Η 4η Οργανωτική Ολομέλεια της ΟΡ.Μ.Α. έρχεται σε μια περίοδο κρίσης στρατηγικής του παγκόσμιου αστικού στρατοπέδου. Ασθενικά νούμερα αριθμητικής οικονομικής ανάπτυξης, προσπαθούν να κρύψουν τα βαθειά αδιέξοδα στα οποία έχει εισέλθει το καπιταλιστικό σύστημα. Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών όσο και να προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τους νόμους της αγοράς, όλο και περισσότερο ξεπροβάλλει με εθνικιστικές κραυγές.
Η «σταθερότητα» και η «ανάπτυξη» ακονίζουν τα μαχαίρια του ανταγωνισμού
Για πρώτη φορά στο μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό, έχουμε σε εξέλιξη βαθύτατη πολιτική κρίση στους πυλώνες του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας αμφισβητούνται από το βαθύ πυρήνα του αστικού τους μπλοκ. Η περίοδος transit που περιγράφουμε έχει ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά: βαθιές αλλαγές που προετοιμάζουν την επερχόμενη κατάρρευση και πολλές φορές έρχονται να κατανοηθούν ετεροχρονισμένα.
Η εκτροπή του Brexit το 2016 δεν είχε τα αποτελέσματα των υποστηρικτών του. Από την επόμενη κιόλας μέρα η παραίτηση Φάρατζ και η άνοδος των Συντηρητικών στην κυβέρνηση, μετάλλαξε τη συζήτηση σε «σκληρή» ή «ήπια» έξοδο και σε μια συνεχή διαπραγμάτευση με την ΕΕ. Στις 29 Μαρτίου 2019 δεν είναι καθόλου σίγουρο αν η ΕΕ των 28 πέσει σε 27 μέλη και με ποιες «ειδικές» σχέσεις. Η συμφωνία πρέπει να είναι κοινής αποδοχής και αναζητούνται «ευνοϊκές» ρυθμίσεις. Η απειλή των 62 Συντηρητικών βουλευτών για «σκληρή» και «αδιαπραγμάτευτη» έξοδο, έχει το αντίβαρό της στον πρώην Πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ για νέο δημοψήφισμα επί των τελικών όρων αποχώρησης. Όλα αυτά πάντα σε ένα πλαίσιο που η αγγλική λίρα υποτιμάται και η ανάπτυξη επιβραδύνεται συνεχώς.
Στις ΗΠΑ, η καταιγίδα Τραμπ έχει σαν βασικό αντίπαλο το Ρεπουμπλικανικό κόμμα που τον ανέδειξε. Όλες οι βασικές μεταρρυθμίσεις του μπλοκάρονται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γιατί αλλάζουν δραστικά τις σχέσεις με το παγκόσμιο περιβάλλον ακόμα και με τους παραδοσιακούς συμμάχους της και το εσωτερικό περιβάλλον. Μέχρι και η κατάργηση του ΟμπάμαΚέαρ μεταφέρθηκε στο μέλλον, γιατί το βαθύ κράτος των ΗΠΑ δεν θέλει να παραδώσει τα ηνία στον «ακραίο» Τραμπ. Η αποχώρηση ΗΠΑ από τη σύμπραξη Χωρών του Ειρηνικού δεν έφερε ικανοποίηση στα οικονομικά επιτελεία. Δεν είναι καθόλου σίγουρα πως αυτός είναι ο δρόμος ηγεμονίας απέναντι στην Κίνα. Τον περασμένο μήνα οι ΗΠΑ προχώρησαν σε επιβολή δασμών σε εισαγόμενο χάλυβα και αλουμίνιο για λόγους «εθνικής ασφάλειας» και μόνο μετά από συνεχείς διαπραγματεύσεις εξαιρέθηκε για ένα μήνα η ΕΕ, για να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις.
Ακόμα δεν έχουμε περάσει στον ανοιχτό οικονομικό πόλεμο μεταξύ των παλαιών συμμάχων, αλλά τα πολιτικά επιτελεία προετοιμάζονται. Η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, η Deutsche Bank, μαστίζεται από βαθειά κρίση εδώ και δύο χρόνια και η μετοχή της παρουσιάζει πτώση πάνω από 30% το πρώτη τρίμηνο του 2018 αλλά αυτό δεν οφείλεται μόνο στα «σκουπίδια» (δηλ τα χρέη άλλων κρατών που δεν θα εισπραχθούν, όπως το ελληνικό) που έχει συσσωρεύσει. Στα τέλη του 2016 το αμερικάνικο δημόσιο επιδίκασε πρόστιμο στη Γερμανική Τράπεζα ύψους 14 δις δολαρίων το οποίο κατέβηκε στα 7 δις.
Η προσπάθεια αλλαγής στρατηγικής των κεντρικών ιμπεριαλιστικών χωρών βασίζεται σε μια διαφορετική ανάγνωση των οικονομικών δεδομένων. Η αμερικάνικη (όπως και η αγγλική) αστική τάξη έχει παγκόσμια διακλάδωση και έχει την πιο καλή «πληροφόρηση» για την κατάσταση των εθνικών οικονομιών. Η στροφή της σε «προστατευτισμό» και δημιουργία εσωτερικού «κομποδέματος», προσπαθεί να προετοιμάσει τις οικονομίες τους για ένα νέο κύκλο ύφεσης που θα απαιτήσει ισχυρά αποθέματα και αντοχές.
