Μέσα στα σκοτεινά χρόνια της οικονομικής (και βεβαίως όχι μόνο) κρίσης οι λέξεις παιδεία, εκπαίδευση, μόρφωση κ.λ.π ακούγονται πολύ συχνά ως έννοιες ή διαδικασίες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πυλώνες αναζήτησης λύσεων, ως φωτεινός σηματοδότης, ειδικά όταν πρόκειται για ζητήματα που έχουν να κάνουν με την εισβολή της φασιστικής προοπτικής στο πολιτικό πεδίο καθώς και στην ίδια την καθημερινότητα, του καθενός από μας. Όλοι όσοι έχουμε επιλέξει να πάρουμε δραστήρια θέση στην αντιμετώπιση του φασιστικού εκτρώματος σίγουρα έχουμε βρεθεί σε συζητήσεις είτε με ανθρώπους σε κοινές παρέες, είτε με αγνώστους κατά τη διάρκεια εξορμήσεων, των όποιων η θέση λίγο ως πολύ συνοψίζεται στη φράση “η αντιμετώπιση του φασισμού είναι θέμα παιδείας”. Εκτός αυτού, η θέση αυτή εκφράζεται (κατ’ εμάς καθόλου συμπτωματικά) από ανθρώπους γενικότερα προοδευτικούς, δημοκρατικών αισθημάτων, αριστερούς και πολλές φορές αρκετά υψηλού μορφωτικού επιπέδου που όμως πάρα πολύ συχνά, αν όχι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν είχαν ποτέ κάποια δράση κατ’ οποιονδήποτε τρόπο οργανωμένη ή έστω σε κάποια συλλογική βάση, στην κατεύθυνση της εκδίωξης φασιστικών συμπεριφορών ή απόψεων ακόμα και όταν αυτές τους αφορούν ή τους αγγίζουν άμεσα. Το πιο σύνηθες απότοκο αυτής της προσωπικής στάσης, είναι η προοδευτική-δημοκρατική άποψη του μεγαλύτερου κομματιού της κοινωνίας μας, να βρίσκεται μονίμως στη θέση του σιωπηλού-τρομαγμένου παρατηρητή τη στιγμή που συντηρητικές μειοψηφίες εκμεταλλευόμενες την σιωπή και χρησιμοποιώντας τη δυναμική του υστερικού-“αγανακτισμένου” από την αδράνεια όχλου δημιουργούν είτε τετελεσμένα γεγονότα, είτε κοινωνικά αντιδραστικά ρεύματα, και καταφέρνουν να παίρνουν κεφάλι στον αγώνα της δημιουργίας εντυπώσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του τύπου “αναμέτρησης” των δύο αυτών μικροαστικών αντιλήψεων είναι η κατάσταση που δημιουργήθηκε στα δημοτικά σχολεία όπου θα ξεκινούσαν τη φοίτησή τους παιδιά προσφύγων, στα μέσα της προηγούμενης χρονιάς. Οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων έγιναν το πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε γονείς που φοβόντουσαν από υποτιθέμενες μολύνσεις στα σχολεία τους, μέχρι εξισλαμισμό της κατά τα άλλα χριστιανικότατης εκπαίδευσης που απολαμβάνουν τα σπλάχνα τους. Από την άλλη είχαμε γονείς που ενώ δεν διακατέχονταν από τέτοιου είδους καννιβαλιστικές αντιλήψεις έμεναν τελείως άπραγοι και σοκαρισμένοι από τις αγριοτσιρίδες μαινόμενων κυρατσών και ούγκανων που μπούκαραν στα συμβούλια των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων με μόνο σκοπό τη διάλυση της όποιας διαδικασίας συζήτησης. Αποτέλεσμα; Τη στιγμή που προσφυγές ξεκινούσαν τη φοίτησή τους σε δεκάδες σχολεία της Ελλάδας, προβάλλονταν μια γενική εικόνα που έβγαινε από 3-4 σχολεία πανελλαδικώς που προσπαθούσε να δημιουργήσει εχθρικό κλίμα απέναντι σε παιδιά δημοτικού. Και μπορεί πέρσι οι δυνάμεις του αντιφασιστικού κινήματος να κατέστειλαν προσωρινώς αυτές τις ρατσιστικές εκδηλώσεις, παρ’ όλα αυτά όμως ο φασισμός ξέρει να προσαρμόζεται, και πατώντας στις αδυναμίες μας να ξαναδημιουργεί πλαστές μεν εικόνες, που όμως του επιτρέπουν να οργανώνει την κοινωνική του βάση, για να ξαναεπιτεθεί από θέση ισχύος στην επόμενη στροφή του δρόμου. Επαναλαμβάνουμε στηριζόμενος πάντα στα δικά μας λάθη, στους δικούς μας δισταγμούς.
