Εισαγωγή
Η Ισπανική Επανάσταση είναι η τελευταία μεγάλη επανάσταση που συνέβη σε ευρωπαϊκό έδαφος κατά την εποχή του μεσοπολέμου και μάλλον, ένας από τους κορυφαίους παράγοντες που σφράγισαν το τέλος του. Σ’ αυτό το άρθρο, δεν θα επιχειρήσουμε μια συνολική καταγραφή των σπουδαίων μαχών που έδωσε το ταξικό μας στρατόπεδο, ούτε διεκδικούμε μια αντικειμενική ιστορική καταγραφή, τόσο πάνω στα γεγονότα όσο και πάνω στις ερμηνείες. Ο σκοπός μας είναι να σταθούμε σε συγκεκριμένες μεθοδολογίες, προσπαθώντας να συμπυκνώσουμε τα σημεία της επαναστατικής κληρονομιάς, τα οποία θα μας φανούν χρήσιμα στον σχεδιασμό των εξεγέρσεων της εποχής μας.
Η Αρχή της Επανάστασης και το αμείλικτο ερώτημα: Τι να κάνουμε;
Ιστορικό πλαίσιο
Η Ισπανία της δεκαετίας του ’30, ήταν μια καθυστερημένη καπιταλιστική χώρα, με κυρίαρχους θεσμικούς φορείς της την Εκκλησία και τον Στρατό, διατηρώντας ταυτόχρονα φεουδαρχικά κατάλοιπα, ως ένα κομμάτι της ανερχόμενης αστικής τάξης. Τα συνεχόμενα πραξικοπήματα του προηγούμενου καιρού καταδείκνυαν το πρόσκαιρο της δεύτερης ισπανικής δημοκρατίας. Οι κοινωνικές συνθήκες του ταξικού μας στρατοπέδου ήταν ιδιαίτερα σκληρές καθώς κυριάρχησε μια συνθήκη ακραίας ταξικής εκμετάλλευσης, τόσο στα εργοστάσια όσο και στην ύπαιθρο, με σκληρή καταστολή των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων από την πλευρά του κράτους, όσο και των ενόπλων συμμοριών που τελούσαν υπό την υπηρεσία των τσιφλικάδων και των αφεντικών, τρομοκρατώντας τον λαϊκό πληθυσμό. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’20, ένας εμφύλιος πόλεμος χαμηλής έντασης, διεξάγονταν κατά τις μικρές ώρες.
Απέναντι σ’ αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, το ταξικό στρατόπεδο, με πολιτικό κέντρο τους αναρχικούς και όχημα την Εθνική Ομοσπονδία Εργατών (CNT – Confident Nacional del Trabajadores ), διαμόρφωνε τη δική του ανεξάρτητη στρατηγική. Το όραμα ήταν, αδιαμφισβήτητα, η πολιτική και κοινωνική επανάσταση, η πλήρης καταστροφή της ταξικής κοινωνίας.
Αρκετά χρόνια πριν, το πραξικόπημα του Φράνκο και των εφτά στρατηγών, η CNT είχε αντιληφθεί τον κρίσιμο και αναβαθμισμένο ρόλο που θα καλούνταν να επιτελέσει. Είτε σε μια επαναστατική διαδικασία, είτε απλά για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Η δομή της σαν συνδικαλιστική οργάνωση δεν έφτανε για να απαντήσει στα ζητήματα που θα τίθονταν εκείνους τους ταραγμένους καιρούς. Πολύ σωστά αποφασίστηκε η μετατροπή της σε μια οργάνωση που θα είχε σαν κεντρικό κομμάτι το ζήτημα της αυτοάμυνας απέναντι στις συμμορίες των αφεντικών αλλά και σε οποιαδήποτε αναβαθμισμένη κίνησή τους, όπως το πραξικόπημα που ακολούθησε. Έτσι, ξεκίνησε να υφαίνεται ένας πολύ μεγάλος οργανωτικός ιστός των ομάδων λαϊκής αυτοάμυνας των αναρχικών. Κυρίαρχα στην Βαρκελώνη όπου οι ομάδες της λαϊκής αυτοάμυνας υπήρχαν σε όλες τις εργατικές γειτονιές της πόλης αλλά και στην υπόλοιπη Ισπανία, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, οι αναρχικοί κινούνταν προς αυτό το μοντέλο (αναλυτικότερη περιγραφή βλέπε: “Αντιφασιστική Φρουρά”, Ιούλιος-Αύγουστος, τ.2).