Αλλά και εκτός Δυτικού στρατοπέδου, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Τα δημόσια χρέη της Κίνας και της Ιαπωνίας (όπως και της Αμερικής) βρίσκονται σε δυσθεώρητα ύψη και συντηρούνται από τους στρατούς και τη γεωπολιτική δύναμη των χωρών αυτών να «κόβουν» νόμισμα. Η Ρωσία μπορεί να έχει ανακάμψει από την κατάρρευση της δεκαετίας του `90, ωστόσο ο ανοικτός «πόλεμος» γύρω από το πετρέλαιο και το κράτημα χαμηλών τιμών της προκαλεί ανυπολόγιστη οικονομική αιμορραγία.
Η οικονομική κρίση στην οποία έχει περιέλθει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα δεν θα ξεπεραστεί με διακυβερνητικές συνεννοήσεις, όπου σε ένα πολιτισμένο περιβάλλον θα κερδίσουν «οι καλύτεροι και οι πιο άξιοι». Η υπονόμευση των ανταγωνιστών θα συνδυάζεται με την πολιτική τους αποσταθεροποίηση. Μέχρι να φτάσουμε στον ανοικτά διακηρυγμένο στρατιωτικό πόλεμο, έχουμε να διαβούμε πολλές φάσεις προετοιμασίας. Ήδη τον τελευταίο χρόνο ο αστισμός αρχίζει και δείχνει να θυμάται τις προπολεμικές του παραδόσεις και αναφορές.
Η ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία έχει εκτρέψει το ταξικό κίνημα σε ασκήσεις γεωστρατηγικής χωρίς πρόσημο. Τα όρια «ένταξης στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο» ή «αναγκαστικής συνθηκολόγησης λόγω ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης» είναι δυσδιάκριτα και δεν προκύπτουν από συγκεκριμένη ανάλυση των υποκειμένων. Ο υπό διαμόρφωση άξονας Ρωσίας – Τουρκίας – Ιράν δεν αλλάζει το χαρακτήρα των χωρών. Πολύ περισσότερο, η τοποθέτηση αυτών των χωρών ενάντια στις ΗΠΑ δεν πρέπει να οδηγήσει τις πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες των χωρών αυτών σε υποστολή του αντικαπιταλιστικού – αντικυβερνητικού αγώνα με άλλοθι την «αντιιμπεριαλιστική» στάση των αστικών τάξεων τους. Το PKK που φάνηκε να προβάλλει μια διαφορετική πολιτική στρατηγική, ολοένα και περισσότερο την «ξεχνάει». Εντάσσεται στα παιχνίδια «ανεξαρτησίας ή αυτονομίας» χωρίς πρόσημο και οδηγείται σε μια ήττα, αφού θα έχει τελειώσει ο «χρήσιμος» χαρακτήρας του. Όσο προσδένεται στη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ, τόσο θα χάνει κάθε έρεισμα στον αραβικό πληθυσμό και τόσο θα φαντάζει αδύνατη η προσπάθεια συνεργασίας με την κυβέρνηση της Συρίας.
Η παγκόσμια ακροδεξιά ως φόβητρο της εργατικής τάξης
Είναι ξεκάθαρο, πως τα αδιέξοδα που υπάρχουν τον 10ο χρόνο Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης δημιουργούν συνθήκες εναλλακτικών στρατηγικών. Η κεντροαριστερά και οι νεόκοπες εκδοχές του ΣΥΡΙΖΑ και των PODEMOS, δεν δημιουργούν μια νέα στρατηγική. Περισσότερο ενσωματώνονται σαν εφεδρείες του ενιαίου δημοκρατικού σχεδίου. Η ακροδεξιά, όμως, προετοιμάζει το κοινωνικό περιβάλλον σε μια οικονομική πολιτική προστατευτισμού και μια εθνικιστική πολιτική στρατηγική. Η φασιστική εκδοχή της θα εξαρτηθεί από το ρυθμό κατάρρευσης και τις δυνάμεις του εργατικού κινήματος. Να μην έχουμε καμιά αμφιβολία: αν η αστική τάξη διαπιστώσει ένα επικίνδυνο επαναστατικό κίνημα, τα αντανακλαστικά επιβίωσης της είναι τόσο ισχυρά που γρήγορα θα «αναστείλει» τον όποιο πολιτικό διχασμό της.
Η τιθάσευση του Τραμπ, η διαχείριση απέναντι στο Brexit, ο περιορισμός εκτός κυβέρνησης της Λεπέν και του AfD είναι η μία πλευρά του ζητήματος. Η άλλη δείχνει μια παγκόσμια ακροδεξιά πτέρυγα να πιέζει, να θέτει πολιτική «ατζέντα» και να διεκδικεί την εξουσία. Στην εισήγηση της 3ης Ολομέλειας λέγαμε πως η ακροδεξιά δεν θα περιοριστεί σε «κινήματα πίεσης» και πράγματι αυτό έγινε. Παρ` όλη τη θεσμική αντιμετώπισή της, το αστικό σύστημα δεν δίνει αποφασιστικά χτυπήματα διάλυσης. Σε αυτή τη φάση η ακροδεξιά μετατρέπεται σε συστημικό παράγοντα της «Δημοκρατίας».
Όμως, η ακροδεξιά το ρόλο της «τρομοκράτησης» του εργατικού κινήματος τον παίζει από τώρα. Ο «μπαμπούλας» του εθνικισμού και του πολέμου δεν είναι μιντιακό κόλπο. Τα διλήμματα «Μακρόν ή Λεπέν», «Τραμπ ή Χίλαρυ», «Μέρκελ ή Afd» είναι εκβιαστικά, αλλά δεν είναι πλαστά. Η συνεχόμενη υποχώρηση της ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ έκφρασης του εργατικού κινήματος, οδηγεί όλο και περισσότερο σε μαζικά Τ.Ι.Ν.Α. και συμβιβασμούς. Απέναντι στον εθνικισμό προβάλλεται η ιμπεριαλιστική διαμεσολάβηση, απέναντι στο φασισμό η δημοκρατική νομιμοφροσύνη.
