Στις 8 του Ιούνη, μια αδέσποτη σφαίρα από παρακείμενη μπαλωθιά σκότωσε ένα μαθητή Δημοτικού στο Μενίδι κατά τη διάρκεια της σχολικής γιορτής που γινόταν στο προαύλιο για το τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς. Αυτό το τραγικό συμβάν έγινε αφορμή να στηθεί τις επόμενες μέρες ένα μικρό πογκρόμ απέναντι στην κοινότητα των Ρομά, με εμπρησμούς σπιτιών και τοπικές οδομαχίες με αστυνομικές δυνάμεις. Μέσα στο γενικό κλίμα στοχοποίησης, 23χρονος Ρομά καταδικάστηκε με 40 μήνες φυλακή για άσκοπους πυροβολισμούς, την ώρα που οι μπαλωθιές στην κηδεία Μητσοτάκη έδιναν και έπαιρναν. Παράλληλα έχει ανοίξει ένας διάλογος που ανακατεύει την κοινότητα των Ρομά, την οπλοφορία και τα ναρκωτικά. Κυκλοφορεί ένας απίστευτος αχταρμάς «θέσεων» που αντί να δίνει λύσεις, προτάσεις και αντιλήψεις, αντί να οριοθετεί εχθρούς και φίλους, αμολά κατάρες και αφορισμούς που γίνονται το πιο κατάλληλο λίπασμα για την ακροδεξιά και τον κοινωνικό κανιβαλισμό.
Στο Μενίδι και στο κάθε Μενίδι έχουμε σαφή στάση και θέση: κάτω τα χέρια από την κοινότητα των Ρομά. Δεν θα αφήσουμε την κοινότητα σε απόδοση συλλογικών ρατσιστικών ευθυνών με άλλοθι ένα νεκρό παιδί ή το εμπόριο πρέζας. Όμως θα πρέπει να δώσουμε κάποια εργαλεία ώστε η τάξη μας να μην «τσιμπά» σε διχαστικά διλήμματα που προκαλούν τη διάσπαση και σύγχυση του στρατοπέδου μας.
Καπιταλισμός και περιθωριοποίηση
Μια βασική δυσ-λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος είναι η περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων. Η φτωχοποίηση και η ανεργία ομάδων, γειτονιών, πόλεων ακόμα και ολόκληρων χωρών λειτουργεί «εξυγιαντικά» για το «όλον» σύστημα. Η συσσώρευση ολοένα και περισσότερου πλούτου και η διάλυση του κοινωνικού ιστού για πλειοψηφικά κομμάτια, συνιστούν έναν αέναο φαύλο κύκλο της οικονομικής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Η σημερινή απορρύθμιση είναι η αυριανή «ευκαιρία» για τους επενδυτές όπου θα αναδιανεμηθεί ο πλούτος, μέχρι ο ανταγωνισμός να ξαναφέρει την κοινωνική και οικονομική διάλυση. Όλα θα ήταν «περίφημα», αν αυτή η απορρύθμιση δεν στοίχιζε σε εκατομμύρια ζωές σε ολόκληρο τον πλανήτη. Γενιές ολόκληρες εξοντώνονται σωματικά και ψυχολογικά για να ξαναπάρει μπρος η οικονομία.
Αυτή η οικονομική και κοινωνική απορρύθμιση έχει πολλαπλά παράλληλα αποτελέσματα. Κομμάτια ολόκληρα χάνονται μέσα σε «διαφυγές» παραισθησιογόνων ουσιών. Κάθε είδους ναρκωτικές (όπως τις ονομάζουμε σήμερα) ουσίες και το αλκοόλ είναι μία μόνο πλευρά. Η φτώχεια γεννάει ταυτόχρονα «παρακαμπτήριους» οδούς: ο τζόγος, η πορνεία, η επαιτεία και οι μικροκλοπές λειτουργούν σαν διέξοδοι στοιχειώδους επιβίωσης. Στο ιδεολογικό επίπεδο η άρνηση του κυρίαρχου μοντέλου οργάνωσης οδηγεί στη ρομαντική αναπόληση του τόπου καταγωγής, της ταύτισης με τη γειτονιά ή ακόμα τη λατρεία θρησκειών ή ανωνύμων αθλητικών εταιριών. Οι εθνοτικές καταβολές κοινωνικών ομάδων γίνονται αφορμή συγκρούσεων. Γύρω από την κυρίαρχη εθνική ομάδα (στην περίπτωση μας, την ελληνική) όσο μπορεί να προσφέρει όραμα ανάπτυξης, τότε οι εθνικές καταβολές μειονοτήτων αφήνονται στη λήθη. Ας δούμε πως η ελπίδα απόκτησης αμερικανικής υπηκοότητας στις ΗΠΑ λειτουργεί σαν χωνευτήρι λαών. Όταν όμως αποτυγχάνει, όταν δεν μπορεί να ικανοποιήσει μια καλύτερη προοπτική, τότε ανασύρονται μνήμες με άλλα εθνικά κέντρα. Πολλές φορές συνδυάζονται και κάποια πολιτιστικά μοντέλα: διαφορετικές μουσικές προτιμήσεις και λαιφστάιλ μπορούν να συγκροτήσουν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που να βρίσκουν ψήγματα περηφάνιας και ύπαρξης σε ένα δυστοπικό περιβάλλον.
