Μια φενάκη ή ένα όπλο στην υπηρεσία της ταξικής πάλης;
Με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου, η Α.Φ. επιχειρεί να σταθεί στο φαινόμενο του αντάρτικου πόλης, επιχειρώντας μια συμπυκνωμένη ιστορική ανασκόπηση και αξιολογώντας τη στρατηγική χρήση του στους λαϊκούς αγώνες.
Το φαινόμενο του ανταρτοπολέμου, αν το εξετάσουμε με μια πιο ευρεία οπτική και πέραν των ορισμών που δίνουν οι επίσημες αρχές, τύπου ΝΑΤΟ, είναι τόσο παλιό όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος. Από την προϊστορική εποχή ακόμα, οι ανθρώπινες κοινωνίες κατέφευγαν σε αντάρτικες τακτικές προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, ή σε περιπτώσεις συγκρούσεων με άλλες ομάδες κυνηγών. Όσον αφορά την ιστοριογραφία, ο Ηρόδοτος είναι μάλλον ο πρώτος ερευνητής που περιγράφει την εφαρμογή μεθόδων ανταρτοπολέμου από τους Σκύθες, κατά την εισβολή των Περσών (6ος αι. π.Χ.), ενώ παρόμοιες τακτικές αντιμετώπισε και ο Μέγας Αλέξανδρος από τα σκυθικά φύλα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ασία. Βέβαια, οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που βίωσαν στο πετσί του τις ισχυρότερες ανορθόδοξες μορφές πολέμου στην αρχαία εποχή, τόσο στις συγκρούσεις με τους Κελτίβηρες στην Ισπανία, όσο και στους πολέμους κατά των Γαλατών και των Γερμανών. Κοινή συνισταμένη όλων των περιπτώσεων ήταν πάντοτε η χρήση αντισυμβατικών μεθόδων ένοπλης πάλης ενός λαϊκού υποκειμένου, εναντίον ενός σαφώς ισχυρότερου σε πόρους, στρατιωτικής οργάνωσης και οπλισμού, αντιπάλου. Το ίδιο παρατηρούμε και για τα νεώτερα παραδείγματα, με μια απλή ιστορική θέαση των αντάρτικων κινημάτων στη σύγχρονη ιστορία (Κίνα, Κούβα, Βιετνάμ, Αλγερία, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία κ.ά.).
Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με ένα συγκεκριμένο είδος ανταρτοπολέμου, αυτού που διεξάγεται εντός αστικού χώρου. Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό ανταρτοπόλεμο, αυτόν της υπαίθρου (ζούγκλα, βουνά), το αντάρτικο πόλης είναι ένα κατ’εξοχήν νεωτερικό φαινόμενο. Έλκει τις ρίζες του στη δραματική κοινωνική αστικοποίηση των τελευταίων δύο αιώνων και την προλεταριοποίηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, απότοκα και τα δύο της βιομηχανικής επανάστασης. Οι λόγοι που ασχολούμαστε με τη συγκεκριμένη μορφή πάλης έχουν διφυή χαρακτήρα: α) αρχικά να πετύχουμε ορισμένες ρηγματώσεις σε στεγανοποιημένες θέσεις και θολές απόψεις που θυμίζουν περισσότερο νουάρ μυθιστορήματα παρά διαθέτουν γειωμένη ιστορική αντίληψη και β) να εξετάσουμε τη συμβολή του αντάρτικου πόλης στην ταξική πάλη (ναι, όχι και γιατί). To ζήτημα βέβαια είναι αρκετά ευρύ, και στο παρόν κείμενο απλώς θα ακουμπήσουμε ορισμένες βασικές διαστάσεις του. Επίσης, καλό είναι διευκρινιστεί ότι ως υποκείμενα του αντάρτικου πόλης θεωρούνται ένοπλες οργανώσεις που έδρασαν μόνο ή και, στα αστικά κέντρα, και όχι μεμονωμένα άτομα ή γκρούπες χωρίς μαζική απεύθυνση (π.χ. αναρχοατομικισμός, ιλλεγκαλισμός).