ΤΙ ΑΛΛΑΞΕ ΑΠΟ ΠΕΡΣΙ ΜΕΧΡΙ ΦΕΤΟΣ;
Όσον αφορά το ξεκίνημα της περασμένης σχολικής χρονιάς για τους πρόσφυγες μαθητές, οι αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές οργανώσεις είχαν δυνατά αντανακλαστικά, ακονισμένα από την προηγούμενη εμπειρία αντιμετώπισης των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου ,τα περασμένα χρόνια. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι φασίστες δεν θα ψάξουν διαφορετικούς τρόπους για να μπολιάσουν με τις αντιδραστικές και αιμοβόρες αντιλήψεις οποιαδήποτε κοινωνική δομή τους δοθεί η ευκαιρία. Έχουν και αυτοί μεγάλη εμπειρία όλες τις προηγούμενες δεκαετίες πάνω στη διασπορά του μίσους και στη διάλυση των όποιων δημοκρατικών διαδικασιών. Στηριζόμενοι σ’ αυτήν την εμπειρία κατάφεραν να δημιουργήσουν κλίμα φόβου στις περιπτώσεις του δημοτικού σχολείο του Αμίρ στη δάφνη και στο 144ο δημοτικό σχολείο Σεπολίων όπου ξεκίνησαν τα μαθήματα τους τα παιδιά της πακιστανικής κοινότητας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στην περίπτωση του Αμίρ οι περισσότεροι από εμάς αηδιασμένοι είδαμε στα μίντια να ξεδιπλώνεται μπροστά μας η μικρότητα και ο φανατισμός ενός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας που δεν καταδέχονταν να κρατήσει την ελληνική σημαία ένας Αφγανός πρόσφυγας. Το θέμα πήρε διαστάσεις μιας και μεταξύ άλλων επρόκειτο για παραβίαση του νόμου που έλεγε ότι την σημαία την κρατάει ο μαθητής που του τυχαίνει ο κλήρος. Σίγουρα πολλοί από εμάς έμειναν και εμβρόντητοι όταν μετά από την κατάπτυστη ανακοίνωση στήριξης της προέδρου του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, φασίστες επιτέθηκαν νύχτα με πέτρες στο σπίτι ενός μαθητή δημοτικού σχολείου. Επίσης σίγουρα πολλοί από εμάς θα αναρωτιούνται πώς φτάσαμε ως εδώ. Σ’ αυτό το άρθρο δεν θα μας απασχολήσει το ερώτημα αυτό γενικά ως κοινωνία. Η ΟΡ.Μ.Α. με τη δράση της επιχειρεί να διαλύσει τους φασιστικούς θύλακες όπου αυτοί εμφανίζονται, για να γίνει κάτι τέτοιο όμως οφείλουμε να έχουμε πλήρη εικόνα του τι συμβαίνει σε κάθε σχολείο σε κάθε γειτονιά. Έτσι πέρα από την παρουσία μας στις αντιφασιστικές πορείες που οργανώθηκαν ως απάντηση, οργανώσαμε και παρέμβαση στο σχολείο του Αμίρ με σκοπό να μιλήσουμε με το διευθυντή του σχολείου ως άμεσα υπεύθυνο για το περιστατικό, αλλά και να δούμε ποιοί είναι αυτοί οι γονείς που στηρίζουν τέτοιου τύπου ρατσιστικές λογικές και σε ποιό βαθμό.