Ειδικά για τους Ρομά έχει στηθεί ένα άψογο παιχνίδι ευθυνών από τη μεριά της συντεταγμένης πολιτείας. Για να αποφύγει το οικονομικό κόστος ενσωμάτωσης των Ρομά, τους έχει εγκαταλείψει σε ένα φυλετικό παρελθόντα χρόνο. Πριν από δεκαετίες, η εκπαίδευση δεν ήταν υποχρεωτική για κανένα Έλληνα πολίτη. Όμως μέσα από την 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευσης και το νομικό πλαίσιο που τιμωρούσε γονείς για εγκατάλειψη ανηλίκου, σιγά – σιγά και στο τελευταίο χωριό όλα τα παιδιά πηγαίνουν «φυσιολογικά» σχολείο. Στους Ρομά όμως, αυτή η μάχη «ενσωμάτωσης» δεν έχει δοθεί αποφασιστικά. Η εγκατάλειψη σε κοινότητες τσαντηριών με την παράλληλη «ανοχή» των διωκτικών αρχών στη μικρή παραβατικότητα στήνουν μια συνδιαλλαγή αναπαραγωγής περιθωριακών πρακτικών.
Το καπιταλιστικό σύστημα έχοντας γνώση του περιθωρίου, δημιουργεί ένα σύστημα λειτουργικότητας μέσα από νομιμοποιήσεις και απαγορεύσεις που να εξυπηρετεί τους οικονομικούς του στόχους, να συγκρατεί τον κοινωνικό ιστό και μέσα από βαλβίδες ασφαλείας να εξισορροπεί την κοινωνική απόρριψη. Πριν από έναν αιώνα η ηρωίνη και ο απλός καπνός ήταν νόμιμα, σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Έχουν ενδιαφέρον τα διαφορετικά συστήματα απαγορεύσεων. Αυτό συμβαίνει όχι γιατί το σύστημα θέλει να «λύσει» κάποιο πρόβλημα αλλά οργανώνει καλύτερα το πλέγμα οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης αυτής της παράπλευρης λειτουργίας.
Στην κάνναβη επιτρέπεται η χρήση και απαγορεύεται η εμπορία ενώ στον παραδοσιακό καπνό ισχύει το ανάποδο. Κάποιες χώρες έχουν ολόκληρες γεωγραφικές ζώνες ελεύθερης χρήσης. Στον τζόγο άλλοτε το σύστημα μπορεί να δημιουργεί αυστηρές «ζώνες» παιχνιδιού κι άλλοτε να τα αφήνει εντελώς ελεύθερα. Καζίνο και προποτζίδικα συνιστούν ένα πλέγμα υποκρισίας μαζί με το νομικό οπλοστάσιο που απαγορεύει συμμετοχή ανηλίκων και προειδοποιεί για τον κίνδυνο εθισμού και απώλειας περιουσίας. Η πορνεία αλλού είναι νόμιμη κι αλλού παράνομη, ενώ στις σκανδιναβικές χώρες τιμωρείται ο πελάτης και όχι η εκδιδόμενη. Η επαιτεία είναι παράνομη και ο οπαδισμός είναι «γνήσιο κίνημα, φτάνει να μην ξεφεύγει στα έκτροπα του χουλιγκανισμού» και της βίας όπου διώκεται ως ιδιώνυμο έγκλημα.
