Με αφορμή το Συριακό, έχουν εμφανιστεί αρκετές τάσεις και αναλύσεις στο εγχώριο ανταγωνιστικό κίνημα με καχεκτικό περιεχόμενο, φαινόμενο που υποδεικνύει και επηρεάζει τις εν γένει προβληματικές πολιτικές θέσεις που αφορούν τη στάση των ριζοσπαστών του σήμερα σε ζητήματα όπως ο πόλεμος, οι διεθνοπολιτικές συγκρούσεις και η χάραξη πολιτικών επεξεργασιών μακριά από τον ετεροκαθορισμό και κοντά στον ταξικό/διεθνιστικό προσανατολισμό. Κάτι που είναι επίκαιρο ίσως όσο ποτέ πριν, έναν αιώνα μετά το πρώτο σχίσμα με τον ρεφορμισμό και τον ιμπεριαλισμό.
Τί έγινε στη Συρία
Στη Συρία ξεκίνησε ως γνωστόν πριν από 7 χρόνια ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους εμφύλιους πολέμους της σύγχρονης ιστορίας. Κατακερματισμένα υποκείμενα και πολλαπλοί δρώντες, διαρκή ανάμειξη μεγάλων διεθνοπολιτικών δυνάμεων, Proxy αντιπαραθέσεις και λυκοφιλικές συμμαχίες, διπλωματικές ανατροπές, προοδευτικές τάσεις και σκοταδιστικά αντι-κινήματα, όλα διαπλεκόμενα σε έναν στίβο με απρόβλεπτες απολήξεις. Στην πρώτη φάση του εμφυλίου, οι δύο βασικές αντιμαχόμενες παρατάξεις ήταν οι σιιτικές κυβερνητικές δυνάμεις του Μπασάρ αλ Άσαντ, και από την άλλη ένας συνασπισμός σουνιτικών αντικαθεστωτικών φορέων προεξέχοντος του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Ο Άσαντ είχε και έχει την ισχυρή υποστήριξη της Ρωσίας, που βλέπει το καθεστώς του ως σταθεροποιητικό πυλώνα της εξωτερικής-οικονομικής πολιτικής της στη Μέση Ανατολή, ενώ οι ΗΠΑ (και ακολούθως η Ε.Ε.) ως έναν ακόμα προβληματικό κρίκο της αντι-ΝΑΤΟϊκής (σιιτικής για τους Σαουδάραβες και τα εμιράτα του Κόλπου) αλυσίδας που ξεκινά από το Ιράν και φτάνει στη Μεσόγειο (Ιράν-Συρία-Λίβανος). Βέβαια, η όλη κρίση ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, κάτι που δείχνει ότι η κοινωνική δυσφορία κατά του Άσαντ δεν είναι ένα «ιμπεριαλιστικό κατασκεύασμα». Ωστόσο, η επέμβαση των ΗΠΑ και των ακραία συντηρητικών συμμάχων της από τα αραβικά κράτη του Κόλπου (χρηματοδότηση και εξοπλισμός αντιπολίτευσης και ισλαμικών οργανώσεων) όξυνε κατακόρυφα την αντιπαράθεση με το καθεστώς και τη διεθνή του υποστήριξη. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των διεργασιών είναι μέχρι στιγμής εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί και εκατομμύρια εκτοπισμένοι και πρόσφυγες. Κοινώς, μια ανθρώπινη τραγωδία που μέχρι έναν βαθμό προκλήθηκε και κατόπιν διογκώθηκε από τις διεθνοπολιτικές αντιπαλότητες.
