Το βράδυ της δολοφονίας Φύσσα ακολούθησαν 2 μεγαλειώδεις αντιφασιστικές πορείες. Αυτή της 18ης Σεπτέμβρη, όπου οι δρόμοι του Κερατσινίου έφραξαν πραγματικά από κόσμο που διακατέχονταν από οργή για την οργανωμένη δολοφονία ενός αντιφασίστα αυτή τη φορά, και όπως όλοι θυμόμαστε αντιμετώπισαν την άγρια καταστολή από μεριάς μπάτσων, έχοντας δίπλα τους και τότε τους τοπικούς φασίστες. Το εν πολλοίς αυθόρμητο εκείνο ξέσπασμα ακολούθησε η πιο μεγάλη αντιφασιστική πορεία που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα, 3 μέρες μετά στο κέντρο της Αθήνας σε μια προσπάθεια να φέρει το θέμα στην κεντρική πολιτική σκηνή με όρους κινήματος. Πάντως λίγες μέρες αργότερα ο κόσμος του αγώνα αναρωτιόταν πως χάθηκε μια τέτοια κοινωνική δυναμική, γιατί δεν καταφέραμε να πάμε τον αντιφασιστικό αγώνα έστω ένα βήμα παρακάτω. Γιατί δεν διαλύσαμε ολόκληρο το μηχανισμό τους εκείνη την περίοδο;
Η κυρίαρχη αντίληψη μέσα στο κίνημα συνοψίζεται στο ότι τη μάχη π.χ. της απεργίας, ή της εξέγερσης ή τη μάχη με τους φασίστες θα τη δώσει το «κίνημα», ο «λαός», οι «εργάτες» κλπ. Αν προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε την οπισθοχώρηση των φασιστών στην Ελλάδα, τότε σίγουρα θα πέσουμε σε μεγάλες αντιφάσεις. Και αυτό όχι γιατί οι κοινωνικές δυνάμεις δεν παίζουν ρόλο στους αγώνες, αλλά γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποιες οργανωμένες αντιφασιστικές δυνάμεις βρήκαν τον πραγματικό τους ρόλο στον ταξικό αγώνα . Αυτόν της οργανωμένης παρέμβασης και δράσης από τη μία αλλά και του καθοδηγητικού τους ρόλου από την άλλη.
Όντως η δικαστική δίωξη της Χρυσής Αυγής και η κρατική εμπλοκή αλλά και η προσωρινή απάντηση στο ερώτημα του πώς νικιέται ο φασισμός, θόλωσε και μπέρδεψε μεγάλα κομμάτια του αντιφασιστικού κινήματος. Η ανάληψη της πρωτοβουλίας κινήσεων από το κράτος και την κυβερνώσα δεξιά εκείνη την περίοδο, από τη μια επιβεβαίωσε αυτούς που ήταν προσκολλημένοι στην άποψη ότι την κεντρική ευθύνη για την αντιμετώπιση της ναζιστικής απειλής την έχει το κράτος και οι θεσμοί ενώ εμείς θα παίξουμε ένα ρόλο πίεσης, ενώ από την άλλη έστειλε σπίτια τους κομμάτια του μαχητικού αντιφασισμού, που δεν κατάφεραν να απαντήσουν πολιτικά στα νέα δεδομένα που εξελίσσονταν μπροστά τους, και πιο συγκεκριμένα στο ερώτημα, μετά τον θεσμικό αντιφασισμό τι;
Ο αντιφασιστικός μανδύας που φόρεσε το κράτος και οι θεσμοί δεν κράτησε για πολύ, ενώ η εισχώρηση στους μηχανισμούς του, που είχε καταφέρει μέχρι εκείνη τη στιγμή μια εγκληματική οργάνωση όπως αυτή, άφησε άναυδο μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης. Οι εκτελέσεις των 2 μελών των φασιστικών ταγμάτων εφόδου την 1η Νοέμβρη τρομοκράτησαν ακόμη περισσότερο τους οργανωμένους μπράβους που χρησιμοποιούσε η οργάνωση μέχρι τότε για τη φύλαξή της, ταυτόχρονα όμως μπέρδεψε κι άλλο το δικό μας στρατόπεδο. Συνολικά η Χρυσή Αυγή μπήκε σε μια φάση πολιτικής στροφής προσπαθώντας να υιοθετήσει ένα πιο νόμιμο και πράο προσωπείο διατηρώντας τα μαχητικά κομμάτια δρόμου ενεργά μεν, στα μετόπισθεν δε, περιμένοντας μια πιο ευνοϊκή συνθήκη. Θεώρησε, κι ακόμα εξακολουθεί να το πιστεύει, πως οι διεθνείς συνθήκες που δείχνουν μια γενικότερη άνοδο της ακροδεξιάς θα λειτουργήσουν σαν ντόμινο γι’ αυτήν και στον ελλαδικό χώρο.