Κρίση και περιθώριο
Σε περίοδο οικονομικής ανάπτυξης το περιθωριοποιημένο κομμάτι της κοινωνίας δεν λειτουργεί απορρυθμιστικά. Προγράμματα ενσωμάτωσης δίνουν δουλειά και βοηθούν στην κυκλοφορία του κεφαλαίου. Η μικροεγκληματικότητα είναι ανεκτή: όταν πάνε καλά οι δουλειές μια κλοπή φρατζόλας ψωμιού ή ενός πεντάευρου αντιμετωπίζεται από τον παθόντα με κατανόηση και υπομονή. Οι τζογαδόροι έχουν μια οικογένεια και έναν κοινωνικό περίγυρο οικονομικά ανθεκτικό να τους βοηθήσει να ανακάμψουν.
Το κοινωνικό περιθώριο ήταν πάντα «δίπλα» στην εργατική τάξη και στη φτωχή νεολαία. Ακόμα και όταν αστικά κομμάτια γοητεύονται από τον πολιτισμό και τις ιδεολογίες που συγκροτούνται γύρω από το κοινωνικό περιθώριο, η χωροταξική και κοινωνική διάταξή του βρίσκεται στις περιοχές της εργασίας. Οι μικροκλοπές δεν χτυπάνε το «μεγάλο κεφάλαιο» γιατί τα κλεφτρόνια δεν θα μπούνε σε βιλάρες και δε θα χακάρουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς των καπιταλιστών. Τα φτωχοπρεζόνια δεν έχουν προσωπικό ντίλερ που τους τα φέρνει στο κότερο. Οι πόρνες έχουν στέκια εκεί που μπορούν να κυκλοφορήσουν οι υποψήφιοι πελάτες τους. Όταν όμως η παγκόσμια οικονομική κρίση φτάνει στον έβδομο χρόνο, η ευρύτερη κοινωνική ανεκτικότητα δοκιμάζεται.
Η δόση γίνεται πιο ακριβή και η κάθε μικροκλοπή πονάει αφάνταστα τον παθόντα. Η απώλεια 50 ευρώ γίνεται, πλέον, ζήτημα ζωής ή θανάτου για τον κλέφτη ή τον «νοικοκύρη». Το μεροκάματο δε φτάνει ούτε για «ζήτω» και μπορεί να θυσιαστεί σε ένα μπουκάλι ουίσκι ή στο «ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ» φέρνοντας σε απόγνωση πεινασμένες οικογένειες. Οι εκδιδόμενες γυναίκες και άντρες έχουν ακόμα πιο πλημμελή ιατροφαρμακευτική φροντίδα και εμπλέκονται με τον φτωχό «πελάτη» σε ένα παιχνίδι θανάτου. Οι «πελάτες» απαιτούν ολοένα και «περισσότερα» για λιγότερα χρήματα, πολλές φορές με μηδενικούς κανόνες υγιεινής, οι εκδιδόμενες υποχωρούν για λόγους οικονομικής επιβίωσης και η κακοποίηση, η μετάδοση αρρωστιών λειτουργεί σαν ωρολογιακή βόμβα. Οι επαίτες είναι «ενοχλητικοί» και «βρώμικοι» ενώ πέφτουν συχνά θύματα κυκλώματος εκμετάλλευσης. Γειτονιές είναι ακόμα πιο ευάλωτες στον τοπικισμό και την οπαδική λατρεία. Ιδιοκτήτες ομάδων εκλέγουν δημάρχους και δημιουργούν στρατούς οπαδών αποφασισμένων να «πέσουν» στην υπεράσπιση της «ομάδας», του «γηπέδου», του «προέδρου» της «πόλης».
Ο φασισμός σαν εφιαλτική πρόταση διεξόδου
Η αδυναμία του κράτους, σε περίοδο οικονομικής κρίσης, να προσφέρει συνεκτικό πλαίσιο προστασίας στην υπόλοιπη εργατική τάξη, την κάνει ευάλωτη σε παραπέρα περιθωριοποίησή της. Εδώ, ο φασισμός επενδύει σε μια αγανάκτηση σιγοντάροντας την εξατομικοποίηση και απελπισία των λαϊκών μαζών. Η εργατική τάξη γίνεται κοινωνός των ναζιστικών κελευσμάτων, ως αποδιοργανωμένα πρόβατα, απελπισμένα και ηττημένα. Οι ναζί σιγοντάρουν τον τρόμο, μετατρέποντας τους εργαζόμενους από συλλογικά όντα με δυνατότητα μάχης σε μικροαστικές ατομικότητες αφημένες στην καθολική βία μιας χαοτικής κοινωνίας.