Το 1936, η επανάσταση του ’17 ήταν ζωντανή μνήμη, τόσο για τους αναρχικούς όσο και για το σύνολο του αγωνιζόμενου κόσμου της Ισπανίας. Ο ρωσικός εμφύλιος, όπου28 στρατοί εισέβαλαν στην Ρωσία με σκοπό την καταστολή της επανάστασης, παρ’όλη την ηρωική μάχη και νίκη του επαναστατικού στρατοπέδου, λειτουργούσε σαν φόβητρο για τους όπου ανά το κόσμο επαναστάτες. Οι αναρχικοί της CNT, στην διακήρυξη της επανάστασης, δεν ήταν κάτι που θα το μπορούν να το παίρνουν αψήφιστα. Αυτός ήταν βασικός παράγοντας για τη μετριοπαθή στάση του συνόλου της κυβέρνησης. Αυτό που δεν λήφθηκε υπόψιν ήταν ότι το αστικό μπλοκ, μετά την αποτυχία στην Ρωσία, είχε σχηματίσει ένα μάχιμο εργαλείο αντεπανάστασης, τους φασίστες. Οποιαδήποτε απόπειρα των επαναστατών στην Ισπανία να δείξουν ένα διαλλακτικό και μετριοπαθές πρόσωπο, θα συντρίβονταν κάτω από την φασιστική μπότα. Είτε το πρόγραμμα των ριζοσπαστών αναρχικών αλλά και είτε και εκείνο της “νόμιμα” εκλεγμένης δημοκρατικής κυβέρνησης, θα αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο αμείλικτο τρόπο από το αστικό μπλοκ, χωρίς να τους δημιουργεί κάποιο πολιτικό πρόβλημα, αφού πλέον υπήρχαν οι φασίστες για να διεκπεραιώνουν τέτοιου είδους πολεμικά ζητήματα. Η CNT, ακόμα και αν μπορούσε να το αντιληφθεί, δεν έκανε τίποτα πολιτικά και οργανωτικά για να το αντιμετωπίσει. Περίμενε στωικά να καρποφορήσουν οι διαπραγματεύσεις με την Αγγλία, τη Γαλλία και τις υπόλοιπες “δημοκρατικές” δυνάμεις, ώστε να βρει από εκεί συμμάχους.
Την δεκαετία του ’30, οι Ισπανοί αναρχικοί είχαν μια γειωμένη οπτική του κοινωνικοπολιτικού τους περιβάλλοντος. Αναλύοντας την πραγματικότητά τους, ύφαιναν τις οργανωτικές τους δομές ώστε να υπηρετούν ένα σχέδιο πάνω στο οποίο θα δίνονταν οι επερχόμενες μάχες. Η αντίληψη πάνω στο πρόσκαιρο της Ισπανικής Δημοκρατίας, η οργάνωση των πολιτοφυλακών τόσο για την αυτοάμυνα της τάξης όσο και ως μαγιά για τον επαναστατικό στρατό.