Πρώτα απ’ όλα ενημερωθήκαμε από το διευθυντή πως στο σχολείο αυτό φοιτούν εδώ και χρόνια μετανάστες και πρόσφυγες μαθητές (κάτι που άλλωστε ήταν εμφανές και την ώρα της προσέλευσης στο μάθημα) σε ποσοστό 30%-40%. Τα προηγούμενα χρόνια τη σημαία έχουν κρατήσει διάφοροι αλλοδαποί μαθητές ενώ πέρσι ο σύλλογος των γονέων και των καθηγητών είχε υποδεχτεί τους καινούργιους πρόσφυγες μαθητές μαζεύοντας ρούχα και γραφική ύλη . Οι ίδιοι οι καθηγητές πολλές φορές βάζουν από την τσέπη τους χρήματα για να μπορέσουν οι μαθητές χωρίς οικονομική δυνατότητα να πάνε στις εκδρομές του σχολείου. Ο διευθυντής πάντως ήταν αρκετά ασαφής όταν τον ρωτήσαμε πως αφαιρέθηκε η σημαία από τον Αμίρ. Από τα συμφραζόμενα καταλάβαμε πως είχε σίγουρα δεχτεί πίεση από ένα κομμάτι φασιστών γονιών (που εν τέλει δέχτηκαν και τα συγχαρητήρια της χρυσής αυγής για την ελληνική τους στάση)για το θέμα, και στην προσπάθεια του να μην οξυνθούν τα πνεύματα επέλεξε να δώσει στον μικρό την ταμπέλα του σχολείου. Η ύπαρξη αυτής της μερίδας “γονέων” έγινε αντιληπτή την ώρα της παρέμβασης έξω από το προαύλιο. Στην παρουσία 15 αντιφασιστών τα συγκεκριμένα κατακάθια τήρησαν μια στάση συγκαταβατική, του τύπου “εμείς δεν είμαστε ρατσιστές”, “όλα τα παιδιά τα θέλουμε” κλπ. Δεν έλειψαν βέβαια τα ” και τα δικά μας τα παιδιά πεινάνε” και άλλα γνωστά οπότε και αποκαλύπτονταν το ποιοί είναι με ποιούς. Ναι είναι αλήθεια πως αυτοί οι “γονείς” ήταν περίπου 4-5 και όλοι μαζί, ενώ από την άλλη μεριά αυτοί που όντως δεν τηρούσαν αυτήν την υποκριτική στάση εκδηλώνονταν ποιό σιωπηρά ή καθόλου. Από αυτούς μάθαμε και λεπτομέρειες για το πως εν τέλει προέκυψε αυτή η στάση του συγκεκριμένου συλλόγου γονέων. Το συμπέρασμα πάντως είναι πως όταν το δικό μας στρατόπεδο σιωπά ή αδιαφορεί ο καννιβαλιστικός εσμός βρίσκει την ευκαιρία να σηκώσει κεφάλι και να αντιστρέψει το κλίμα.
Την εβδομάδα μετά την επίθεση στο σπίτι των προσφύγων, ακολούθησε ένα μπαράζ αντιφασιστικών δράσεων και διαδηλώσεων που μπορεί να είναι δείγμα υγείας, δεν αρκούσε όμως πλέον για να μην αναγκάσει την οικογένεια του Αμίρ να μετακομίσει. Έδωσαν ένα στίγμα πως τίποτα δεν μένει αναπάντητο. Είναι ανάγκη πάντως να πάμε ένα βήμα παρακάτω. Κάτι που στην 2η περίπτωση του 144ου δημοτικού σχολείου στα Σεπόλια δεν έγινε.