Για να μπορεί να υπάρξει ένα μαζικό κομμουνιστικό κίνημα, θα πρέπει να συντρίψει με κάθε τρόπο την αναδυόμενη ακροδεξιά. Με μαζικά φασιστικά ή εθνικιστικά κόμματα στο προσκήνιο να τρομοκρατούν τις λαϊκές μάζες, δεν θα μπορεί να υπάρξει ταξικό κίνημα με νικηφόρα αυτοπεποίθηση. Η υποτίμηση της αντιφασιστικής μάχης που θεωρεί την ακροδεξιά «κομπίνα» και «εφεδρεία» του συστήματος, δεν διαπιστώνει τον πραγματικό φόβο που φέρνει στις μάζες, καθιστώντας τις συλλογικότητες του εργατικού κινήματος αφερέγγυες.
Η στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού
Μετά από οκτώ χρόνια μνημόνια, το αστικό μπλοκ σιγοσφυρίζει «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτα»! Κάποια πρώτα συμβόλαια, κάποιες ελάχιστες διεθνείς συμφωνίες δημιουργούν, σχεδόν, πανηγυρικό κλίμα! Μέσα από την αντιστροφή της ύφεσης σε ανεμική έστω «ανάπτυξη» του οριακού 1-2%, προσπαθούν να στήσουν μια προπαγάνδα υπέρβασης της κρίσης και ομαλής εξόδου από τα μνημόνια. Στην πράξη, όμως, απλά χαίρονται που σε ένα τόσο δυσμενές περιβάλλον δεν είχαν πεταχτεί εκτός ΕΕ και μπορούν να ξαναστήνουν επενδυτικά παιχνίδια στο Αιγαίο και την Κύπρο.
Η Τουρκία – που λόγω των στρατηγικών επιλογών της – βρίσκεται σε πιο ανταγωνιστική σχέση με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ταλαιπωρείται στη δίνη μιας δύσκολης, πολύπλευρης διαμάχης. Είναι εκτός από το ενεργειακό παιχνίδι στη Μεσόγειο την ώρα που αναζητεί ένα σημαντικό ρόλο στην περιοχή κόντρα σε όλους. Πριν από δύο χρόνια αντιμετώπισε ένα αμερικανοκίνητο πραξικόπημα που τώρα έχει μεταλλαχτεί σε έναν ανοικτό οικονομικό πόλεμο. Η υποβάθμιση των τουρκικών τραπεζών από τους «διεθνείς» (δηλ. αμερικάνικους) Οίκους, οδηγεί σε μια συνεχόμενη καθίζηση της τουρκικής οικονομίας. Η αντίστροφη «φιλοαμερικάνικη» και «φιλοΕΕ» πολιτική της Ελλάδας όχι μόνο έχει αποτρέψει έναν τέτοιο οικονομικό πόλεμο που θα την αποσταθεροποιούσε βαθύτατα, αλλά περιμένει και σημαντικά κέρδη στην επόμενη στροφή ανασυγκρότησης.
Ο ελληνικός εθνικισμός
Όσο και αν το ελληνικό κεφάλαιο πανηγυρίζει για την επιτυχημένη ευρωπαϊκή στρατηγική των τελευταίων 30 χρόνων, άλλο τόσο, όμως, δεν ξεχνάει πως η δυναμική του έχει βασιστεί στην εθνική, αξιόμαχη πορεία του. Η συστράτευσή του με το νικηφόρο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, δεν γινόταν χωρίς παράλληλες ανεξάρτητες πορείες και τακτικές. Έχοντας κτίσει την πιο στρατιωτικοποιημένη οικονομία των Βαλκανίων, δημιούργησε ένα σημαντικό όπλο χρήσιμο στο διεθνές κεφάλαιο και στον εαυτό του.
Η ελληνική αστική τάξη δεν είναι ένας παρίας της διεθνούς σκηνής. Δεν είναι προτεκτοράτο και ιμάντας μεταβίβασης των αμερικάνικων επιθυμιών. Όπως και το 2010 έτσι και σήμερα υπάρχει μια διαρκής αναζήτηση εναλλακτικής στρατηγικής σε περίπτωση κατάρρευσης του κοινού ευρωπαϊκού «σπιτιού». Η υποχώρηση στο Μακεδονικό με αντάλλαγμα την ευρωπαϊκή σταθερότητα δεν είναι επαρκής δικαιολογία για την ελληνική στρατοκρατία. Όντας η μοναδική χώρα στον πλανήτη που έχει αποτρέψει δύο χώρες (τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και την Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου) να αναγνωριστούν από τον ΟΗΕ, δεν θα «παραδοθεί» προς χάρη της ευρωπαϊκής φιλίας. Νέα εξοπλιστικά προγράμματα που θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό πάνω από 1 δις Ευρώ, δεν μπαίνουν στη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» και τη μνημονιακή συνθήκη.
Η Νέα Δημοκρατία ως βασικός πολιτικός πυλώνας του αστισμού, επιδίωξε να μαζέψει αυτές τις αναζητήσεις προσπαθώντας να αποτρέψει τη δημιουργία τρίτου ακροδεξιού κέντρου, όπως αυτό συντελείται σε όλη την Ευρώπη. Αποτρέπει την δημιουργία ανεξάρτητου τρίτου κέντρου αλλά ψάχνει την ενσωμάτωση σε αυτήν μιας ακροδεξιάς πολιτικής. Όμως η κρίση και η άνοδος του διεθνούς ανταγωνισμού, δεν επιτρέπει τέτοια παιχνίδια. Το σκάνδαλο “NOVARTIS” ξαναοπλίστηκε αυτή τη φορά απ` ευθείας από το αμερικάνικο κέντρο τραβώντας το αυτί στη Νέα Δημοκρατία. Ο διεθνής παράγοντας δεν θέλει να επιτρέψει παιχνίδια αποσταθεροποίησης από το Σαμαρά και τη ΝΔ, όπως αυτά του 2009. Όποιοι θέλουν να σηκώσουν ακροδεξιό και εθνικιστικό μπαϊράκι, πλέον, θα αντιμετωπίσουν την τιμωρία του διεθνούς παράγοντα.