Οι Κούρδοι και το ISIS
Ανάμεσα σε αυτό το σύννεφο κοινωνικοπολιτικού χάους, διεθνών νταβατζήδων και εκατόμβεων θυμάτων, ξεπρόβαλαν δύο δρώντες με καθοριστική σημασία στην εξέλιξη των γεγονότων. Από τη μία οι Κούρδοι της Βόρειας Συρίας (Ροζάβα) με κύριο εκπρόσωπο το PYD και τις ένοπλες μονάδες του YPG/YPJ, αναμφίβολα ό,τι πιο προοδευτικό πολιτικά έχει να επιδείξει η Μέση Ανατολή εδώ και δεκαετίες. Το κουρδικό κίνημα της Ροζάβα είναι απότοκο μιας μεταστροφής της στρατηγικής του PKK και του φυλακισμένου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν, με εγκατάλειψη του γκεβαρικού-μαοϊκού μοντέλου ένοπλης πάλης και παράλληλα την υιοθέτηση ενός προσανατολισμού για το χτίσιμο της σοσιαλιστικής κοινωνίας από τα κάτω, με σεβασμό στο περιβάλλον και το γυναικείο φύλο. Οι Κούρδοι αξιοποίησαν την απόσυρση των συριακών δυνάμεων κατά την πρώτη φάση του εμφυλίου και ανέπτυξαν γρήγορα δικές τους κοινωνικές και πολιτικές δομές, αναπτύσσοντας ένα φιλόδοξο πείραμα «δημοκρατικής αυτονομίας».
Την ίδια περίοδο, οι αποτυχημένες πολιτικές των ΗΠΑ στο Ιράκ έστρωσαν το έδαφος για την εμφάνιση του πιο σκοταδιστικού μορφώματος στην ιστορία της πολύπαθης περιοχής. Αν κάποιος/α μπει στον κόπο και μελετήσει τις ρίζες του ISIS μπορεί να φτάσει μέχρι την Αλ Κάιντα, τους Δίδυμους Πύργους ή τον Πόλεμο του Οπίου. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι η εκτόξευση της δυναμικής του Ισλαμικού Κράτους εδράζεται στις αποτυχημένες πολιτικές των ΗΠΑ στο Ιράκ, όπου αφού πρώτα διέλυσαν ένα κράτος και τον κοινωνικό του ιστό λόγω Σαντάμ, αποπειράθηκαν να το επανασυγκροτήσουν όπως χτίζεται ένας πύργος τζένγκα. Η κατάρρευση του ιρακινού κρατικού μηχανισμού ήλθε κεραυνοβόλα, όπως και η ανάπτυξη του ISIS, που μέσα σε έναν χρόνο κεφαλαιοποίησε όλη την αντιδυτική δυσφορία των μεσαίων και χαμηλών λαϊκών στρωμάτων δρέποντας δραματική στρατιωτική και πολιτική εξάπλωση.
Αυτές οι δυνάμεις, Κούρδοι και ISIS, συγκρούστηκαν με μένος από το 2013 έως πρόσφατα, με το μεν ISIS να προσπαθεί να ελέγξει τη νευραλγική ζώνη της βόρειας Συρίας μαζί με τα κοιτάσματα πετρελαίου, και τους Κούρδους να είναι για αρκετό καιρό το μόνο ισχυρό ανάχωμα απέναντι στη σκοταδιστική προέλαση του τζιχαντισμού, που είχε την υπόγεια αφειδή υποστήριξη των πετροδόλαρων του Κόλπου (Σαούντ, Κατάρ ακόμα και Τουρκίας). Σε αυτό το πλαίσιο ανάσχεσης της ισλαμικής απειλής επήλθε και η υποκριτική αμερικανική επέμβαση στη Συρία. Οι Κούρδοι αποφάσισαν να έλθουν σε στρατιωτική συμφωνία με τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις ώστε να γλυτώσουν τις καταστροφικές συνέπειες της εξάπλωσης του ISIS. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι YPG/YPJ να χρησιμοποιηθούν ως επίγεια δύναμη κρούσης σε συνδυασμό με τις αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές, και να ξεκινήσει έτσι η αντεπίθεση για την εξουδετέρωση του Ισλαμικού Κράτους που εν συνεχεία ενισχύθηκε και από τις δυνάμεις Άσαντ-Πούτιν.