Οι ναζιστικές και ακροδεξιές καμπάνιες είναι έξυπνα δομημένες να πατάνε σε δύο βάρκες, ώστε να μπορούν να συγκινούν διαφορετικά κοινωνικά κομμάτια. Βασίζονται σε μια αφηρημένη ρητορεία που να μπορεί ο κάθε μικροαστός να ταυτίζεται με όποιο τμήμα τον βολεύει. Στο «όχι στους (τσιγγάνους) εμπόρους (μαφιόζους) ναρκωτικών», «όχι στα κυκλώματα εμπόρων επαιτών», «έξω τα μπουρδέλα που εκμεταλλεύονται γυναίκες από τη γειτονιά μας» είναι θολό αν το πρόβλημα είναι στη φυλετική ταυτότητα, στο ρόλο της διακίνησης ή στην καθεαυτό χρήση των ναρκωτικών.
Σκοπός τους είναι να τονώσουν την αντίθεση «κοινωνίας» και «περιθωρίου» ενδυναμώνοντας, όμως, τη μικροαστική κανιβαλιστική προοπτική. Η οργανωμένη δημοκρατία είναι αδύναμη να παρέχει συνολική διέξοδο, οπότε μόνη «προσωρινή» λύση είναι να απομακρυνθεί το «πρόβλημα» από τη γειτονιά «μου» και το σπίτι «μου». Η κοινωνία θα συνεχίζει να κανιβαλίζει στους κοινωνικά απόκληρους, φτάνει όμως, να μη γίνεται «στο Μενίδι μου», «στον Πειραιά μου», στον «Άγιο Παντελεήμονα μου». Ο ηττημένος εργάτης έχει κουραστεί να αναζητεί συνολικές λύσεις και μπορεί να υποκύψει στη στρουθοκαμηλιστική οπτική, αφήνοντας τα Τάγματα Εφόδου να καθορίσουν ποιος είναι ο «πρεζέμπορος» και ποια η «τσατσά».
Όμως ούτε οι ναζί δίνουν «λύση». Ο Άγιος Παντελεήμονας δεν άλλαξε τρία χρόνια που ήταν κάτω από την κυριαρχία των ταγμάτων της Χρυσής Αυγής. Ακόμα και οι φασίστες υπόσχονται μόνο μετά από την «Τελική Λύση», δηλαδή τη μαζική εξολόθρευση εκατομμυρίων αλλόθρησκων, αλλοεθνών και κομμουνιστών.
Η ταξική στρατηγική και το δήθεν ρεαλιστικό ερώτημα «μέχρι τότε, όμως;»
Πρέπει να μπορούμε να δίνουμε καθαρές και ντόμπρες απαντήσεις στα ερωτήματα. Το «περιθώριο» είναι πρόβλημα για την ίδια την τάξη μας. Δεν είναι «μαγκιά» να χάνονται εκατομμύρια μέλη της τάξης μας σε αυταπάτες μέσα από παραισθήσεις, εθνικές, θρησκευτικές, τοπικιστικές ή οπαδικές ιδεολογίες. Είναι θλιβερό φαινόμενο να κλέβεις φτωχούς ανθρώπους ή να αναζητάς στο τζόγο λύση ή να μετατρέπεις το κορμί σου σε εμπορεύσιμο υλικό.
Πρέπει όμως να καταλάβουμε πως αν στην περίοδο της ανάπτυξης τα «κοινωνικά προγράμματα» ενσωμάτωσης δεν έδωσαν λύση, πολύ περισσότερο σήμερα δεν περισσεύει σεντ από τους καπιταλιστές για αυτά. Μάλιστα μετατρέπουν ολοένα και περισσότερα κομμάτια της «οργανωμένης» εργατικής τάξης σε «περιθώριο» μέσα από τον πόλεμο στην περιφέρεια και την κοινωνική αποδιοργάνωση των μητροπόλεων. Όσο αφήνουμε το καπιταλιστικό σύστημα σε λειτουργία, τόσο οι επιπτώσεις περιθωριοποίησης θα εξαπλώνονται στην τάξη. Απέναντι, λοιπόν, σε ένα αδιέξοδο παρόν και στο εφιαλτικό μέλλον των ναζί χρειάζεται να υψώσουμε το όραμα της Κοινωνικής Απελευθέρωσης για μια κοινωνία ισότητας και αδελφοσύνης που δε θα χρειαζόμαστε «διεξόδους» από την άθλια καθημερινότητα.