Μία αρχική περιπτωσιολογική όσο και κυνική εκτίμηση, μπορεί να επισημάνει ότι το αντάρτικο πόλης αποτελεί μία από τις πιο αποτυχημένες μεθόδους ένοπλου αγώνα στην επαναστατική ιστορία. Αν πάρει κάποιος μία μία τα υποκείμενα που έδρασαν με γνώμωνα τη συγκεκριμένη στρατηγική, ήτοι παράνομη οργάνωση, δράση στις πόλεις, τερροριστικά χτυπήματα, μη εμπλοκή με την θεσμική πολιτική σκηνή, θα δει ότι κατέληξαν σε έναν πελώριο τοίχο βαμμένο με αίμα. Είτε ηρωικά, είτε εκφυλιστικά, είτε και τα δύο μαζί το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Συνθλίφτηκαν πρώτα, όχι από το βάρος της καταστολής, αλλά από το βάρος της αποστολής. Της αποστολής που προέβλεπε ότι μια εθνική, λαϊκή επανάσταση μπορεί να ξεκινήσει από τη δράση και τα μηνύματα ορισμένων ένοπλων πυρήνων-οργανώσεων της πόλης. Στη μεταπολεμική εποχή, το αντάρτικο πόλης με αυτή τη μορφή έχει συγκεκριμένη χωροχρονική αφετηρία. Κατά τη δεκαετία του ’60 στη Λατινική Αμερική, οι ένοπλες κομμουνιστικές οργανώσεις σε Ουρουγουάη, Βραζιλία και Αργεντινή προσπάθησαν να υιοθετήσουν το γκεβαρικό μοντέλο δράσης εντός αστικού χώρου. Αυτός ο δρόμος προήλθε κυρίως ως μια προσπάθεια απάντησης στην αποτυχία του ίδιου μοντέλου, όσον αφορά τη μετάγγιση του κουβανέζικου επαναστατικού ρεύματος στις αγροτοκεντρικές κοινωνίες της Λ.Α. Εξάλλου, τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της ανατολικής πλευράς γνώριζαν ήδη σημαντική εργατοσυνδυκαλιστική δραστηριότητα και γενικότερα υπήρχαν ευνοϊκές συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης, ειδικότερα μετά τις οικονομικές κρίσεις και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα της περιόδου. Παρ` όλα αυτά, η κατάπνιξη ήλθε μέσα σε πολύ λίγα χρόνια και ήταν παραδειγματική.
Στην ανάγνωση των λατινομαερικάνικων ηττών έχουν συμβάλει αρκετά τα γραπτά του Αμπραάμ Γκιγέν, μέντορα της οργάνωσης των Τουπαμάρος και βετεράνου του Ισπανικού Εμφυλίου. Οι παρατηρήσεις του Γκιγέν ξεκινούν από το τακτικό κομμάτι, ειδικά στην περίπτωση των Τουπαμάρος, αλλά επεκτείνονται μέχρι την πολιτική στρατηγική. Πρώτα απ’ όλα, η επιλογή της πόλης ως χώρου δράσης ακυρώνει συχνά δύο από τα βασικά πλεονεκτήματα του αντάρτικου υποκειμένου σε σχέση με την παραδοσιακή μορφή: την ευελιξία και την ασφάλεια. Οι πόλεις διαθέτουν σαφώς περισσότερες ανέσεις για τη σύγχρονη ζωή, όμως περιορίζουν το πεδίο ενεργειών του δρώντα σε έναν συγκεκριμένο χώρο, ενώ η συνεχής ανάγκη εξεύρεσης καταφυγίων και αποθήκευσης υλικού και οπλισμού αυξάνει τους κινδύνους εντοπισμού. Ένα άλλο κομμάτι της κριτικής του Γκιγέν αφιερώνεται στις προβληματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών, γεγονός που δεν οφείλεται απαραίτητα στους ατομικούς χαρακτήρες, αλλά στη φύση της δράσης του αντάρτη πόλης. Η αποκοπή από τις μάζες και η επικέντρωση στην παράνομη δουλειά δημιουργεί ένα κέλυφος που, αν όχι χωρίζει, απομακρύνει το υποκείμενο από τις προοπτικές της μαζικής δράσης, και εντέλει μετατρέπει την οργάνωση σε μια μικρογραφία γραφειοκρατικού μορφώματος. Πέραν τούτων, ίσως το πιο κρίσιμο ζήτημα είναι το πώς τα επιχειρησιακά χτυπήματα υπακούν και εξυπηρετούν τη γενικότερη στρατηγική του ταξικού κινήματος. Χρήσιμο όσο και κρίσιμο παράδειγμα είναι η απαγωγή και εκτέλεση του Νταν Μιτριόνε, από τους