Δυστυχώς, από την αρχή του πολέμου, η στάση της ηγεσίας της CNT αλλά και της βάσης ήταν αντικρουόμενη και αποσπασματική και δεν υπηρετούσε πια κανένα συνεκτικό σχέδιο. Η απόρριψη της θέσης των Ντουρούτι, Ασκάζο, Γκαρσία Όλιβερ και της ομάδας τους nosotros για την επαναστατική δικτατορία των αναρχικών, λίγες βδομάδες πριν το πραξικόπημα, ήταν αυτή που επέβαλε την συμμετοχή της CNT στην generalidad (επαναστατική κυβέρνηση συνεργασίας), μην αφήνοντας εναλλακτική επιλογή δράσης. Ακόμα και η συμμετοχή των αναρχικών στην κυβέρνηση και η ανάληψη υπουργείων από αυτούς υπήρξε απόρροια της έλλειψης μιας αυτόνομης πολιτικής στρατηγικής. Η φιλοσοφία της CNT για την είσοδό της στην generalidad ήταν με σκοπό να διασφαλίσει την επαναστατική κατεύθυνση του αντιφασιστικού αγώνα της Ισπανίας. Παρ’ όλα αυτά, είχε τελείως αντίρροπη κατεύθυνση. Δεν ήταν τα υπόλοιπα κόμματα της κυβέρνησης που, υπό την πίεση της CNT μπήκαν σε μια επαναστατική κατεύθυνση , αλλά ήταν η CNT που άρχισε να απεμπολεί τις δομές της. Οι πολιτοφυλακές λαϊκής αυτοάμυνας πέρασαν στην δικαιοδοσία του κυβερνητικού στρατού προς χάρη του κοινού αντιφασιστικού αγώνα, η ασφάλεια των δρόμων της Βαρκελώνης ξαναπέρασε στην δικαιοδοσία της αστυνομίας και γενικά, ο αρνητικός συσχετισμός που υπήρχε μεταξύ των αστικών κομμάτων και της CNT συνεχώς μεγάλωνε.
Κρίσιμο σημείο που συμπυκνώνει τη σύγκρουση στο αντιφασιστικό στρατόπεδο μεταξύ, σχηματικά θα λέγαμε, “επαναστατών – ρεφορμιστών”, είναι οι μέρες του Μάη και του Ιούνη του 1937. Με αφορμή την επανεμφάνιση της αστυνομίας στους δρόμους της Βαρκελώνης καθώς και τις πολλές εξαφανίσεις ηγετικών στελεχών της CNT και του POUM, μαζί με τις αυξανόμενες φήμες για μυστικές φυλακές που δημιουργούνταν από τους σταλινικούς του PSUK, ένα μεγάλο κομμάτι της βάσης της CNT ανέλαβε δράση με σκοπό να επαναδιεκδικήσει την επαναστατική κατεύθυνση του αντιφασιστικού αγώνα. Καταλήφθηκε το τηλεφωνικό κέντρο της Βαρκελώνης και στήθηκαν οδοφράγματα προκειμένου να πραγματοποιείται ο έλεγχος του κέντρου της πόλης. Η ηγεσία της CNT βρέθηκε εμπρός σε ένα τεράστιο δίλημμα. Από την μία, να δημιουργήσει μια ανταρσία μέσα στο αντιφασιστικό μέτωπο την ώρα που η έκβαση του πολέμου δεν ήταν ιδιαίτερα θετική και από την άλλη, να κατοχυρώσει την οριστική οπισθοχώρηση των επαναστατικών διεργασιών και επιτευγμάτων του προηγούμενου χρόνου. Τελικά, επέλεξε το δεύτερο. Κι’ αυτό γιατί τα οδοφράγματα στην Βαρκελώνη δεν είχαν πίσω τους τίποτα να υπερασπιστούν παρά μια φαντασίωση για την δύναμη της αυτενέργειας των μαζών, εθελοτυφλώντας στο γεγονός ότι η ηγεσία του αγώνα είχε δοθεί σε ένα συνασπισμό αστικών, πολιτικών και αποσχιστικών κομμάτων,των σταλινικών και ο μόνος επαναστατικός φορέας ήταν οι αναρχικοί, οι οποίοι όμως είχαν πλέον παροπλιστεί.
