου Αθηνών, αν και έχει δύο είσοδους, επιλέχτηκε η μια είσοδος να απευθήνεται στο κοινό και η άλλη, σε παράγοντες της δίκης. Αυτή την, φαινομενικά, ασήμαντη λεπτομέρεια, εκμεταλλεύτηκαν οι φασίστες για να στήσουν ενα σκηνικό τρομοκρατίας, με σκοπό να αλλαξούν τους συσχετισμούς της δίκης, με όρους πεζοδρομίου. Συσπειρώνοντας, σε κάθε συνεδρίαση, λίγες δεκάδες αποτελούμενες από τα χειρότερα καθάρματα του φασιστικού μηχανισμού και σε συνεννόηση με την αστυνομία, ώστε να μπαίνουν πρώτοι και να «πιάνουν» τα κατατόπια από νωρίς, όλα αυτά έθεταν υπό αίρεση τη δυνατότητα των αντιφασιστών να παρακολουθούν τη δίκη. Αφού ο αστυνομικός έλεγχος χώριζε τους αντιφασίστες σε μικρές ομάδες, δυάδες – τριάδες το πολύ, τους παρέδιδε στο “face control” των φασιστών, συνοδευόμενο από τα ανάλογα μπινελίκια, φτυσιές, ενίοτε και καμιά “ψιλή”.
Όσο το κίνημα πίεζε, μέσω της θεσμικής του εκπροσώπησης από παράγοντες της δίκης, η κατάσταση στην πορτα λάμβανε χαρακτηριστικά μονιμότητας. Το αντεπιχείρημα της έδρας απέναντι στο αίτημα του ανοίγματος της δεύτερης πόρτας για το κοινό, ήταν ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος γι’ αυτό, αφού έχουμε να κάνουμε «με άλλη μια υπόθεση ποινικού δικαίου». Επιχειρήθηκε η απόσπαση κάθε πολιτικής αιχμής της υπόθεσης μ’ αυτόν τον τρόπο και ο υποβιβασμός της αντιπαράθεσης μεταξύ κατηγορουμένων και έδρας, με το ρόλο του κοινού είναι να πρέπει να είναι αμέτοχος στη δίκη. Κι όλα αυτά εθελοτυφλώντας φρικτά σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην είσοδο της αίθουσας.
Για την Οργάνωση Μαχητικού Αντιφασισμού, αυτή ήταν μια πολύ επικίνδυνη τρόπη, όχι μόνο για την υπόθεση της δίκης αλλά και για το σύνολο του αντιφασιστικού αγώνα. Από τη μια, οι φασίστες αλλάζουν το περιεχόμενο της δίκης, μέσα από ένα καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας, μετατρεπόμενοι, από κατηγορούμενοι σε κατήγορους. Από την άλλη, οι φασίστες κατοχυρώνουν, μετά από πολύ καίρο, ένα δημόσιο χώρο στο κέντρο της Αθήνας, όπου να μπορούν να κάνουν συγκεντρώσεις.
Έπρεπε κάτι να γίνει και μάλιστα άμεσα. Η ημερομηνία που επιλέχτηκε ήταν η 1η Νοέμβρη. Μια μέρα με ιδιαίτερη σημασία για την αντιφασιστική μάχη, καθώς για το κινήμα σηματοδοτεί το κλείσιμο των γραφείων της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο και στους φασίστες, θα θυμίζει πάντα την εκτέλεση των δύο καθαρμάτων της ένοπλης περιφρούρησης των γραφείων τους. Εκείνη τη μέρα, στο Εφέτειο διεξαγόταν η υπόθεση των αφισοκολλητών του ΠΑ.Μ.Ε. και η μαζική παρουσία αγωνιστών, είχε ανακόψει τη δυνατότητα στους φασίστες των πάγιων πρακτικών τους, κρατούσαν όμως τις αρχικές τους θέσεις στην είσοδο της αίθουσας.
Η ΟΡ.Μ.Α. συγκεντρώθηκε μετά από διπλό δημόσιο κάλεσμα. Το πρωί στο Εφετείο και το απόγευμα στο Νέο Ηράκλειο. Από νωρίς λοιπόν, έξω από τα δικαστήρια συγκεντρώνονται δεκάδες αντιφασίστες, όπου και παραμένουν φωνάζοντας συνθήματα με έντονο παλμό, σε οπτική επαφή με τους φασίστες που στέκονται μέσα απ’ τα κάγκελα, έξω απ’την αίθουσα του Εφετείου. Μετά από περίπου μία ώρα, η συγκέντρωση ολοκληρώνεται και οι αντιφασίστες κινούνται ομαδικά προς την είσοδο των δικαστηρίων.