Αυτό δε σημαίνει πως η ελληνική ακροδεξιά δεν θα παίξει το ρόλο του φόβητρου στο εργατικό κίνημα. Η πολιτική της εθνικής ενότητας ενάντια στον «κοινό εχθρό» λειτουργεί σαν ιδεολογικός ευνουχισμός του ταξικού κινήματος. Πότε με σωβινιστική κατρακύλα, πότε με αντιιμπεριαλιστικό άλλοθι, πότε ως υποτίμηση του διεθνισμού, συλλογικότητες και οργανώσεις του εργατικού κινήματος υποχωρούν άτακτα στην εθνική αστική επίθεση. Καμία πολιτική ή οικονομική μάχη δεν θα μπορεί να σηκωθεί, αν δεν μπορέσει να απαντηθεί το ιδεολόγημα του «αξιόμαχου του ελληνικού στρατού», των «αναγκαίων» πολεμικών δαπανών και του «αμυντισμού», απέναντι στην επιθετικότητα των άλλων χωρών.
Ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το πιο χρήσιμο εργαλείο του αστικού μπλοκ στη σημερινή συγκυρία. Μετά από 6 χρόνια πολιτική κρίσης και 5 εκλογικών αναμετρήσεων που διέλυσαν το ΠΑΣΟΚ και ανεβοκατέβασαν 4-5 ημιτελείς και θνησιγενείς κυβερνήσεις, έχει βρεθεί ένα πολιτικό επιτελείο που «περνάει» το μνημονιακό πρόγραμμα χωρίς πολλούς κλυδωνισμούς. Τον περασμένο Δεκέμβρη, μάλιστα, η ΓΣΕΕ δεν κάλεσε καν σε εθιμοτυπική 24ώρη απεργία για τον προϋπολογισμό, χωρίς σημαντικό πολιτικό κόστος.
Η επιτυχία του αυτή δεν τον έχει μετατρέψει σε κόμμα της αστικής τάξης. Αυτό παραμένει η ΝΔ, γι `αυτό η διαβόητη έξοδος από τα μνημόνια τον Αύγουστο έρχεται με δηλώσεις για νέο πολιτικό έλεγχο. Οι διεθνείς «θεσμοί» δεν εμπιστεύονται ούτε το πολιτικό προσωπικό που πριν από πέντε χρόνια έλεγε πως θα σκίσει τα μνημόνια, ούτε τη δυνατότητα της ΝΔ να ελέγξει το εργατικό κίνημα με το ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση. Νέες εγγυήσεις και ρήτρες «μη ανάκλησης» των μνημονιακών μέτρων θα συνοδεύουν το ευάλωτο ελληνικό πολιτικό περιβάλλον.
Στη 2η Ολομέλεια του 2016, γράφαμε πως «Χωρίς την εμφάνιση ενός αυτόνομου ταξικού πολιτικού κινήματος, που θα διεκδικήσει τη στρατηγική ηγεμονία στην εργατική τάξη και θα εξαναγκάσει το ΣΥΡΙΖΑ να συρθεί στη θαλπωρή του αστικού κράτους, θα μπορεί να παραμένει ο (αποτυχημένος, έστω) διαμεσολαβητής που θα πεταχτεί σα στημένη λεμονόκουπα από τους αστούς, όταν θα σηκωθούν τα βαριά «πιστόλια» του συστήματος».
Προς το παρόν δεν έχει εμφανιστεί νέος ρεφορμιστικός ή επαναστατικός παίκτης που θα συσπειρώσει την εργατική τάξη και θα συνθλίψει το ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα το Τ.Ι.Ν.Α. του ΣΥΡΙΖΑ είτε στο οικονομικό πρόγραμμα, είτε στα εθνικά, είτε στην πολιτική στρατηγική, παραμένει το όριο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί με μαζικούς όρους από ένα εναλλακτικό πολιτικό κέντρο της εργατικής τάξης.
Η τακτική απέναντι στον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι λογική «ώριμου φρούτου» αλλά ούτε «σοσιαλφασιστικής» τακτικής. Δεν υποχωρούμε στην λογική «μη χειρότερα» και με ανεκτικότητα στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν ιεραρχούμε τον στείρο αντικυβερνητισμό ως προτεραιότητα που να διαμορφώσει ένα αφηρημένο κλίμα αστάθειας και να κληρονομηθεί από την ακροδεξιά και το φασισμό.
Η μάχη απέναντι στο ρεφορμισμό θα γίνει με σκληρούς αλλά πολιτικούς και οργανωτικούς όρους. Η διεκδίκηση του εργατικού κινήματος από την πολιτική συνθηκολόγησης είναι μια εσωτερική μάχη και δεν αντιμετωπίζεται με ιδεολογήματα και εξαγγελίες. Η υποτίμηση αυτής της μάχης, από την άλλη, θέτει σε κίνδυνο συντριβής το εργατικό κίνημα. Ο κυβερνητισμός και η λογική ανάθεσης δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικά όπλα μάχης όσο η κρίση θα βαθαίνει και θα θέτει όλο και πιο σκληρά ζητήματα από τη μεριά του αστισμού.