ΟΤΑΝ ΤΟ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΟΛΙΓΟΡΕΙ
Την Κυριακή 29 Οκτώβριου ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσουν τα μαθήματα ένταξής τους στο 144ο δημοτικό σχολείο τα παιδιά πακιστανών μεταναστών. Γεγονός το οποίο οργανώθηκε με συνεργασία του δήμου αθηναίων με την πακιστανική κοινότητα Ελλάδος. Προφανώς μια τέτοια διαδικασία θέλει κάποιο χρόνο για να οργανωθεί με μια στοιχειώδη σοβαρότητα και είναι κάτι που εύκολα γίνεται αντιληπτό από όσους έχουν πρόσβαση στα δημοτικά συμβούλια της Αθήνας ή επικοινωνία με τον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων ή με την πακιστανική κοινότητα. Δεν είναι ν’ απορεί λοιπόν κανείς με το γεγονός ότι η χρυσή αυγή ήξερε ακριβώς την ημερομηνία έναρξης των μαθημάτων. Χρησιμοποιώντας λοιπόν φασίστες, μέλη του συλλόγου γονέων οργάνωσε ρατσιστική συγκέντρωση την ημέρα έναρξης των μαθημάτων, φορώντας μία ακόμη φορά την προβιά των αγανακτισμένων κατοίκων. Στηρίχθηκε σε 2-3 στρατευμένους τοπικούς ψηφοφόρους της και τους ενίσχυσε με μεταφερόμενους ναζί από άλλες περιοχές για να στήσει τάχα μια συγκέντρωση από γονείς της γειτονιάς που δεν τους ενδιέφερε να διαμαρτυρηθούν ή να ενημερωθούν μιας και δεν απευθύνθηκαν ούτε προς το διευθυντή ούτε στο υπουργείο ούτε στο δήμο. Δεν παρέλειψε βέβαια να πετάξει την προηγούμενη τρικάκια γύρω από το κτίριο του σχολείου για να δώσει το στίγμα της. Ο σύλλογος των καθηγητών και η πακιστανική κοινότητα, βλέποντας την φασιστική κινητικότητα τις προηγούμενες μέρες επέλεξαν τελικά να μεταφέρουν την έναρξη των μαθημάτων για 2 εβδομάδες αργότερα με σκοπό να οργανωθεί καλύτερα, πλαισιωμένη από τοπικούς φορείς, σωματεία και αντιφασιστικές οργανώσεις.
Τελικά τα παιδιά ξεκίνησαν τα μαθήματα τους στις 12 Νοεμβρίου μέσα σ’ ένα πανηγυρικό κλίμα και μια συγκέντρωση που αριθμούσε εκατοντάδες αλληλέγγυους ντόπιους και μη. Παρ ‘όλα αυτά είναι σημαντικό να κατανοήσουμε έστω και καθυστερημένα -και ως ΟΡ.Μ.Α. θα συνεχίσουμε να επιμένουμε σ’ αυτό- πως πλέον ο ρόλος του αντιφασιστικού κινήματος δεν είναι να οργανώνει τα αντανακλαστικά της τοπικής κοινωνίας αλλά να διαλύει τις φασιστικές προσπάθειες συγκρότησης όπου αυτές εμφανίζονται. Στα Σεπόλια τα παιδιά ξεκίνησαν τα μαθήματα τους αλλά η χρυσή αυγή κατάφερε και αυτή να συγκροτήσει το δικό της κομμάτι έστω και αδύναμα. Αυτό ακριβώς είναι που θα μπορούσε έχει αποφευχθεί.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Είναι πραγματικότητα πως οι δυτικές κοινωνίες έχουν περάσει μεγάλο διάστημα μέσα στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η Ελλάδα (και όχι μόνο) 43 χρόνια μετά την πτώση της χούντας βρίσκεται μπροστά στο χείλος της απόλυτης φτώχειας και ειδικά τα τελευταία χρόνια της κρίσης τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού αρχίζει να καταλαβαίνει πως η