Ποια η κατάσταση τώρα
Η κατάληξη του Συριακού Εμφυλίου και δη τα γεωπολιτικά αποτελέσματα που θα αποκρυσταλλωθούν στο μεταπολεμικό status quo, είναι από τα πλέον πολυσχιδή, διεθνολογικής φύσης αινίγματα των τελευταίων δεκαετιών. Η ρωσική στρατιωτική επέμβαση που ξεκίνησε στο τέλος του 2015 επιβεβαίωσε ότι ο Πούτιν δεν αστειεύεται σχετικά με τα συμφέροντά του στη Μέση Ανατολή. Βλέποντας ότι οι ΗΠΑ βρήκαν στους Κούρδους ένα πάτημα για τη νομιμοποίηση της παρουσίας τους στην περιοχή (και άρα ισχυρότερο λόγο για τη διαμόρφωση της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων), η συμμαχία των Ρώσων με τον Άσαντ προσέφερε κάθε είδους νομιμοποίηση στην «αρκούδα» για να επέμβει στρατιωτικά στη Συρία, όχι απλώς με στόχο την εξουδετέρωση του ISIS αλλά και για τη διασφάλιση ισχυρών διαπραγματευτικών χαρτιών όταν θα αρχίσουν οι συζητήσεις για το νέο μοίρασμα ισχύος. Και άπαντες γνωρίζουν, ότι οι όποιες συζητήσεις γίνονται πάντα καλύτερα όταν υπάρχουν οπλισμένα χέρια. Με τη στρατιωτική ήττα του ISIS κοντά στην ολοκλήρωσή της, τα δύο ισχυρά διαμορφωθέντα στρατόπεδα (Άσαντ-Ρωσία-Τουρκία vs ΗΠΑ-Ε.Ε.) ακονίζουν τα μαχαίρια τους για μια αποφασιστική απόπειρα επίτευξης των ιμπεριαλιστικών τους στόχων. Στην περιφέρεια αυτών των διαπραγματεύσεων, στέκονται οι Κούρδοι και ο συριακός λαός.
Ποιες οι εγχώριες αναλύσεις του Συριακού
Οι αναλύσεις του εγχώριου ανταγωνιστικού κινήματος για τον πόλεμο στη Συρία και τις εξελίξεις που σχετίζονται μαζί του (Κουρδικό, κλιμάκωση της έντασης στη Μεσόγειο) ποικίλουν και παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον. Όχι τόσο ως προς τη ριζοσπαστικότητα ή την οξυδέρκεια των θέσεων που διατυπώνονται, αλλά περισσότερο προς τον βαθμό που τείνουν να ακουμπούν τον ρεφορμισμό ή τον παραλογισμό (ειδικότερα από το μετερίζι της λεγκαλιστικής αριστεράς). Διαφορετική τάση -ευτυχώς- επικρατεί στο αναρχικό κίνημα, αν και όχι στο σύνολό του, αλλά με εγγενή προβλήματα μεθοδολογίας. Θα σταθούμε στα πιο «ενδιαφέροντα» ρεύματα γιατί το ζήτημα είναι ευρύ και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι εξολοκλήρου θέμα άλλου κειμένου.
Από την πλευρά της αριστεράς έχουν παρατηρηθεί δύο πολύ διαφορετικές επεξεργασίες. Από τη μια, αναλύσεις που βλέπουν μεν τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό στη Συρία, ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο η αμερικανική επέμβαση είναι πιο «προοδευτική» από τον εθνικιστή Πούτιν και τον φίλο του Ερντογάν καθώς μπορεί -πάλι κατά κάποιον τρόπο- να οδηγήσει τουλάχιστον το συντηρητικό συριακό καθεστώς-κράτος πιο κοντά στα δυτικά πρότυπα και στο αστικοδημοκρατικό στάδιο ανάπτυξης. Άσε που οι Αμερικάνοι βοηθούν και τους Κούρδους. Στον αντίποδα της «νατοϊκής αριστεράς» έρχεται η «πουτινοψεκασμένη» αριστερά, που θεωρεί πρωτεύουσας σημασίας στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού, τον αντινατοϊσμό και τον αντιαμερικανισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, είτε εκδηλώνονται άναρθρες κραυγές για ιμπεριαλισμούς και «φονιάδες των λαών» χωρίς συγκροτημένες πολιτικές επεξεργασίες, είτε ακόμα εντοπίζεται ένας «άξονας αντίστασης» στην αμερικανική ισχύ που αποτελείται από το Ιράν, τον Λίβανο και το καθεστώς Άσαντ. Ο άξονας αυτός υποστηρίζεται από τη Ρωσία η οποία δεν έχει ιμπεριαλιστικές βλέψεις γενικά, παρά μόνο αμυντικές. Επίσης κατά κάποιους, ο ρόλος των Κούρδων είναι τουλάχιστον προβληματικός ή ακόμα και προδοτικός, αφού συμπλέουν στρατιωτικά με τους Αμερικάνους, κάτι ανεπίτρεπτο για τους πουτινόφιλους Έλληνες αριστερούς.