Οι αντιφασίστες περνάνε τον τυπικό έλεγχο στην είσοδο και κατευθύνονται προς την αίθουσα της συνεδρίασης όπου, απ’ έξω βρίσκεται μικρός αριθμός φασιστών. Η αστυνομία ενημερώνει μέσω των ασυρμάτων ότι “έρχεται η ΟΡ.Μ.Α.” και έτσι, δίνεται το σήμα στους φασίστες που είναι μέσα στην αίθουσα να βγούν έξω για επίθεση. Όλο αυτό το σκηνικό της καλοστημένης ενέδρας από μεριάς φασιστών, ανέτρεψε η σθεναρή στάση των αντιφασιστών που μείναν στις θέσεις τους και δώσανε την απάντηση που αρμόζει στην επίθεση των τραμπούκων χρυσαυγιτών. Οι τραμπούκοι, παρ’όλο που βγήκαν στο προάυλιο με περίσσευμα μαγκιάς και θράσους, άρχισαν να δειλιάζουν και να λιποψυχούν όταν κατάλαβαν ότι έχουν απέναντί τους αγωνιστές διατεθειμένους να δώσουν τη μάχη, αυτήν την «αρχαία» μάχη της αξιοπρέπειας απέναντι στην ξεφτίλα.
Καθώς οι φασίστες απωθούνται ξανά μέσα στην είσοδο και η αστυνομία καταφέρνει να ελέγξει την κατάσταση, τους δηλώνεται, νέτα-σκέτα, ότι οι αντιφασίστες θα μπούνε στην αίθουσα ακόμα και πάνω από τους χρυσαυγίτες, αν χρειαστεί. Σ’ αυτό το σημείο και μην έχοντας άλλη επιλογή, ανοίγει, για πρώτη φορά, η δεύτερη πόρτα του Εφετείου, σε συννενόηση με την έδρα και οι αντιφασίστες εισέρχονται στην είσοδο με τις γροθιές υψωμένες, προκαλώντας έτσι το μένος των κατηγορουμένων, της υπεράσπισης και ενδεχομένως της έδρας, χωρίς όμως να δίνεται η παραμικρή αφορμή για μια διακοπή της δίκης. Τελικά, η δίκη διακόπηκε από τη μεριά των φασιστών, κατόπιν ερώτησης της πολιτικής αγωγής στον μάρτυρα Σωτήρη Πουλικόγιαννη, σχετικά με το παράγγελμα που έδωσαν οι χρυσαυγίτες στην επίθεση εναντίον τους. Εάν, δηλαδή, ήταν παρόμοιο με εκείνο που δόθηκε στις θέσεις του Εφετείου, πριν λίγα μόλις λεπτά.
Οι φασίστες έκτοτε, δεν μπόρεσαν ξανά να στήσουν ένα κλίμα τρομοκρατίας γύρω από τα δικαστήρια. Όσες φορές προσπάθησαν, η αποτυχία ήταν παταγώδης, τόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο αλλά κυρίως σε πολιτικό. Ένα κορυφαίο παράδειγμα ήταν η αποτυχημένη επίθεση του παλικάρα Δεβελέκου σε συγκέντρωση της ΟΡ.Μ.Α., όπου το μόνο που κατάφερε ήταν να μαυρίσει το μάτι του. Επίσης, η απόπειρα τραμπουκισμού της Μάγδας Φύσσα, το μόνο που έδειξε ήταν το μέγεθος της ξεφτίλας τους. Τέλος, η επίθεση σε δικηγόρο της πολιτικής αγωγής τους ανάγκασε να εξαφανιστούν εντελώς από το δικαστήριο.
Η 1η Νοέμβρη είναι η μέρα που ανοίγει η δεύτερη είσοδος για το κοινό της δίκης. Από τότε, αυτό το δεδομένο έχει βοηθήσει τη στρατηγική όλων των ταξικών υποκείμενων που θέλησαν να έχουν παρέμβαση στη δική της χρυσής αυγής. Αλλά και από μόνο του σαν γεγονός, αποτελεί ένα σπουδαίο μάθημα για κάθε αντιφασιστική δύναμη σχετικά με το πώς δεν πρέπει να μένει κανείς θεατής στους σχεδιασμούς του κράτους, αλλά να βρίσκει τα περιθώρια παρέμβασης και να πραγματοποιεί αλλαγές, ακόμα και σε πεδία που μοιάζουν πολύ μεγαλύτερα από τις εκάστοτε δυνατότητες. Επίσης, είναι σημαντικό από την άλλη, να μην «καίγονται» πεδία παρέμβασης και μάχης για το αντιφασιστικό κίνημα επειδή δεν μπορεί να βρεθεί ρόλος μέσα σε μια κακώς λεγόμενη θεσμική αντιπαράθεση.
Οι αντιφασίστες που έδωσαν τη μάχη τη 1η Νοέμβρη, στο Εφετείο, στάθηκαν κόντρα στην ανάθεση στους κρατικούς μηχανισμούς από τη μία και στην ιδεολογικοποιημένη αποχή και απάθεια από την άλλη. Σήκωσαν το γάντι της αντιπαράθεσης με τους φασίστες, διέλυσαν το σχεδιασμό τους και πέτυχαν μια νίκη για όλο το αντιφασιστικό κίνημα, για όλον, τελικά, τον κόσμο του αγώνα.