Χρυσή Αυγή και αντιφασιστικό κίνημα
Το 2017 ήταν η χρονιά που έγινε μαζικά κατανοητό από το ταξικό κίνημα πως η Χρυσή Αυγή δεν είναι ανίκητη. Παρ` όλο που το αστικό κράτος την είχε υπό δικαστική δίωξη από τα τέλη του 2013 και το 2015 ανέβηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση στερώντας από το φασιστικό κόμμα τους διαύλους επικοινωνίας με την κυβέρνηση, χρειάστηκαν άλλα δύο χρόνια αντιφασιστικής μάχης ώστε το σύνολο του αντιφασιστικού κινήματος να αναμετρηθεί ξανά με τα Τάγματα Εφόδου.
Ξαναζούμε, όμως, την επιστροφή των παλαιών αδιέξοδων στρατηγικών του κινηματισμού και της ανάθεσης. Η αυτοϊκανοποίηση από μια «μεγάλη διαδήλωση» ή «ένα τρέξιμο» στους φασίστες δεν μπορούν να είναι αρκετά. Πρέπει να διδαχτούμε από το ιταλικό παράδειγμα. Οι μεγάλες αντιφασιστικές διαδηλώσεις που περικύκλωναν μερικές δεκάδες φασίστες δε δημιούργησαν ένα σοβαρό αντικαπιταλιστικό πόλο. Όχι μόνο επέστρεψαν στην κεντροαριστερά του Ρέντσι, αλλά μένουν χωρίς αντίπαλο δέος η αναδυόμενη μαζική ακροδεξιά της Λίγκας και της Φόρτσα Νουόβα.
Η ΟΡΜΑ πρωτοστατώντας σε αυτή τη μάχη είχε εκδιώξει τη Χρυσή Αυγή από κάθε δημόσιο χώρο. Δημόσιες συγκεντρώσεις, επιτροπές κατοίκων είναι μακρινό παρελθόν για τους ναζί. Η διάλυση, όμως, του τραμπούκικου face control που είχαν επιβάλλει στο Εφετείο, την 1η Νοέμβρη του 2016 και η διεθνιστική διαδήλωση των Ιμίων το Γενάρη του 2017 ήταν οι ημερομηνίες- σταθμός πως η τρομοκρατία τους ανήκει στο παρελθόν. Από εκεί και έπειτα μπήκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η Αναρχία στο αντιφασιστικό παιχνίδι. Κάθε χτύπημα, κάθε δράση των ναζί είχε και απάντηση από τα τοπικά στέκια ή συλλογικότητες. Η επαρχία, ιδιαίτερα, «ζωντάνεψε» από αντιφασιστικές δράσεις και βρήκε πολιτικά περιεχόμενα.
Το κλείσιμο των γραφείων στο Πέραμα είναι μια υποδειγματική μάχη της προηγούμενης περιόδου. Η μαχητική απάντηση απέναντι στην πρόκληση σύσσωμης της Χρυσής Αυγής να πραγματοποιήσει εκδήλωση στην επέτειο της δολοφονίας του Π. Φύσσα, δεν έσωσε μόνο την τιμή του αντιφασιστικού κινήματος κόντρα σε κάθε λογής συμβιβαστική πολιτική. Χτίστηκε μια πολιτική αντεπίθεση που ανάγκασε το κόμμα των ναζί σε πολιτική και οργανωτική αναδίπλωση.
Η Χρυσή Αυγή θα προσπαθήσει να κινηθεί και να κληρονομήσει τα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Η αδυναμία της να παράξει «κομματικές εκδηλώσεις» την έχουν στρέψει σε λογικές μέσα στο μαζικό εθνικιστικό ρεύμα. Προσπαθεί να ξαναβρεί διέξοδο στην κεντρική πολιτική σκηνή διαμέσου της ενιαίας δεξιάς, εθνικής πολυκατοικίας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει η Νέα Δημοκρατία να επιμείνει στον εθνικιστικό αντιευρωπαϊκό δρόμο αλλιώς η περιθωριοποίηση ξαναέρχεται. Από την άλλη στις επόμενες εκλογές θα έχει να αντιμετωπίσει το ισχυρό επιχείρημα «όχι στη χαμένη ψήφο για να ρίξουμε τους κομμουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ». Σε ένα κόμμα με διαλυμένο μηχανισμό και αποψιλωμένο από στελέχη και μέλη που κρατιέται από τους βουλευτές του, η προσπάθεια «κοινωνικής» προσαρμογής του, μπορεί να επιφέρει αντίθετα αποτελέσματα και να απορροφηθεί από το δικομματικό ανταγωνισμό.
Σε κάθε περίπτωση η διάλυση των Ταγμάτων Εφόδου της περιόδου 10-13, δε σημαίνει πως θα μειώσει τη φασιστική βία. «Αγανακτισμένοι» εθνικά πολίτες, ολιγομελείς επιθέσεις σε μετανάστες, αφισοκολλητές και πολιτικά κλιμάκια συλλογικοτήτων, θα προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα κλίμα ρατσιστικής «αγανάκτησης» και διαφορετικής, φασιστικής ατζέντας.
Διεθνισμός και η μάχη ενάντια στον εθνικισμό
Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη έχει ανεβάσει την εθνικιστική ατζέντα σε κεντρικό σημείο. Οι ρατσιστικές πολιτικές χτίζονται γύρω από προστατευτικά μέτρα και ξενοφοβικές αντιλήψεις. Η μάχη του ταξικού στρατοπέδου ενάντια στην ανασυγκρότηση της ακροδεξιάς πρέπει να είναι ανυποχώρητη.