Τουπαμάρος. Ως επιχείρηση υπήρξε περίφημη. Οι αντάρτες απήγαγαν τον αρχιπράκτορα της CIA, και ιθύνοντα νου της καταστολής του ανταγωνιστικού κινήματος στη χώρα, κάτω από τη μύτη χιλιάδων μπάτσων και στρατιωτών. Αφού τον ανέκριναν και ηχογράφησαν την ομολογία του για τα εγκλήματα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην ήπειρο, απαίτησαν την απελευθέρωση 150 κρατούμενων, ειδάλλως θα προχωρούσαν στην εκτέλεσή του. Η ουρουγουανική κυβέρνηση και οι Αμερικανοί αρνήθηκαν, έτσι τελικά τον εκτέλεσαν. Το παράδειγμα Μιτριόνε δείχνει πόσο εύκολα μια επιτυχημένη τακτική ενέργεια καταλήγει σε στρατηγικό αδιέξοδο με επιζήμιες προεκτάσεις. Ο πολιτικός σκοπός της ενέργειας ήταν η αποκάλυψη της υπόγειας αμερικανικής πολιτικής στη Λατινική Αμερική. Αυτό είχε επιτευχθεί με την παραχώρηση των ομολογιών του Μιτριόνε στον τύπο. Κατόπιν, η χιμαιρική απαίτηση για την αποφυλάκιση των κρατουμένων έθεσε σε διλήμματα που σχεδόν κανένα κράτος δεν μπαίνει στον κόπο να υπακούσει. Εξάλλου, ο θάνατος του Μιτριόνε ήταν βούτυρο στο ψωμί του καθεστώτος που παρουσίασε τους Τουπαμάρος ως κοινούς δολοφόνους. Κοινώς, αντί η κοινή γνώμη να ασχοληθεί με τα αμερικανική εγκλήματα στην ήπειρο, κατανάλωνε τις εικόνες με τις πλερέζες της χήρας του Μιτριόνε. Αυτό το στρατηγικό λάθος πήγαζε από ένα δομικό σφάλμα που διέκρινε πολλές αντάρτικες οργανώσεις, τη μετατροπή του αγώνα από το δίπολο ταξικό κίνημα-κυβέρνηση σε αντάρτες-κυβέρνηση. Όσο εύκολα, όμως, καταγράφεται αυτή η λανθασμένη στρατηγική, άλλο τόσο δύσκολα αποφεύγεται δεδομένης της περιχαρακωμένης φύσης που τείνει να λαμβάνει το αντάρτικο πόλης.
Στην Ευρώπη, το αντάρτικο πόλης γνώρισε παρόμοια πορεία (ΕΤΑ, Φράξια Κόκκινος Στρατός, 17Ν), αν και σε όχι λίγες περιπτώσεις προσπάθησε να συντηρήσει τους δεσμούς του με τις μάζες (ΕΛΑ, Ερυθρές Ταξιαρχίες). Αν εστιάσουμε στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, θα εντοπίσουμε εύκολα την πιο χαρακτηριστική περίπτωση οργανωμένου, ισχυρού και με προθέσεις συγχρονισμού της στρατηγικής του με το ταξικό κίνημα, αντάρτικου πόλης επί ευρωπαϊκού εδάφους. Εξού και στο απώγειό του γνώρισε μεγάλη εξάπλωση στα αστικά κέντρα της Ιταλίας, με χιλιάδες άτομα να είναι, είτε ενεργά μέλη, είτε η «θάλασσα» εντός της οποίας κινούνταν τα «ψάρια». Παρ` όλα αυτά, από ένα σημείο και μετά η ήττα έμοιαζε μονόδρομος. Η πολιτική συνεργασία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος με τους Χριστιανοδημοκράτες έσβησε κάθε πιθανότητα ενίσχυσης του κινήματος από τις εξελίξεις σε επίπεδο θεσμικής πολιτικής. Οι εσωτερικές διασπάσεις πάνω σε ζητήματα στρατηγικής ενέτειναν τη φθορά. Χτυπήματα, όπως αυτά κατά του Άλντο Μόρο (παρόμοια χαρακτηριστικά με την περίπτωση Μιτριόνε) ή του συνδικαλιστή Γκουίντο Ρόσα, αποξένωσαν το αντάρτικο από τη βάση του. Όταν τα ένοπλα χτυπήματα προκαλούν ερωτηματικά ή τείνουν περισσότερο στην εκδίκηση από το προχώρημα του αγώνα, απλά δεν έχουν πολιτική χρησιμότητα και συνήθως, εκπυρσοκροτούν. Πρόκειται για το ίδιο κρίσιμο σημείο εμφάνισης βεβιασμένων και στρατηγικά εσφαλμένων ενεργειών που κατέληξαν αρκετές οργανώσεις, όταν διαφάνηκε το ασήκωτο βάρος της αποστολής τους ή ο εσωτερικός εκφυλισμός. Τα φαινόμενα προδοσίας ή πρακτορισμού δεν έφεραν την ήττα, απλώς την υπέγραψαν.