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο ήταν υποχρεωμένες να κινηθούν οι αντιφασιστικές δυνάμεις που δεν τσίμπησαν στον κρατικό-θεσμικό αντιφασισμό, και που διέγνωσαν την ευκαιρία της αλλαγής πολιτικής κατεύθυνσης της Χρυσής Αυγής. Ήταν πλέον επιτακτική μια ανασυγκρότηση του δικού μας στρατοπέδου που θα το καθιστούσε ικανό να απαντήσει στα ερωτήματα της περιόδου και να βρει διεξόδους που θα το βοηθούσαν να συγκροτηθεί σε επίπεδο πολιτικό και σε επίπεδο δρόμου. Με άλλα λόγια ο αντιφασισμός έπρεπε να εκμεταλλευτεί τη δικαστική περιπέτεια του Μιχαλολιάκου και της παρέας του, και την ίδια στιγμή να αποδείξει στην πράξη ότι τα ορφανά του Χίτλερ μπορούν να νικηθούν μόνο από ένα πολιτικό υποκείμενο που θα χαράζει σαφείς πολιτικές κατευθύνσεις, ενώ θα είναι ικανό να αντιμετωπίσει τα φασιστικά τάγματα εφόδου με φυσικό τρόπο. Η στρατηγική της αντιφασιστικής – αντικαπιταλιστικής αντεπίθεσης που ισχυρίστηκε η ΟΡΜΑ στα τέλη του 2014 αποτέλεσε οδηγό σε αυτή την κατεύθυνση.
Η δολοφονία Φύσσα σήμανε μια αλλαγή περιόδου για το αντιφασιστικό κίνημα. Αυτό όμως ήταν πραγματικό κατ’ αρχήν γι’ αυτούς που διέγνωσαν μια τέτοια συνθήκη. Και ευτυχώς κάποιοι τέτοιοι υπήρξαν. Ήταν αυτοί που κατάλαβαν ότι οι φασίστες δεν μπορούσαν πλέον να κινούνται με την ίδια ασυδοσία και θράσος όπως έκαναν πριν. Περιοχές που θεωρούνταν προπύργια των ταγμάτων εφόδου όχι μόνο διεκδικήθηκαν αλλά κατακτήθηκαν απ’ τους αντιφασίστες πολλές φορές με σκληρές μάχες που διαρρήγνυαν το νομιμόφρονα χαρακτήρα που οικοδομούσε πλέον η Χρυσή Αυγή. Σχεδόν όλες οι προσπάθειες της εγκληματικής οργάνωσης αλλά και άλλων παραφυάδων της να κατέβει στο δρόμο και να χτίσει την κοινωνική της γείωση, ακυρώθηκαν από τις οργανωμένες αντιφασιστικές δυνάμεις. Η μεγαλύτερη εθνικιστική φιέστα στην Ελλάδα, αυτή των Ιμίων, είναι πλέον διεθνιστική ενώ ακόμα και ο βασικότερος πυλώνας του αστικού κράτους, τα δικαστήρια, δεν έχουν αφεθεί στο απυρόβλητο. Η πρωτοβουλία της ΟΡΜΑ την 1η Νοέμβρη με τους αντιφασίστες να φτάνουν στο σημείο να δίνουν μάχες σώμα με σώμα με τους δολοφόνους του Φύσσα για να διεκδικήσουν το άνοιγμα της δεύτερης εισόδου, έτσι ώστε η δίκη να παρακολουθείται ελεύθερα απ’ όλους τους κανονικούς ανθρώπους, χωρίς να περνούν από το face control των φασιστών που επιμελώς είχαν στήσει με την ανοχή της έδρας και της αστυνομίας, έδειξε τον δρόμο για την έμπρακτη κατοχύρωση αλλαγής συσχετισμών.
Τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία που συγκλόνισε εκατομμύρια σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο, και 2,5 χρόνια μετά την έναρξη της σημαντικότερης δίκης στη χώρα μεταπολιτευτικά, ο μηχανισμός του μεγαλύτερου φασιστικού φορέα είναι σημαντικά συρρικνωμένος. Οι φασιστικές εκδηλώσεις μπορούν να γίνονται μόνο στα γραφεία τους, ενώ είναι τελείως άμαζες και διαρκώς μικραίνουν. Οποιαδήποτε προσπάθεια των ναζί να χτίσουν στα κενά του αντιφασιστικού κινήματος όπως λόγου χάριν στην επαρχία, έχει πέσει στο κενό με πάταγο, και σ’ όλο αυτό έρχεται να προστεθεί και το κλείσιμο πολλών περιφερειακών γραφείων τους. Πάντως βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή. Τα πολιτικά γραφεία των φασιστών στις μεγάλες πόλεις λειτουργούν ακόμα, και σε κάποιες περιοχές ως ορμητήρια. Επίσης έχουν δίκιο να παραπονιούνται πολλοί για τα διατηρούμενα εκλογικά ποσοστά της Χρυσής Αυγής, αν και πολλές φορές όλο αυτό το παράπονο και η απορία πηγάζει από λάθος αφετηρία, που παραβλέπει τα κεκτημένα, αρνείται να κατανοήσει ότι η μάχη με το φασισμό δίνεται πόντο-πόντο, και στηρίζεται σ’ ένα αφηρημένο ερώτημα, του τύπου “πώς γίνεται”.
Η φετινή λοιπόν επέτειος της δολοφονίας Φύσσα πρέπει να έχει 2 πολιτικά σκέλη. Πρώτον να χτιστεί αυτή τη φορά με τρόπο που να αρμόζει πραγματικά στο γεγονός αλλά και στην περίοδο. Όσο ακόμα δεν έχουμε κλείσει όλα τα γραφεία των φασιστών, σημαίνει ότι θα έχουν τρόπο να οργανώνονται και κάποια στιγμή θα ξανασηκώσουν κεφάλι. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους κατοίκους του Κερατσινίου αλλά κάθε άνθρωπο που δεν θέλει να δει την κοινωνία μας να χάνεται όλο και πιο βαθιά στην άβυσσο της βίας και της τρομοκρατίας.
Η δίκη των ναζί θα παίξει κομβικό ρόλο στην συνολική αναμέτρηση μαζί τους. Από τη μια μεριά υποστηρίζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή καταδίκη που επιτρέπει το ελληνικό αστικό νομικό σύστημα χωρίς μισόλογα και υπεκφυγές. Πρέπει το αντιφασιστικό κίνημα να δημιουργήσει ένα πολιτικό κλίμα όπου η διάλυση της Χρυσής Αυγής, η φυλάκιση όλων των κεντρικών στελεχών τους και η δήμευση της περιουσίας τους να γίνει μονόδρομος για το δικαστικό σύστημα. Μια τέτοια απόφαση θα πισογύριζε για πολλά χρόνια το φασιστικό και ακροδεξιό κίνημα στην Ελλάδα. Με αυτό τον πήχη θα μετρηθεί η ΠΟΛΙΤΙΚΗ απόφαση του δικαστηρίου και όποιος παριστάνει τον αδιάφορο θα αναγκαστεί να μετρηθεί με την πραγματικότητα. Το μέγεθος της απαλλαγής του μηχανισμού και του ίδιου του κόμματος, θα αντιστοιχεί στο μέγεθος συνδιαλλαγής των νεοναζί με τον αστισμό και όχι μόνο. Η τελική απόφαση δε θα είναι, λοιπόν, μόνο «δείκτης» εισχώρησης φασιστικών μηχανισμών στο κράτος αλλά δημιουργία κρίσιμου πολιτικού εργαλείου. Μέσα από αυτή θα μπορέσουν να νομιμοποιηθούν ή απορριφτούν οι φασιστικές πολιτικές. Η δολοφονία Φύσσα ήταν πολιτική απόφαση ενταγμένη στην προσπάθεια των φασιστών να ανεβάσουν τον πήχη της τρομοκρατίας τους στην εργατική τάξη και ως τέτοια οφείλουμε να επιβάλλουμε στο δικαστήριο να την αναγνωρίσει. Αν οι ναζί πέσουν στα μαλακά χάνοντας απλώς μερικά μέλη τους που θα μπουν φυλακή ως φονιάδες σ’ ένα τυχαίο καβγά αυτό θα σημαίνει πως νομικά είναι ανέγγιχτοι, πως μπορούν να ξεφύγουν ακόμα και από τόσο σοβαρές ποινικές υποθέσεις με ελάχιστο κόστος. Και εδώ δεν πρόκειται για ένα απλό συμπέρασμα. Πρόκειται για μία συνθήκη που μπορεί να χτίσει ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό κλίμα όπου οι φασίστες θα νιώσουν ότι ξαναστέκονται στα πόδια τους. Θα πρόκειται για μία άλλη πολιτική περίοδο που δεν θα επιτρέψουμε ν’ ανοίξει.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν θα αφήσουμε να μείνει μόνο μια ιστορική καταγραφή. Θα αποτελέσει την αφετηρία που συντριφτεί η ακροδεξιά αντεπανάσταση.