Οι δυτικές συνοικίες του Πειραιά αποτέλεσαν ένα ξεχωριστό κομμάτι της αντιφασιστικής μάχης, όπως εκτυλίχτηκε τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα. Το Κερατσίνι, η Νίκαια, το Πέραμα έγιναν το θέατρο ενός σκληρού ανταγωνισμού. Από τη μια, η ενισχυμένη πολιτικά και οργανωτικά Χρυσή Αυγή της περιόδου 2009-2013, έβαλε πολύ ψηλά στην ατζέντα της τη δημιουργία φασιστικών θηλάκων σ’ αυτές τις περιοχές και το αντιφασιστικό κίνημα από την άλλη, το οποίο έβλεπε σε αυτές τις εργατικές περιοχές, το φυσικό του χώρο ύπαρξης.
Το Πέραμα, παρ’ όλο που δεν έλαβε την κεντρική πολιτική σημασία από τους φασίστες που δόθηκε στην Νίκαια για παράδειγμα, πλεκόταν συνεχώς ένα παιχνίδι τρομοκρατίας. Ήδη σαν περιοχή βαριά χτυπημένη από την κρίση, η υπολειτουργία της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης που αποτελούσε το χώρο δουλειάς για την συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου του Περάματος και την συνεπαγόμενη από αυτό διάλυση του κοινωνικού ιστού, θεωρήθηκε από τους φασίστες προνομιακός χώρος για τα κανιβαλιστικά τους προτάγματα και της τρομοκρατίας, όπου αυτά δεν έπιαναν. Οι συνοικίες του Πειραιά απέκτησαν μια ιδιαίτερη συμβολική σημασία για τους φασίστες και με κεντρικό ορμητήριο τα χρυσαυγίτικα γραφεία στη Νίκαια, επιχειρήθηκε να στηθεί ένα πέπλο τρομοκράτησης όλης της περιοχής και των συνοικιών της. Δεκάδες οι επιθέσεις από φασιστικές συμμορίες και από αυτές να ξεχωρίζουν η επίθεση στα σπίτια των Αιγυπτίων αλιεργατών στο Πέραμα, μια επίθεση με ιδιαίτερο συμβολισμό. Από τη μια, το μίσος των φασιστών για το πολυεθνικό προλεταριάτο και την εργατική τάξη γενικότερα και από την άλλη, μια καθαρά ρατσιστική επίθεση, κατά τα πρότυπα που προσπαθούσε να προβάλλει τότε. Επίσης, κορύφωση της δράσης των φασιστικών συμμοριών στο Πέραμα είναι η επίθεση σε συνεργείο αφισοκολλητών του ΠΑΜΕ, επίθεση που ξεχωρίζει αφενός για την βαναυσότητά της και αφετέρου, δείχνει ξεκάθαρα τον ρόλο που έμελλε να παίξουν οι χρυσαυγίτες στη Ζώνη. Το ρόλο των απεργοσπαστών, των μπράβων της εργοδοσίας και της εμπροσθοφυλακής της απέναντι στους συνδικαλιστές και τους αγωνιζόμενους εργάτες.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τον Σεπτέμβρη του 2013 στο Κερατσίνι, αλλάζει αρκετά την κατάσταση απ` όσο ήταν μέχρι τότε. Οι έρευνες της αστυνομίας στην εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής την αναγκάζουν να κλείσει τα γραφεία της Νίκαιας και να συμπτύξει τις δυνάμεις των ευρύτερων περιοχών στα κεντρικά γραφεία του Πειραιά. Όμως, τα γραφεία του Περάματος και η χρυσαυγίτικη δράση σ’ αυτή την απομακρυσμένη πόλη του Πειραιά, παραμένουν. Όταν, το 2017, εν μέσω προσφυγικής κρίσης ξεκινάει η φοίτηση των προσφυγόπουλων στα ελληνικά σχολεία, είτε με την κινηματική περιφρούρηση όπως έγινε στο Περιστέρι, είτε σαν δημοτική γιορτή, οργανωμένη από το δημαρχείο, όπως έγινε στο Χαϊδάρι, είναι το Πέραμα η πόλη που η Χρυσή Αυγή επιλέγει να σηκώσει σαν σύμβολο του δικού της κανιβαλιστικού και μισάνθρωπου σχεδίου. Ο Λαγός με τη συνοδεία των μπράβων του, καθώς και μερικών αποβρασμάτων, εισβάλλουν στο δημοτικό σχολείο του Νέου Ικονίου Περάματος, τραμπουκίζοντας καθηγητές και γονείς, λέγοντας ότι δεν θα επιτρέψουν σ’ αυτό το σχολείο να φοιτήσουν τα παιδιά των προσφύγων. Σίγουρα, η παρέμβαση του Λαγού στο σχολείο του Περάματος ήταν απλά ένα παρατράγουδο, ένα μελανό σημείο στη γενικότερη συνθήκη αλληλεγγύης που επικράτησε όσον αφορά τη φοίτηση των παιδιών των προσφύγων στα ελληνικά σχολεία. Παρ΄όλα αυτά, έδειξε τη δυνατότητα μιας δράκας φασιστών με μια σχετική γείωση σε μια γειτονιά με διαλυμένο κοινωνικό ιστό, αλλά ευτυχώς, ένα κομμάτι του αντιφασιστικού κινήματος δεν υποτίμησε αυτή την υποβόσκουσα δυναμική.