Στην Ελλάδα, μετά την εξασθένιση του ΕΛΑ και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, που παρέσυρε μαζί του τα κινηματικά κύτταρα της βάσης, όποιες οργανώσεις ξεφύτρωσαν δεν κατάφεραν να προσκομίσουν κάτι νέο, αντίθετα ακολούθησαν μια τυφλή πεπατημένη. Ειδικότερα από τη δεκαετία του 2000, όταν και αναδύθηκαν υποκείμενα από τον αναρχικό χώρο, είναι δύσκολο να διαφανεί αν υπήρξε σταθερά κάποια ουσιαστική στρατηγική με γειωμένη προοπτική (ΕΑ) ή ένας απολιτίκ ACABικός ατομικισμός (ΣΠΦ). Ας σημειωθεί και πάλι ότι η αναγκαστική απομόνωση λόγω της καταδίωξης και της κρατικής καταστολής ενέτεινε τις εσωτερικές τριβές και τη «φαγούρα» που δημιουργείται σε τέτοιες καταστάσεις, με περιστατικά ξεπεσμού να έχουν λάβει χώρα ακόμα και μέσα στα δικαστήρια (17Ν, ΕΑ).
Όλα τα προηγούμενα παραδείγματα επισημαίνουν επίμονα ότι μια οργάνωση αντάρτικου πόλης δεν μπορεί να σηκώσει ούτε να ξεκινήσει μια λαϊκή επανάσταση, με χαρακτηριστικά φαινόμενα έξαρσης (συνήθως λόγω κάποιας παρατεταμένης κινηματικής δραστηριότητας), στασιμότητας και παρακμής να εμφανίζονται σχεδόν πάντα. Τα επαναστατικά υποκείμενα του αιώνα, που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας, δεν υπήρξαν ποτέ περιχαρακωμένες γκρούπες ούτε ανεξάρτητοι από το ταξικό κίνημα, πολιτικοί οργανισμοί. Αντίθετα, λειτούργησαν, είτε πετυχημένα, είτε αποτυχημένα, ως το νευρικό σύστημα των ριζοσπαστικοποιημένων μαζών. Η πρωτοπορία είναι μια έννοια που έχει κουρελιαστεί, είτε από τα κακέκτυπα, είτε από τις παρερμηνείες, ακριβώς επειδή σε ουκ ολίγες περιπτώσεις το wanna be επαναστατικό υποκείμενο χάνει τον βηματισμό των μαζών. Λόγω δομικών στρατηγικών σφαλμάτων και του συσχετισμού των δυνάμεων στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον.