Πολλά κομμάτια του ταξικού κινήματος υποτιμούν αυτή τη μάχη προβάλλοντας οικονομίστικες στρατηγικές. Στην Ελλάδα του 2010, στο κίνημα των πλατειών και του αντιμνημονιακού αγώνα, αφέθηκαν να θεωρηθούν «κομμάτια του κινήματος» η ΣΠΙΘΑ και διάφορα εθνικιστικά στοιχεία της «πάνω» πλατείας. Στις εργατικές κινητοποιήσεις είχαμε για πρώτη φορά σωματεία να διαδηλώνουν με ελληνικές σημαίες, ενώ το καλοκαίρι του 2011, λίγο μετά το φασιστικό πογκρόμ της Αχαρνών, για πρώτη φορά δεν πραγματοποιήθηκε το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ.
Πρέπει να καταπολεμηθεί η αντίληψη πως υπάρχει ένα ενιαίο κίνημα «αγανάκτησης» από τη λιτότητα και το μνημόνιο, που μπορεί να κληρονομηθεί είτε από την ακροδεξιά είτε από τις ταξικές δυνάμεις. Το είδαμε και στα εθνικιστικά συλλαλητήρια να δημιουργεί κλίμα «νομιμοποίησης» της ακροδεξιάς ως «κομμάτι του κινήματος». Ο Φασισμός δεν είναι κομμάτι του κινήματος, συγκροτείται από διαφορετικά κέντρα, αποτελείται από άλλα κοινωνικά τμήματα (λούμπεν ή μικροαστικά) του λαού και απλά χρησιμοποιεί εργαλειακά κάποια συνθήματα ή μεθόδους των οργανώσεων της εργατικής τάξης σπέρνοντας σύγχυση, αποϊδεολογικοποίηση και αποστράτευση στο στρατόπεδο μας.
Το ελληνικό αστικό μπλοκ ζει κάτω από δύο κυρίαρχες συνθήκες/επιλογές: την ένταξη του στο «δυτικό στρατόπεδο» και την διεκδίκηση ζωτικού χώρου από την Τουρκία μετατρέποντας την σε βασικό αντίπαλο. Γύρω από το βαθμό «φιλίας», «αμφισβήτησης» ή «ανταγωνισμού» στήνει πλαίσιο ιδεολογημάτων και επιχειρημάτων που εσωτερικεύονται στην εργατική τάξη και δημιουργούν ένα ισχυρό πλέγμα «αντικειμενικής» (δήθεν) πραγματικότητας που κάθε αντικαπιταλιστική συλλογικότητα οφείλει να λάβει υπ` όψη της. Η τοποθέτηση κάθε συλλογικότητας της εργατικής τάξης για αυτά τα ζητήματα είναι ζωτικής σημασίας και καθορίζουν το χαρακτήρα της.
Η οριοθέτηση των ΗΠΑ ως «βασικού αντιπάλου του εργατικού κινήματος» ποτέ δεν συνδυάζεται με τα απαραίτητα οργανωτικά βήματα πέρα από συμβολικές διαδηλώσεις σε επισκέψεις πολιτικών ή νατοϊκών βάσεων. Η προβολή της γεωστρατηγικής αντίθεσης και η υποτίμηση της κομμουνιστικής οδηγεί σε αναπόφευκτες συμβιβαστικές τακτικές. Επί δεκαετίες όταν υπήρχε το Σοσιαλιστικό Ανατολικό μπλοκ, η πλειοψηφία της αριστεράς είχε «ανακαλύψει» ένα ρεαλιστικό δρόμο για το σοσιαλισμό: να πείσουν την ελληνική αστική τάξη να αλλάξει συμμάχους δηλ να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ και να ενταχθεί στο στρατιωτικό Σύμφωνο της Βαρσοβίας και την οικονομική ένωση του την ΚΟΜΕΚΟΝ. Μέσα από αυτή ρεαλιστική, δήθεν, τακτική θα ξεσκεπάζονταν οι διαθέσεις των αστών και θα κερδιζόταν η εργατική τάξη. Γενιές αγωνιστών έμειναν, απλά, αναλυτές των αντιθέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας και ανέμεναν ένα εξωτερικό «σωτήρα» που θα άλλαζε τους συσχετισμούς δύναμης, αντί να χτίζουν την Κομμουνιστική Εξέγερση στο εσωτερικό της χώρας εκμεταλλευόμενοι τις διεθνείς αντιθέσεις.
Η κυβέρνηση και το καθεστώς της Τουρκίας, δεν μπορεί να είναι ούτε ο αντίπαλος ούτε ο σύμμαχος του επαναστατικού υποκειμένου στον Ελλαδικό χώρο. Η τοποθέτηση του «φασίστα Ερντογάν» ή του «αμερικανόδουλου κράτους των Σκοπίων» ως εχθρού του ελληνικού λαού απλά προσδένει την εργατική τάξη στην εθνική αστική στρατηγική. Από την άλλη η διερεύνηση των «αντιιμπεριαλιστικών» συμμαχιών της εργατικής τάξης ενάντια στο ΝΑΤΟ διακινδυνεύει να αναδείξει το καθεστώς Ερντογάν ως στρατηγικό σύμμαχο λόγω της αντι-ΗΠΑ στάσης του και τη συνεργασία τους με Ρωσία – Συρία. Επειδή αυτή την περίοδο το ελληνικό κεφάλαιο συμμαχεί με ΗΠΑ – ΕΕ – Ισραήλ και διευκολύνει κάθε απόχρωση ανάλυσης, χρειάζεται πολύ προσεκτική τοποθέτηση γιατί μακροπρόθεσμα διαλύει κάθε προσπάθεια αντικαπιταλιστικής συγκρότησης στην Τουρκία και προκαλεί σύγχυση στον αντικαπιταλιστικό αγώνα στην Ελλάδα.