Είναι πλέον φανερό ότι, είτε στο Πέραμα αλλά και σ’ οποιαδήποτε άλλη πόλη όπου δίνεται μια αντιφασιστική μάχη και υπάρχουν γραφεία της Χρυσής Αυγής, στρατηγική στόχευση του κινήματος οφείλει να είναι το κλείσιμό τους. Έτσι και στο Πέραμα, δεν θα μπορούσε ο αντιφασιστικός αγώνας να παρακάμψει το ζήτημα των γραφείων της Χρυσής Αυγής. Το Σεπτέμβρη του 2017, πραγματοποιήθηκε αντιφασιστική πορεία στο Πέραμα, η οποία πέρασε και στόλισε με μπογιές την πρόσοψη των γραφείων αλλά και του λακέδικου εργοδοτικού σωματείου του Αγίου Νικολάου. Ως απάντηση σε αυτό, η Χρυσή Αυγή καλεί προκλητικά, 2 μέρες μετά την επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, συγκέντρωση μπροστά από το αστυνομικό τμήμα. Στη συγκέντρωση αυτή, η Χρυσή Αυγή ενεργοποιεί το σύνολο του μηχανισμού της, από το σύνολο των ταγμάτων εφόδου και τον νεοστρατολογημένο τότε πάτερ Κλεομένη, έως ότι διασυνδέσεις έχει στην αστυνομία και τον κρατικό μηχανισμό, για να χτυπήσει την αντισυγκέντρωση που άμεσα καλέστηκε από το αντιφασιστικό κίνημα. Η αντισυγκέντρωση δέχεται μια σφοδρή επίθεση από τα τάγματα εφόδου σε συνεργασία με τις διμοιρίες των ΜΑΤ, η οποία είχε στηθεί σαν οργανωμένη προβοκάτσια για να διαλυθεί το κομμάτι των αντιφασιστών που εκείνη την ημέρα επέλεξε να αντιπαρατεθεί με τους φασίστες στο Πέραμα. Το αθηναικό πρακτορείο σε διατεταλμένη υπηρεσία, βγάζει ένα καταφανέστατο ψευδές ρεπορτάζ για δήθεν αντιεξουσιαστές που επιτέθηκαν με μολότωφ στις διμοιρίες των ΜΑΤ. Σε πείσμα όλων αυτών, οι αντιφασίστες καταφέρνουν και στήνουν την αντισυγκέντρωση στην είσοδο της πόλης του Περάματος και διατρανώνουν ότι το Πέραμα δεν θα υποκύψει στην τρομοκρατία. Το σθένος αυτών των αντιφασιστών, το πάθος αλλά και η αυτοπειθαρχία τους στο να πραγματοποιηθεί εκείνη την ημέρα αυτή η συγκέντρωση, είναι αυτό που έδωσε έμπνευση αλλά και άλλαξε άρδην το φρόνημα στο κόσμο του αγώνα του Περάματος. Εκείνη τη μέρα, η Χρυσή Αυγή, παρ ‘όλο που προσπάθησε να επιδείξει τη μέγιστη ισχύ που μπορεί να συγκεντρώσει, μια συγκέντρωση με σχεδόν το σύνολο της κοινοβουλευτικής της ομάδας καθώς και του υπόλοιπου μηχανισμού, δεν μπόρεσε ωστόσο να δώσει το συντριπτικό χτύπημα που τόσο προσδοκούσε στο αντιφασιστικό κίνημα. Η αδυναμία αυτή φάνηκε ξεκάθαρα και το αντιφασιστικό κίνημα την εκμεταλλεύτηκε από την πρώτη στιγμή, με συνεχόμενες παρεμβάσεις και πολιτικές συγκεντρώσεις στο Πέραμα, καθώς και τη κεντρική πορεία του Δεκεμβρίου, με κεντρικό αίτημα να κλείσουν τα γραφεία-γιάφκες της Χρυσής Αυγής. Λίγους μήνες μετά η Χρυσή Αυγή δεν μπορεί να διατηρήσει τα γραφεία στην πόλη του Περάματος και τα κλείνει.