μαλθακότητα μέσα στην οποία μεγάλωσαν τρεις γενιές αποτελεί πλέον παρελθόν. Από τη βία του ξεσπάσματος της εξέγερσης του 2008 μέχρι τη φασιστική βία της περιόδου ’10-’13 και από την ακραία αστυνομική καταστολή όλη την τελευταία δεκαετία, μέχρι τη βία της ανεργίας και της φτωχοποίησης, ο ελληνικός λαός εξωθείται με ταχείς ρυθμούς στην αναθεώρηση όλων των πτυχών οργάνωσης της καθημερινότητας του. Πραγματικά, όλοι μας θα θέλαμε να μπορούμε να συνεχίσουμε να προστατεύουμε τα σχολεία μας , τα σπίτια μας, τις γειτονιές μας , σ’ ένα επίπεδο δημοκρατικού διαλόγου και αντεπιχειρηματολογίας. Στο 2017 όμως που για τους περισσότερους από εμάς δεν απομένουν παρά ψίχουλα απ΄ την πίτα και που για να παραμείνουμε κατευνασμένοι αστικό μπλοκ επιστρατεύει το όπλο του φασισμού, τότε κι εμείς απ’ τη μεριά μας είτε θα μάθουμε να μαχόμαστε με ότι εργαλεία χρειάζεται για να μην χάσουμε και το τελευταίο κομμάτι ψωμί από το τραπέζι των παιδιών μας, ή θα επιτρέψουμε να κυριαρχήσουν τα πιο καννιβαλιστικά ένστικτα συγκεκριμένων μειοψηφιών. Έπειδή απλά επειδή εμείς θεωρήσαμε ότι υπήρχαν περιθώρια δημοκρατικής διαβούλευσης με τα πιο αντιδραστικά κομμάτια της κοινωνίας που πλέον βλέπουμε συχνότατα γύρω μας.
Στην περίπτωση της Δάφνης ο διευθυντής επέλεξε έναν συγκαταβατικό δρόμο που νόμισε ότι θα γλιτώσει αυτόν και το σχολείο του από τα χειρότερα φτάνοντας μέχρι το σημείο να παρανομήσει, ενώ στην περίπτωση των Σεπολίων το αντιφασιστικό κίνημα επέλεξε να κάνει αυτό που ξέρει να κάνει κι ας σήμαινε αυτό ότι θα δώσει περιθώριο στους φασίστες να πατήσουν πόδι στο δρόμο. Υπάρχει άλλος τρόπος; Βεβαίως. Ο οργανωμένος μαχητικός αντιφασισμός είναι το όχημα μας για την αντιμετώπιση αυτών ακριβώς των καταστάσεων. Με τις τακτικές του, αλλού διέλυσε τους μηχανισμούς των φασιστών ενώ όπου δεν το κατάφερε ακόμα, είναι εξαιτίας της αμέριστης στήριξης των κρατικών μηχανισμών προς αυτούς. Το σημαντικότερο όμως είναι πως απομυθοποίησε τη βία. Κυρίως τη βία των ταγμάτων εφόδου, αλλά έμαθε και σε κομμάτια του δικού μας στρατοπέδου να τη χρησιμοποιεί με χειρουργική ακρίβεια. Από τον Πειραιά, το Πέραμα, τη Σαλαμίνα, μέχρι τις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, το συμπέρασμα είναι ένα, χτίζουμε μαχητικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης των εχθρών της ελευθερίας. Οι φασίστες δεν εκπαιδεύονται, δεν μορφώνονται, λειτουργούν βάση σχεδίου με πειθαρχία και οργάνωση. Δεν τους ενδιαφέρει να συμμετέχουν σε διαδικασίες συζήτησης, να διαμαρτυρηθούν ή να ακουστούν αλλά να επιβληθούν μέσα από τη διάλυση της όποιας διαδικασίας συζήτησης ως η μόνη εναπομένουσα λύση. Θα προσπαθήσουν να εισχωρήσουν όπου τους αφήσουμε έστω και μία χαραμάδα όπως ακριβώς τα φίδια. Εμείς πάντως δεν θα διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε το τσεκούρι της ταξικής πάλης.