Άρα, το αντάρτικο πόλης είναι μια μέθοδος που πρέπει να εγκαταλειφθεί ή να υποτιμηθεί; Ασφαλώς και όχι. Καμία μέθοδος πάλης δεν πετιέται στα σκουπίδια, ακριβώς επειδή η διαλεκτική της ιστορίας διδάσκει ότι δεν χρειάζεται καμία φετιχοποίηση κανενός αγωνιστικού μέσου, αλλά η χρήση του μέσα στο κατάλληλο πλαίσιο που έχει χαράξει μια συγκροτημένη πολιτική στρατηγική προκειμένου να είναι αποτελεσματική. Υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτή τη θέση; Σαφώς. Το αντάρτικο πόλης που επιστράτευσε ο IRA το 1919-22 αποτελεί ένα θετικό παράδειγμα. Ο ένοπλος αγώνας στα ιρλανδικά αστικά κέντρα από μικρούς πυρήνες ανταρτών ήταν πλαισιωμένος από ένα ισχυρό αντάρτικο στην ύπαιθρο και ένα ισχυρό εργατικό κίνημα στις πόλεις. Ως εκ τούτου, συμπλήρωσε τον αγώνα της υπαίθρου και των εργατών και ενίσχυσε την αποσταθεροποίηση της βρετανικής κυριαρχίας και του μηχανισμού εξουσίας στα κέντρα της χώρας (σαμποτάζ, εκτέλεση Βρετανών πρακτόρων κλπ). Διάφορα επαναστατικά υποκείμενα χρησιμοποίησαν επιτυχημένα κατά περιόδους ομάδες ειδικών επιχειρήσεων στις πόλεις προκειμένου για να αποκτήσουν πόρους ή να προστατέψουν τις γραμμές τους. Επίσης, τα αντιστασιακά κινήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Πολωνικό underground, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) χρησιμοποίησαν με επιτυχία το αντάρτικο πόλης ως μακρύ βραχίονα του ταξικού/απελευθερωτικού κινήματος ή ως μέσο αποσταθεροποίησης του εξουσιαστικού μηχανισμού στα αστικά κέντρα, πάντα μέσα σε ένα πλαίσιο μαζικής αντιστασιακής πάλης και αγώνα για τον κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό.
Κατά συνέπεια, το αντάρτικο πόλης δεν χρειάζεται να αποτελεί ούτε αυτοσκοπός ούτε κάποιο εξιδανικευμένο μέσο του επαναστατικού προτσές. Αντίθετα είναι ένα από τα βέλη στη φαρέτρα του πολιτικού υποκειμένου. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για να σκοτωθεί ένα θηρίο χρειάζονται πολλά βέλη, και για να σκοτωθούν πολλά θηρία χρειάζονται πολλοί τοξότες.
Σιμόν Τερ-Πετροσιάν (Καμό)
Έχε υπόψη:
Guerilla Strategies, επιμ. Gerard Chaliand (1982). Ο συγγραφέας συγκεντρώνει πληθώρα σημαντικών κειμένων από ανθρώπους πρωταγωνιστές των σημαντικότερων αντάρτικων κινημάτων ή διενέξεων με αντάρτικες οργανώσεις.
The Squad and the Intelligence Operations of Michael Collins, T. Ryle Dwyer (2005). Μια εξαιρετική εξιστόρηση του ιρλανδικού αντάρτικου πόλης κατά το 1919-21 μέσα από τη δράση της επίλεκτης «Squad» του θρυλικού Μάικλ Κόλινς.
Out of the Mountains – The Coming Age of the Urban Guerilla, David Kilcullen (2013). Αν και μη «κινηματικός» ο συγγραφέας, το βιβλίο εξετάζει ορισμένες κρίσιμες οπτικές του αντάρτικου πόλης κατά τον 21ο αι. Ακόμα πιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το πραγματοποιεί μέσα από τη σκοπιά των «απέναντι».
Διάβασε ακόμα:
Τα διδάγματα από την εξέγερση της Μόσχας & Ο Παρτιζάνικος Πόλεμος, Λένιν (5η ελληνική έκδοση Απάντων τ. 13. σελ. 373-381 και τ. 14. σελ. 1-12). Ένα διαχρονικό παράδειγμα του πώς η πραγματικά ριζοσπαστική σκέψη, αντιλαμβάνεται τα μέσα πάλης και ενσωματώνει τα μηνύματα από τη δράση των μαζών στη στρατηγική του επαναστατικού υποκειμένου.
Το αδιέξοδο της κυβέρνησης της Αριστεράς και η μεγάλη ευκαιρία της Αναρχίας, Κώστας Γουρνάς (2015). Κείμενο του μέλους του ΕΑ που περιέχει μεταξύ άλλων μια εκ των έσω κριτική στο ελληνικό αναρχικό κίνημα, σχετικά με τις απολιτίκ και εσωστρεφείς τάσεις του, τη διαχρονικά μειωμένη αντίληψη των εγχώριων και διεθνών πραγμάτων καθώς και την αδυναμία συγκρότησης στοιχειωδών πολιτικών θέσεων.