Το ξήλωμα του μηχανισμού της Χρυσής Αυγής, από τη πόλη του Περάματος, έχει ξεκινήσει. Ήταν μια πολύ μεγάλη νίκη το κλείσιμο των γραφείων, μια νίκη όπου η μεγάλη της αξία δεν είναι στο συμβολικό και στο πρόταγμα αλλά στην ουσία της μάχης του αντιφασιστικού αγώνα και του εμπλουτισμού της μεθοδολογίας του. Έχουμε να διδαχτούμε από το Πέραμα το πώς το αντιφασιστικό κίνημα αντιμετώπισε την κάθε επιμέρος αντιπαράθεση με τους φασίστες αλλά, παρ΄όλο το ειδικό μέρος της κάθε αντιπαράθεσης, π.χ. τάγματα εφόδου, τραμπουκισμοί Λαγού στο Ικόνιο, η κατεύθυνση και το πρόταγμα γύρω απ’ το οποίο συσπειρωνόταν το αντιφασιστικό κίνημα ήταν προς το κλείσιμο της γιάφκας των χρυσαυγιτών. Με τη σωστή πεποίθηση ότι εκεί βρίσκεται το οργανωτικό και πολιτικό κέντρο της φασιστικής συμμορίας.
Η μάχη με τον φασισμό στο Πέραμα δεν τελείωσε. Γιατί η μάχη με τον φασισμό δεν τελείωσε. Δεν είναι μια μάχη αποσπασμένων περιοχών μεταξύ τους αλλά μια κεντρική πολιτική μάχη, η οποία πραγματώνεται, κορυφώνεται, οπισθοχωρεί ως επιλογή ενός κεντρικού πολιτικού σχεδίου. Η πρόσφατη ενέδρα των τραμπούκων του φασιστοσωματείου του Αγίου Νικολάου απέναντι στη παρέμβαση της ΟΡ.Μ.Α. μας δείχνει αυτό ακριβώς. Τα όποια οργανωτικά κέντρα της Χρυσής Αυγής θα ψάχνουν συνεχώς να παίξουν τον σιχαμένο ρόλο τους. Το εργοδοτικό σωματείο δεν θα μείνει στο να κάνει την λακέδικη δουλειά του μέσα στη Ζώνη αλλα θα βγει και στο δρόμο να υποκαταστήσει τα τάγματα εφόδου, όταν αυτά αποτραβιούνται. Οι επιτροπές κατοίκων, τα λακέδικα σωματεία ή όποια άλλη δομή φτιάχνουν οι φασίστες, αποτελεί κομμάτι του ίδιου φασιστικού σχεδίου.
Το αντιφασιστικό κίνημα έχει πλέον την εμπειρία να αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις με τη δυναμική που βγάζει η εποχή μας και όχι ως ένα άθροισμα δικό μας ή εχθρικών περιοχών. Έτσι κι αλλιώς, φάνηκε ξεκάθαρα και από την σύντομη βέβαια αλλά ουσιαστική τρομοκρατία των φασιστών μέσα στις «κόκκινες» περιοχές του Πειραιά, ότι τέτοιες ταμπέλες που δόθηκαν σε μια παλαιότερη, διαφορετική πολιτική περίοδο, η κρίση τις ρευστοποιεί. Τίποτα δεν είναι δικό μας, τίποτα δεν είναι του εχθρού, η διεκδίκηση για τη συστράτευση στην αντιφασιστική μάχη γίνεται σε κάθε γειτονιά, σε κάθε περιοχή, σε κάθε συνοικία ή δήμο. Το αντιφασιστικό κίνημα είναι παρόν και δίνει τις μάχες.