Η οργάνωση αυτής της ανατροπής χρειάζεται, όμως, μια καθαρή θέση για την παρούσα μάχη. Από τη μία, οι περιθωριακές συμπεριφορές και ιδεολογίες πρέπει να μείνουν μακριά από το εσωτερικό των οργανώσεων της τάξης μας. Ο μαχητής της απελευθέρωσης δεν μπορεί να είναι «κόκκαλο» στη ντρόγκα, ούτε να κλέβει το κοινωνικό υποκείμενο της επανάστασης. Δεν μπορούν σύντροφοι να έχουν αντιπαραθέσεις λόγω ομάδας ή γειτονιάς. Δεν αφορά μια αφηρημένη κομμουνιστική ηθικοπλασία, αλλά μια συνειδητή ένταξη σε ένα ανώτερο στόχο που υπερβαίνει τις μικροαστικές, ατομικίστικες ταυτότητες.
Από την άλλη όμως, διεκδικούμε την πλήρη αντικατασταλτική πολιτική απέναντι σε περιθωριακές ομάδες. Δεν μπορούμε να αναπαράγουμε τη λογική της καταστολής ως λύση στα κοινωνικά προβλήματα. Το κυνήγι μαγισσών απέναντι πχ «στους εμπόρους ναρκωτικών» όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, αλλά συμβιβάζει την τάξη με τη λογική «μακριά από μας και όπου αλλού» και εν τέλει ανοίγει το δρόμο σε ναζιστικές ή μπατσικές εκκαθαρίσεις. Το «όχι στους εμπόρους – ναι στους χρήστες» είναι υποκριτικό γιατί τους παραδίδει άνευ όρων στο παράνομο κύκλωμα των εμπόρων – μπάτσων – δικαστών. Η πλήρης νομιμοποίηση χρήσης και εμπορίας κάθε ναρκωτικής ουσίας, η νομιμοποίηση της οπλοφορίας, η εκδίωξη της αστυνομίας και σεκιούριτι από τα γήπεδα, μπαρ, mall και κάθε χώρο διασκέδασης, το δικαίωμα κάθε εθνότητας ή θρησκείας να έχει χώρους συγκέντρωσης, δεν απαντά φυσικά στην υπέρβαση των ταυτοτήτων. Μέχρι τότε όμως, θέλουμε να αφοπλίσουμε τις δυνάμεις των αφεντικών που διαχωρίζουν την τάξη μας σε «νόμιμους» και «παράνομους» και να διασπούν τεχνητά το στρατόπεδο μας σε εσωστρεφείς αντιπαραθέσεις.
Η εξαφάνιση του «περιθωρίου» θα έρθει μέσα από την εξαφάνιση των αιτιών που δημιουργούν αυτή τη συμπεριφορά. Μέχρι τότε, όμως, η πλήρη νομιμοποίηση και η διασφάλιση απρόσκοπτης πρόσβασης με ελεγχόμενους όρους υγιεινής, τουλάχιστον αποκόπτει τους «χρήστες» από παράνομα κυκλώματα και μειώνει τον εγκληματικό κύκλο. Δεν αφήνουμε το κράτος να ασελγεί στο «περιθώριο» αλλά δεν θέλουμε να είμαστε το περήφανο περιθώριο.
Διεκδικούμε για ολόκληρη την κοινωνία έναν μέλλον αλληλεγγύης, ισότητας που δεν θα προκαλεί αισθήματα απογοήτευσης, διαφυγής και απελπισίας. Μια αυριανή κοινωνία που η ίδια η καθημερινότητά της θα «διεγείρει» και θα εμπνέει με αφάνταστα κύματα δημιουργικότητας τα μέλη της και θα προκαλεί διάθεση για ζωή και συμμετοχή.