Η διεθνιστική πολιτική στο Μακεδονικό και στα ελληνοτουρκικά, το σύνθημα «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός» δεν είναι θέση λάιφστάιλ. Προκύπτει από την ανάλυση του ελληνικού καπιταλισμού, και την οριοθέτηση του εχθρού και των συγκεκριμένων βημάτων κάθε φορά. Ο «πόλεμος ενάντια στον πόλεμο» δεν είναι δήλωση πεποιθήσεων αλλά δέσμευση μάχης. Η υπονόμευση του αξιόμαχου του ελληνικού καπιταλισμού είτε σε οικονομικό είτε σε στρατιωτικό επίπεδο, πρέπει να έχει βηματισμό και ανάλογη οργανωτικότητα. Στη σημερινή συγκυρία πρέπει να αποκτήσει η διεθνιστική πολιτική μαζικά κοινωνικά ερείσματα. Να αποτελέσει υλικό και «ρεαλιστικό» σχέδιο που να απεμπλέκεται από ιδεοληπτικές αφηρημένες προσεγγίσεις.
Η ΟΡΜΑ, το ταξικό κίνημα και το επαναστατικό υποκείμενο
Κλείνουμε τέσσερα χρόνια ζωής της ΟΡ.Μ.Α. και σε όλο αυτό το διάστημα έχουμε καταφέρει να προκαλέσουμε ενδιαφέρουσες ανακατατάξεις στο χώρο των οργανώσεων που αναφέρονται στην Επαναστατική Αριστερά και την Αναρχία.
Χωρίς μαξιλαράκια, χωρίς ιδεολογικές προσκολλήσεις, χωρίς δημοσιοσχεσίτικες τακτικές, ακολουθήσαμε το δύσκολο δρόμο της Οργανωτικής συγκρότησης και της εξωστρεφούς μάχης. Δεσμευτήκαμε να είμαστε μαζί με το υπαρκτό εργατικό κίνημα και τις οργανώσεις του, δίνοντας την αντιφασιστική μάχη, διατηρώντας πάντα την Κομμουνιστική αναφορά και προσήλωση. Η περίοδος όμως αλλάζει, η Οργάνωση μας αλλάζει και ωριμάζει και οφείλουμε να προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις που μας θέτει το ταξικό κίνημα.
Έχουμε περιγράψει την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ως μια περίοδο που δεν θα εξελιχθούν «μετωπικές» μάχες με το σύστημα και τους φασίστες και δικαιωθήκαμε για αυτή την εκτίμηση μας. Αναγνωρίσαμε στο κίνημα και στον εαυτό μας την δυνατότητα «ανασυγκρότησης» και «προετοιμασίας». Όμως για την πλειοψηφία των οργανώσεων του χώρου αυτό σήμανε επιστροφή στην κοινοβουλευτική και κινηματική καθημερινότητα καθώς και στην λογική του «ώριμου φρούτου». Οι αδιέξοδες στρατηγικές του 2010-2013 που οδήγησαν στο ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να επιστρέφουν ξανά.
Η κουτοπόνηρη στρατηγική «να είμαστε κοντά στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να οδηγηθεί σε εμάς όταν διαλυθεί το κόμμα του» έχει πετύχει ελάχιστες φορές και αφορά παρόμοια κόμματα με ιδεολογικές και στρατηγικές συγγένειες. Θεωρεί πως την ιδεολογική και οργανωτική δουλειά θα την κάνει το «κίνημα» και οι οργανώσεις του απλά βρίσκονται την κατάλληλη ώρα να βάλουν άλλο «πλαίσιο». Οι πολλές απεργίες και διαδηλώσεις δεν φέρνουν την ποιοτική μετατροπή του κινήματος από διεκδικητικό σε κίνημα εξουσίας. Ο πολλαπλασιασμός των ακτιβίστικων δράσεων ή οι συνεχόμενες εξαγγελίες διαδηλώσεων και απεργιών φέρνουν μια αίσθηση ικανοποίησης στους συμμετέχοντες. Αλλά μετά το καταλάγιασμα αυτών, ο εχθρός παραμένει αλώβητος και επιβεβαιώνουν την αίσθηση αδυναμίας ανατροπής συσχετισμών.
Ταυτόχρονα η αποψίλωση των σωματείων και συνδικάτων σπέρνει αμηχανία στο ταξικό κίνημα. Η αδιαμφισβήτητα αρνητική εξέλιξη που αποδυναμώνει ένα από τα κοινωνικά εργαλεία πάλης της εργατικής τάξης, παγώνει τα πολιτικά επιτελεία. Βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία να προσαρμοστούν στη νέα συνθήκη με ανασφάλιστους ή με «μπλοκάκι» εργάτες και επιμένουν σε άκαιρα δίπολα αγώνα «από τα πάνω ή από τα κάτω». Το πρόβλημα του κινήματος δεν είναι οι γραφειοκρατικές ηγεσίες των συνδικάτων που «πνίγουν» τη διάθεση των «από κάτω». Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα στρατηγικά αδιέξοδα των «εναλλακτικών επαναστατικών παρατάξεων», που παραμένουν αφερέγγυα από τη μεγάλη πλειοψηφία των αγωνιστών εργατών.
Τα σύγχρονα σωματεία έχουν συγκροτηθεί ως εργαλεία οικονομικού αγώνα της εργατικής τάξης και βρίσκονται καθημερινά σε στρατηγικά αδιέξοδα. Οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Επαναστατική πτέρυγα του κινήματος παραμένουν εγκλωβισμένες στην διαχείριση των οικονομικών αγώνων της τάξης (απολύσεις, μισθοί, εργασιακές συνθήκες) και θεωρούν πως η μετατροπή της οικονομικής απεργίας σε πολιτική, είναι απλά θέμα πλαισίου. Με διαφορετικό τρόπο, οργάνωση, σχέδιο, καλείς μια απεργία ανάκλησης απόλυσης ή αντεργατικού νόμου και με διαφορετική εντελώς στρατηγική ξεκινάς ένα σχεδιασμό που να αμφισβητηθεί η κυριαρχία του κράτους και των αφεντικών στην παραγωγική διαδικασία και στον πολιτικό σχεδιασμό. Καμία από τις δύο μάχες δεν κερδίζει γενικά «με συσπείρωση και αγώνα». Φυσικά και η διαδικασία του καθημερινού συνδικαλιστικού αγώνα έχει και παιδευτική σημασία. Αυτό όμως εξαρτάται από τον τρόπο που έχουν συγκροτηθεί οι αγωνιστές εργάτες.