Στο αναρχικό κίνημα τώρα, οι περισσότερες επεξεργασίες αφορούν τη Ροζάβα και τον αγώνα των Κούρδων, κάτι λογικό βάσει της «ακρατικής» στρατηγικής που έχει χαράξει το κουρδικό κίνημα στη Συρία. Κάποιες φωνές αγνοούν εντελώς τη ρευστότητα της κατάστασης στη Μέση Ανατολή και τα διεθνοπολιτικά δεδομένα που επηρεάζουν πολύ έντονα τις όποιες επιλογές, κάτι επίσης λογικό καθώς ο αναρχισμός και οι διεθνείς σχέσεις είναι έννοιες ιστορικά ασύμβατες. Μια άλλη τάση που προέρχεται ή σχετίζεται με το αναρχικό κίνημα θέλει να ακουμπήσει πιο σύνθετα τα εν λόγω ζητήματα, ωστόσο η τριβή αυτού του κομματιού με την αριστερά και τις παθογένειές της, όπως φάνηκε ιδιαίτερα στον λόγο που αναπτύχθηκε για το Μακεδονικό (Σκόπια=προτεκτοράτο ιμπεριαλισμού) ίσως δεν αφήνει μεγάλες ελπίδες.
Πού χωλαίνουν αυτές οι επεξεργασίες
Πυρηνικά και επιδερμικά. Καταρχάς οι αριστερές θέσεις βρωμούν ετεροκαθορισμό, αντιδιαλεκτικό πνεύμα και αστισμό. Η «αμερικανοκεντρική» τάση ξεχνά λίγο «αφελώς» ποιες είναι οι ΗΠΑ και τι συνοδεύει κάθε επέμβαση δική τους σε χώρες του πλανήτη, σαν να βρίσκεται σε άλλο σύμπαν. Επίσης, το αμερικανικό κρατικό rebuilding έχει αποτύχει παταγωδώς και στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, ενώ έθρεψε και το ISIS. Επίσης ξεχνά ότι ακόμα και αριστερός να είσαι και να συγκλίνεις έστω και τακτικά σε ένα τέτοιο ζήτημα όπως το Συριακό, με τις ΗΠΑ, δεν σε κάνει τίποτα περισσότερο από προδότη ρεφορμιστή σοσιαλδημοκράτη της Β’ Διεθνούς. Απλά πράγματα.
