Η επίσκεψη Ερντογάν τον περασμένο Δεκέμβρη δημιούργησε αμήχανες αντιδράσεις και στον αστικό πολιτικό κόσμο και στο ταξικό κίνημα. Η πρώτη επίσκεψη Τούρκου Προέδρου μετά το 1952 στην Αθήνα έδινε την αίσθηση ενός σημαντικού γεγονότος αλλά κανένας δεν μπορεί να περιγράψει ποιο ήταν το κύριο διακύβευμα αυτής της συνάντησης. Ήταν μια διαπραγμάτευση ακριβώς στο κλίμα της εποχής της Παγκόσμιας Κρίσης: διστακτικότητα εμπρός στα αδιέξοδα.
Τα αστικά κράτη της Ελλάδας και της Τουρκίας σχηματίζουν μια ιστορική αντιπαλότητα λόγω του κοινού ζωτικού χώρου που διεκδικούν και οι δυο μεριές. Ο «διάλογος» που συμμετέχουν ανά περιόδους δεν είναι παρά ανίχνευση και καταγραφή του εκάστοτε συσχετισμού δύναμης. Υπήρχαν ελάχιστες περίοδοι, όπου διαφαινόταν η δυνατότητα κοινής, ειρηνικής συνύπαρξης των δύο χωρών, αφού τα στρατηγικά συμφέροντα φαίνονταν πως ταυτίζονταν. Μια τέτοια περίοδος ήταν και η δεκαετία που κύλησε μετά την κρίση των Ιμίων το 1996.
Πριν το 1996 είχαν περάσει σχεδόν τέσσερις δεκαετίες όπου οι ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί είχαν φτάσει μέχρι και σε εμπόλεμη σύρραξη. Η διπολικότητα με την ύπαρξη του «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου που επικρατούσε στην παγκόσμια σκηνή και η αποαποικιοποίηση που λάμβανε χώρα στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, έδινε τη δυνατότητα πολύπλευρων συμμαχιών και στα δύο κράτη εντείνοντας τους διμερής ανταγωνισμούς. Η κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, όμως, και η δυναμική εισβολή της Ευρώπης του Μάαστριχτ στο προσκήνιο, έδινε την εντύπωση του «ευρωμονόδρομου». Η δημιουργία του πανίσχυρου, τότε, Ευρώ δημιουργούσε έναν «Ευρωπαϊκό Παράδεισο», όπου όποιος έμενε εκτός καταδικαζόταν στη μιζέρια και στο περιθώριο.
Στα τέλη της δεκαετίας του `90, λοιπόν, ξεκινά η περίφημη «κοινή ευρωπαϊκή προοπτική». Η τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την ΕΕ, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ως στάδιο ένταξης και της Τουρκίας φαινόταν πως δημιουργούσε για πρώτη φορά την προοπτική ειρηνικής συνύπαρξης στο Αιγαίο. Όμως, η ειρήνη των αστών βασίζεται στη δυνάστευση των λαϊκών τάξεων. Αυτή η περίοδος διαλόγου είχε πολλαπλά θύματα.
Η περίοδος «διαλόγου» στην περιοχή βοήθησε το διεθνή ιμπεριαλισμό να μοιράσει τα Βαλκάνια και να τα ανοικοδομήσει χωρίς κινδύνους και τριγμούς. Εξασφαλίστηκε πως οι μουσουλμανικές κοινότητες σε Αλβανία, Μακεδονία, Βοσνία, Βουλγαρία δεν θα έχουν συμμάχους που να αμφισβητήσουν τα Αμερικάνικα και Ευρωπαϊκά προγράμματα ανοικοδόμησης. Το ίδιο συνέβη και στην περίοδο των ιμπεριαλιστικών εισβολών στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός Ελλάδας και Τουρκίας αποτέλεσε ένα σταθερό σύμμαχο του ΝΑΤΟ στις σφαγές της Μέσης Ανατολής. Τέλος, και οι δύο χώρες φρόντισαν να εγκαταλείψουν πρόσκαιρες συμμαχίες που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε στους διμερής ανταγωνισμούς τους. Η ελληνοτουρκική «φιλία» παρέδωσε τον Οτσαλάν στην ΜΙΤ, αλλά και από την άλλη αποκλείστηκαν οι Τουρκοκύπριοι και η Βόρεια Κύπρος από την ΕΕ μετατρέποντας τους οριστικά σε περιθωριακούς της διεθνούς σκηνής.
Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης από το 2008 όμως, όλες αυτές οι σταθερές χάθηκαν. Η Ευρώπη, όχι μόνο δεν είναι πια η «λύση» και το όχημα για την ανάπτυξη αλλά περιχαρακώνεται με την ελπίδα να σταματήσει ή τουλάχιστον να περιορίσει την παρατεταμένη ύφεση. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις εντός της ΕΕ αυξάνουν. Δεν είναι μόνο το Brexit, αλλά και τα ακροδεξιά, αντιδραστικά εθνικιστικά και αποσχιστικά κινήματα που αναζητούν άλλες προοπτικές. Επειδή όμως, δεν είμαστε σε περίοδο μαζικής κατάρρευσης, αλλά στασιμότητας με έως και μικρούς δείκτες ανάπτυξης, δημιουργείται μια περίεργη κατάσταση αδιεξόδου. Η Ευρώπη δε φαίνεται να μπορεί να ανακάμψει συλλογικά και να ξαναφέρει την αίσθηση της δεκαετίας του `90. Αλλά καμία αστική τάξη στον πλανήτη δε ριψοκινδυνεύει να φωνάξει πρώτη «ο βασιλιάς είναι γυμνός» και να τραβήξει το δρόμο του προστατευτισμού και του εθνικισμού.
Σε αυτό το κλίμα οι ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί βρίσκονται σήμερα σε ένα μετέωρο στάδιο όπου ο ένας φοβάται τον άλλο και οι δυο μαζί το αβέβαιο μέλλον. Για κάθε πολιτικό άνοιγμα συνεννόησης για το προσφυγικό, θα πετιέται μια νέα διεκδικούμενη ΑΟΖ που θα φαντάζει ένα Ελ Ντοράντο στη διαρκή στασιμότητα της περιόδου. Στο επόμενο στάδιο ύφεσης, μια νέα αποδιοργάνωση του τραπεζικής πίστης της ΕΕ θα ξαναφέρει στο προσκήνιο και με ακόμα μεγαλύτερη ένταση τις κραυγές του εθνικισμού, πιο τρομαχτικού πιο επικίνδυνου από ποτέ.
Πρέπει να προβληματιστούμε από το πραξικόπημα του περασμένου καλοκαιριού στην Τουρκία. Η αδυναμία του τουρκικού ταξικού κινήματος να κινηθεί αυτόνομα και να παίξει ένα ανεξάρτητο ρόλο ενάντια στη απόπειρα πραξικοπήματος του Γκιουλέν, έδωσε στον Ερντογάν τη δυνατότητα να αναβαθμίσει το ρόλο του και εν τέλει να κινηθεί, όχι μόνο ενάντια στους πραξικοπηματίες αρχικά, αλλά και στις δυνάμεις της εργασίας και της νεολαίας.
Οι ταξικές δυνάμεις οφείλουν να έχουν μια διπλή ανάγνωση και στρατηγική. Από τη μία, πρέπει να είναι σε πλήρη αντίθεση ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική απέναντι στην ακροδεξιά και στο φασισμό που θα διεκδικήσουν τη χάραξη μιας κανιβαλιστικής εθνικιστικής πολιτικής. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει με τη λογική της υπεράσπισης της «ευρωπαϊκής» δημοκρατίας και του αστικού δημοκρατικού μπλοκ. Η κατάρρευση της Δημοκρατίας τους θα αποτελέσει τη μήτρα των πιο αντιδραστικών πολιτικών, αν δεν υπάρξει μια ανεξάρτητα αντικαπιταλιστική στρατηγική.