Οι αγώνες της εργατικής τάξης και της νεολαίας, λοιπόν, θα δοθούν «από τα πάνω», «από τα κάτω» και «από τα έξω» και με όποιον άλλο τρόπο αποτελεί πρόσφορο έδαφος στη δημιουργία ενός συλλογικού πολιτικού υποκειμένου που θα εκμεταλλευτεί την επόμενη συστημική κρίση και πολιτικό κενό.
Η ΟΡ.Μ.Α. παρακολουθώντας αυτές τις εξελίξεις θέλει να παίξει ένα πιο αποφασιστικό ρόλο στην δημιουργία ενός υπαρκτού επαναστατικού υποκειμένου. Θέλουμε να αλλάξουμε το «πολιτικό συμβόλαιο» των μελών μας με την Οργάνωση και να προσπαθήσουμε να εμπλακούμε με συνειδητό τρόπο στην κατοχύρωση επαναστατικής πολιτικής πτέρυγας. Η διαδικασία προετοιμασίας για μια επαναστατική πτέρυγα είναι από τις πιο δύσκολες. Η πολιτική πραγματικότητα θα φαίνεται πως βαδίζει σε μια διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που υποστηρίζουμε και η αναγκαιότητα μαχητικής οργάνωσης για την Εξέγερση θα φαντάζει ιδεοληπτική εμμονή. Με απονευρωμένη τη Χρυσή Αυγή και ένα ΣΥΡΙΖΑ να διαμορφώνει ένα πολιτισμένο περιβάλλον διαμεσολάβησης, θα φαίνεται όλο και περισσότερο πως τσακωνόμαστε με φαντάσματα.
Η περίοδος πολιτικής προετοιμασίας δεν είναι μάχη «πλαισίων» ή για πηγαδάκια με φραπέ στα τραπεζάκια των σχολών. Οι περιφερειακές μάχες πχ με τη Χρυσή Αυγή στο Πέραμα ή τις ενέδρες τους στις παρελάσεις, των πλειστηριασμών ή μεμονωμένων κινητοποιήσεων δε θα αποτελούν μαζική επιβεβαίωση της ανάγκης «πολιτοφυλακών» όπως έβγαζε η περίοδος 10-13. Θα φαντάζουν «εξτρεμισμοί» που το κίνημα θα «πιέζει» την κυβέρνηση να τους διευθετήσει.
Η πολιτική επιχειρηματολογία λοιπόν της ΟΡΜΑ, θα πρέπει να βασίζεται από τη μία σε ένα επαρκές ιδεολογικό – πολιτικό οπλοστάσιο και από την άλλη σε ένα οργανωτικό μοντέλο λειτουργίας που θα μάχεται με την μαλθακή «ζελεδοποίηση» των συνελευσιακών – φορουμίτικων διαδικασιών.
Το χτίσιμο ενός στρατού χωρίς διακηρυγμένο πόλεμο
Το αστικό κράτος έχει θεσμοθετημένο στρατό με βαθειά κοινωνική νομιμοποίηση. Η μάχη που έχει να δώσει το Επαναστατικό Υποκείμενο για να συγκροτηθεί είναι πολλαπλάσια πιο δύσκολη, γιατί δίνει έναν αγώνα ενάντια στην φωτογραφική καθημερινότητα με μόνα όπλα το όραμα για το αύριο και το αξιόμαχο του μηχανισμού.
Την επόμενη χρονιά χρειάζεται να διαμορφωθεί ένα μίνιμουμ πανελλαδικό δίκτυο οργανωτικών επαναστατικών κέντρων. Χωρίς τις απόψεις και τις μεθόδους της ΟΡ.Μ.Α. και της Αντιφασιστικής Φρουράς, δεν θα μπορεί να υπάρξει πολιτική προετοιμασία της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Πρέπει να εμπνευστούμε από την εμπειρία της νίκης του Περάματος και την ελπίδα που γεννά η Θεσσαλονίκη. Χωρίς την ΟΡ.Μ.Α. δεν θα μπορούσε να «καθαριστεί» το Πέραμα, αλλά δεν αρκούμαστε σε αυτό…
Αυτά για να γίνουν, θα χρειαστεί η επέκταση και η παραπάνω στελεχοποίηση του δυναμικού της Οργάνωσης. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αντισταθούμε στην μαλθακοποίηση του μηχανισμού μας, ώστε αυτός να αποτελεί στήριγμα και φάρο για τους αγωνιστές στις βασικές πόλεις και στους ζωντανούς αγώνες του κινήματος. Η ισχυροποίηση του πολιτικού κέντρου της Οργάνωσης, θα είναι το σημείο-κλειδί για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Η ύπαρξη ενός Επαναστατικού Κομμουνιστικού Πυλώνα της εργατικής τάξης, δε θα προκύψει από ένα ανακάτεμα του κινηματικού σέικερ. Οι πολύπλευρες συμμαχίες δεν αποτελούν τακτικισμό, αλλά προσπάθεια συνειδητής όσμωσης. Οι κοινοί αγώνες και τα κοινά μέτωπα δράσης δημιουργούν νέα συμπεράσματα και δεν επικυρώνουν προαποφασισμένες βεβαιότητες και διάλογο «κωφών».
Η ΟΡ.Μ.Α. θα είναι παρούσα!