Η τελευταία προσπάθεια των αναρχικών να βγουν στο προσκήνιο ήταν εκτός CNT, με μια ομάδα που καταγόταν από την FAI και εκείνον τον καιρό, ονομάστηκε οι “φίλοι του Ντουρούτι”. Η ομάδα αυτή δημιουργήθηκε το 1937 ως αντίδραση στην ταξική πολιτική της ταξικής συνεργασίας εντός του αντιφασιστικού μετώπου από την ηγεσία της CNT. Καλούσε για ανάληψη δράσης με κεντρικές αιχμές της τα συνθήματα ”όλη εξουσία στην εργατική τάξη”, ”όλη η οικονομική εξουσία στα συνδικάτα” και την αντικατάσταση της generalidad από μία επαναστατική κυβέρνηση με μία προκήρυξη που μοιράστηκε σε χιλιάδες αντίτυπα μέσα στους κόλπους της CNT. Η προκήρυξη των φίλων του Ντουρούτι και η ανάληψη δράσεων προς αυτήν την κατεύθυνση ήρθε εντελώς ετεροχρονισμένα. Παρ’ όλο που διεκδικούσε να επανακαθορίσει μια επαναστατική στρατηγική, δεν λάβαινε καθόλου υπόψιν την αλλαγή των συσχετισμών στο στρατόπεδο των δημοκρατικών. Η CNT δεν είναι πλέον η κυρίαρχη δύναμη, η δύναμή της έχει καμφθεί σε μεγάλο βαθμό και πολιτικά αλλά και οργανωτικά. Το ότι οι αναρχικοί πρωτοστάτησαν σε όλες τις κρίσιμες μάχες (κατάληψη της Μαδρίτης, μάχη του ποταμού Έβρου, πολιορκία του Αλκαζάρ), δείχνει το πάθος των ανθρώπων αυτών για τον αντιφασιστικό αγώνα και την επανάσταση. Αλλά, αυτό είχε ένα δυσβάσταχτο κόστος για την CNT. Το επαναστατικό όραμα είχε χαθεί, γεγονός που δεν επέτρεπε μαζικές εισροές στην οργάνωση και οι απώλειες δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν.
Βάση όλων των προηγουμένων, εύλογα οι σημερινοί επικριτές της στάσης της CNT κατακρίνουν την στράτευσή της στο αντιφασιστικό μέτωπο και στήνουν την επιχειρηματολογία τους σε ένα δίπολο “αντιφασισμός ή επανάσταση”. Αυτό το δίπολο είναι εκτός κάθε ιστορικής πραγματικότητας. Η ανάγκη της αντιφασιστικής μάχης στην Ισπανία ήταν ζήτημα υπαρξιακό, τόσο για την CNT, όσο και για όλο τον δημοκρατικό κόσμο. Το ζήτημα του αντιφασιστικού μετώπου της κυβέρνησης, του διλήμματος “πολιτοφυλακές ή στρατός” καθώς και η πολιτική εξέγερση και κοινωνική επανάσταση, είναι τα εργαλεία που μετρήθηκαν στην Ισπανία του ’36-’39 και που μελετάμε σήμερα, πάνω στην αγωνία μας για το ξεπέρασμα της αστικής κοινωνίας. Δεν επιβάλλει καμιά ανώτερη δύναμη σε έναν αντιφασιστικό αγώνα να χρησιμοποιήσει τακτικές συστράτευσης με κάποιο προοδευτικό κομμάτι της αστικής τάξης, ούτε να απεμπολήσει το σχέδιο της πολιτικής εξέγερσης για την κοινωνική επανάσταση. Όλα αυτά είναι τα εργαλεία που τίθενται στο πολιτικό υποκείμενο ώστε να πλέξει το νήμα του προχωρήματος. Αν θα θεωρήσουμε ότι μέσω της επαναφοράς της αστικής δημοκρατίας θα δημιουργήσουμε ευνοϊκότερο πεδίο για να στήσουμε την εξέγερση ή μέσω του αντιφασιστικού πολέμου μπορούμε να βρούμε εκεί το κατάλληλο έδαφος, είναι ζήτημα κρίσης, ανάλυσης των δεδομένων και των συσχετισμών και δεν υπάρχει κανένα εγχειρίδιο που να επιτάσσει το ένα ή το δεύτερο.
Βίκτωρ Κοέν