Η «ρωσόφιλη» τάση φαίνεται ότι βρίσκεται ακόμα στον Ψυχρό Πόλεμο, ψάχνοντας τρόπο να ξεφύγει από τη μετα-σοβιετική κατάθλιψη. Η Ρωσία και η Κίνα δεν είναι ΕΣΣΔ ή απότοκο του Μαοϊσμού αντίστοιχα. Ό,τι πάει κόντρα στην Αμερική και το ΝΑΤΟ δεν είναι προοδευτικό, ούτε εξυπηρετεί το αποκαμωμένο παγκόσμιο προλεταριάτο να αναζητείται ο νέος Νάσερ στο πρόσωπο κάθε ηγετίσκου τύπου Κιμ Γιονγκ Ουν. Ιμπεριαλιστικές τάσεις αναπτύσσει φυσικά και η Ρωσία, βγαίνοντας εδώ και χρόνια -επί Πούτιν- δυναμικά από τη σοσιαλιστική παρένθεση που γέννησε το ’17. Η ίδια Ρωσία που θεωρεί το καθεστώς Άσαντ ζωτικό μέρος στο πλάνο για τη δημιουργία του αγωγού φυσικού αερίου που θα ξεκινά από το Ιράν, θα διαπερνά τον Λίβανο και τη Συρία και θα φτάνει στην Ευρώπη. Η ίδια Ρωσία που διαθέτει ηγέτη τον εθνικιστική Πούτιν που υποστηρίζεται από όλα τα φασισταριά και τους Ρώσους νεοναζί μαζί με τις υπόλοιπες ρωσικές ελίτ, το παπαδαριό και το εθνικιστικό ΚΚΡ (με το οποίο διατηρεί ακόμα επαφές η ηγεσία από το εδώ αδερφάκι του). Οι θέσεις που έχει αναπτύξει αυτό το κομμάτι απέναντι στους Κούρδους προκαλούν εντύπωση. Οι Κούρδοι που αποφάσισαν να δεχθούν τη στρατιωτική υποστήριξη των Αμερικανών την περίοδο που διακυβευόταν η ύπαρξή τους στο Κομπάνι και σε όλη την περιοχή, δεν είναι επαναστάτες αλλά τσιράκια των γιάνκηδων. Την ίδια περίοδο που η Ρωσία δεν ήταν πουθενά. Στη διάσκεψη της Γένοβας μάλιστα χρησιμοποίησε το κουρδικό για να φέρει την Τουρκιά με τα νερά της, η οποία Τουρκία φυσικά δεν μπορεί ούτε να διανοηθεί κουρδική ύπαρξη με σοσιαλιστικό πρόσημο στο μαλακό της υπογάστριο. Φυσικά, πάλι οι Κούρδοι είναι προδότες, αφού δεν επέλεξαν τον Πούτιν και τον Ερντογάν, ερχόμενοι σε ρήξη με τους Αμερικανούς που τους έχουν στηρίξει στρατιωτικά επί μία τετραετία. Πέραν όμως τούτων και παρά τις όσες διαφωνίες μπορούν να υπάρχουν (και καλώς να υπάρχουν) με την κουρδική στρατηγική, είναι εγγενώς προβληματικό να υποστηρίζονται με τόσο πάθος το Ιράν των χομεϊνίδων ή ο μπααθιστής Άσαντ, έναντι της μόνης δύναμης στη Μέση Ανατολή που είναι φορέας προοδευτικών πολιτικών διακηρύξεων όπως οι Κούρδοι της Συρίας.
Η πραγματική κομμουνιστική θέση
Το ερώτημα λοιπόν που γεννιέται είναι ποια η θέση των κομμουνιστών απέναντι σε αυτά τα καυτά ζητήματα που αφορούν και απορρέουν από το Συριακό. Αρχικά, ούτε οι ΗΠΑ προφανώς ούτε η Ρωσία είναι πλευρές που μπορούν να ωφελήσουν στρατηγικά το ταξικό κίνημα ώστε να τις «προτιμήσει». Αντίθετα η αντιπαλότητά τους κλιμακώνει την ένταση και προκαλεί ανθρώπινες τραγωδίες όπου εκδηλώνεται, όπως κάθε ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην ιστορία. Δεν βρισκόμαστε σε κατάσταση προ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου υπήρχε μια κρατική οντότητα με προοδευτικό συμβολισμό και περιεχόμενο όπως η ΕΣΣΔ γύρω από την οποία μπορούσε να συστρατευτεί το κομμουνιστικό κίνημα και να ορθώσει το ανάστημά του στον φασισμό και τον ναζισμό. Αντίθετα βρισκόμαστε περισσότερο σε περίοδο τύπου «Α’ Παγκοσμίου Πολέμου», αν θέλει κάποιος να εντοπίσει ιστορικές αναλογίες. Σε περίοδο που δεν υπάρχει «καλή» ή «προτιμητέα» μεγάλη δύναμη, αλλά μόνο ιμπεριαλιστικοί δρώντες που χρησιμοποιούν κάθε είδους μέσο (στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό) για να προωθήσουν τους σκοπούς των εγχώριων αστικών ελίτ τους. Η απάντηση των αληθινών ριζοσπαστών τότε ήταν «κανένας πόλεμος παρά μόνο ταξικός πόλεμος». Οι Μπολσεβίκοι, οι Σπαρτακιστές και οι αναρχικοί του Μαλατέστα δεν ακολούθησαν τον ξεπεσμό των σοσιαλδημοκρατών και των φίλων του Κροπότκιν επιλέγοντας «προοδευτικές» χώρες ή εθνικές πλευρές (Ρωσία, Γαλλία), αντίθετα στάθηκαν συνεπείς απέναντι στο επαναστατικό τους ήθος, με βαρύ τίμημα αλλά και ιστορική αποστολή. Αρκεί το 1917, η γερμανική επανάσταση και η ιταλική κόκκινη διετία για να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές.
Άρα μια κομμουνιστική πολιτική επεξεργασία δεν μπορεί παρά να μην απαιτεί, έστω και διακηρυκτικά προφανώς, την απεμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων από τη Συρία αφήνοντας τον συριακό λαό ανεξάρτητο να καθορίσει την τύχη του. Παράλληλα να αξιολογήσει το κουρδικό κίνημα ως τη μόνη προοδευτική δύναμη στη Μέση Ανατολή ικανή να «γονιμοποιήσει» -έστω μακροχρόνια- και τις υπόλοιπες κοινωνίες μια πολύπαθης περιοχής. Αυτή η αξιολόγηση φυσικά δεν μπορεί να στερείται από κριτικό πνεύμα. Η συμμαχία με τον αμερικανικό στρατό μπορεί να ήταν χρήσιμη και αναγκαία τακτικά και πρακτικά, όμως θα χρειαστεί να σπάσει έγκαιρα σε ενδεχόμενο «ξεπούλημα» κατά τις διαπραγματεύσεις των δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Το αν θα έπρεπε να γίνει ήδη είναι μεγάλη συζήτηση. Το πόσο επικίνδυνη είναι η συμμαχία με δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ είναι περιττό να αναλυθεί. Εξού και μπροστά σε αυτήν την πολύ πιθανή εξέλιξη, τα όπλα θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε το κουρδικό κίνημα να συνεχίσει να διεκδικεί, όπως έχουν διδάξει αρκετά ιστορικά παραδείγματα. Σε αυτό το ενδεχόμενο, το εγχώριο ταξικό κίνημα θα χρειαστεί να εκδηλώσει την αλληλεγγύη του.
Επίσης, η τουρκική επιθετικότητα που εκδηλώθηκε τελευταία (και) στο Αιγαίο, δεν δημιουργεί μια κατάσταση πολεμικής προετοιμασίας, όπου οι Έλληνες ριζοσπάστες θα δημιουργήσουν το νέο ΕΑΜ που θα χτυπήσει τον εισβολέα. Αντίθετα είναι απότοκο των κινήσεων της ελληνικής αστικής τάξης να στριμώξει στα σχοινιά την τουρκική εθνικιστική αστική κυβέρνηση (ΑΟΖ) σε μια περίοδο που η Τουρκία αντιμετώπιζε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που καλλιέργησε σε πολλαπλά μέτωπα (εσωτερική αντιπολίτευση, Αιγαίο, Συρία, Ιράκ). Συνεπώς, 100 χρόνια μετά, οι κομμουνιστές και οι αληθινοί ριζοσπάστες καλούνται και πάλι να μην επιλέξουν την «καλύτερη» ιμπεριαλιστική πλευρά ούτε την απάτη του έθνους-κράτους, αλλά τη συντριβή των αστικών τυμπάνων πολέμου και τη διεθνιστική αλληλεγγύη με της γης τους κολασμένους. Αν το πετύχουν, τότε θα είναι σε θέση να σηκώσουν τον δικό τους πόλεμο. Και αυτός θα είναι ταξικός.
Vlado Zimmerwald