Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει πολλαπλές συνθήκες και παράγοντες πολιτικής αποσταθεροποίησης του συστήματος. Τα Δυτικά μοντέλα πολιτικής ηγεμονίας αμφισβητούνται όχι μόνο από ανταγωνιστές τους αλλά και στο εσωτερικό τους. Οι βασικές δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλιστικού κέντρου ζούνε μέσα στη δίνη της πολιτικής κρίσης που έφερε το Brexit και η εκλογή Τραμπ. Οι αστικές τάξεις των ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας αναζητούν ανοιχτά νέες στρατηγικές διεξόδου από την κρίση και οι προσανατολισμοί τους διερευνούν λύσεις μακριά από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς δημοκρατικής συνεννόησης. Ο οικονομικός προστατευτισμός και η εθνικιστική στρατηγική έχουν μπει πλέον στην κεντρική ατζέντα. Το μοντέλο της ΕΕ παραμένει ο σύγχρονος «Μεγάλος Ασθενής», όπου πάνω του θα ξετυλιχτούν τα σενάρια αναδιανομής της καπιταλιστικής ηγεμονίας.
Η κυριαρχία του Δυτικού στρατοπέδου απέναντι στο Ανατολικό στρατόπεδο τη δεκαετία του `90 μπορεί να έχει διαμορφώσει ένα ποιοτικό ηγεμονικό οικονομικό και πολιτικό μπλοκ, αλλά αυτό δεν μετατρέπει σε «προοδευτικά» καθεστώτα τα υπόλοιπα μέρη του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας. Η ήττα της Ρωσίας σε αυτό τον ανταγωνισμό και ο συνεχής περιορισμός των ζωνών επιρροής της δεν αλλάζει τη φύση του ανταγωνισμού της με τις ΗΠΑ. Έχει πολλές ομοιότητες με την κατάσταση που βρέθηκε η Γερμανία μετά τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε μικρότερη κλίμακα η Τουρκία βρίσκεται «ριγμένη» στη νέα μοιρασιά της περιοχής όπως έχει προκύψει μετά την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση του `92 και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή. Από την άλλη, η Κίνα σταθερά και δυναμικά αποκτά όλο και μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική επιρροή. Η περίοδος transit της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης διαμορφώνει ένα συνολικά αντιδραστικό χαρακτήρα αναδιάταξης και ανταγωνισμού.
Η εθνικιστική και φασιστική πολιτική του κεφαλαίου μπορεί να έχει τιθασευτεί από τις «δημοκρατικές» δυνάμεις των αστικών επιτελείων αλλά έχει συγκροτήσει ένα ισχυρό, παγκόσμιο δίκτυο. Μπορεί να βρίσκονται «υπό επιτήρηση», αλλά επεξεργάζονται ένα διπλό σχέδιο διαφυγής για το αστικό μπλοκ. Η μία του όψη, αφορά την αδυναμία του μοντέλου του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού να ξεπεράσει την οικονομική κρίση με συλλογικό τρόπο για όλες τις αστικές τάξεις του πλανήτη. Το πείραμα της Ελλάδας, ανοίγει την ιδέα να «ερημωθεί» – διαλυθεί μια αστική τάξη για τη διάσωση του συνόλου. Η άλλη του όψη οφείλει να προετοιμάσει ένα επιτελείο ικανό να αντιμετωπίσει ένα ταξικό κίνημα πιο αποφασισμένο, πιο μαχητικό. Η συνθηκολόγηση ΣΥΡΙΖΑ και Podemos έχουν καθησυχάσει τα επιτελεία αλλά συνεχίζουν να βρίσκονται σε ετοιμότητα.
Αντίστοιχες εθνικιστικές αναζητήσεις διεξάγονται και στον ελλαδικό χώρο. Η προσωρινή κοινωνική ειρήνη που έχει διαμορφωθεί και τα ψήγματα «ανάπτυξης» που εμφανίζονται στο λογιστικό χάρτη, έχουν κατοχυρώσει το Τ.Ι.Ν.Α. ως νέα εθνική στρατηγική. Όμως μετά από δέκα χρόνια κρίσης, το ελληνικό κεφάλαιο βλέπει πως χρειάζεται να δαπανήσει ολοένα και μεγαλύτερη «ενέργεια» για αμφισβητούμενα μελλοντικά κέρδη. Πρέπει να πεταχτεί η Τουρκία από το ενεργειακό παιχνίδι της Μεσογείου και να ηττηθεί καθολικά στο χώρο του Αιγαίου και των Βαλκανίων. Στα Βαλκάνια οφείλει να παρακολουθεί τις πολιτικές ανακατατάξεις και συμμαχίες. Ο συμβιβασμός με τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και η ελπίδα σταθεροποίησης των Βαλκανικών καθεστώτων, δε φαίνεται να προσφέρουν κάποιο σημαντικό κέρδος για την ελληνική αστική τάξη. Διαμορφώνεται όλο και περισσότερο σε κομμάτια της αστικής τάξης πως κανένα οικονομικό και διπλωματικό όφελος δε θα χαριστεί στον ελληνικό καπιταλισμό, χωρίς συγκροτημένη αξιόμαχη εθνική στρατηγική.
Η Χρυσή Αυγή μετά το 2016 δέχεται απανωτά σφυροκοπήματα. Ο Μαχητικός Αντιφασισμός εκμεταλλεύτηκε άριστα τη δυνατότητα «Αντιφασιστικής Αντεπίθεσης» που είχαμε περιγράψει στα τέλη του 2014. Η οριστική ανατροπή του κλίματος ήρθε με δύο σημαντικές νίκες: την 1η Νοέμβρη 2016 διαλύθηκε το Τάγμα Εφόδου που είχε επιβάλλει επί 5 μήνες face control στη Δίκη της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο και τρομοκρατούσε τους αντιφασίστες δικηγόρους και ακροατές, ενώ το Γενάρη του 2017 η Μαυροκόκκινη αντιφασιστική σημαία κυμάτιζε στο μνημείο των Ιμίων μετατρέποντάς την από μια ημέρα σύμβολο στον εθνικισμό σε διεθνιστική συνάντηση Ελλήνων – Τούρκων και Κούρδων αγωνιστών. Η εκδήλωση – πρόκληση των ναζί στο Πέραμα στις 20/9/2017 οδήγησε σε μαζικές απαντήσεις από το αντιφασιστικό κίνημα και στο κλείσιμο των γραφείων του Περάματος και της Τοπικής Οργάνωσης τον περασμένο Ιανουάριο.
Δεν πρέπει να καθησυχαζόμαστε από την οργανωτική συρρίκνωση και την αποστράτευση που έχει επέλθει στη Χρυσή Αυγή και στις φασιστικές παραφυάδες. Υπάρχει ένας κοινοβουλευτικός μηχανισμός με πανελλαδική εμβέλεια και μεγαλύτερη εμπειρία από το 2010. Θα μετρηθεί σίγουρα η ανθεκτικότητά του στις εκλογικές πιέσεις της ΝΔ και τη λογική της «χαμένης ψήφου για να εκδιωχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ». Το επόμενο διάστημα θα αναζητεί από τη μία μαζικά κοινωνικά ακροατήρια δια μέσου του εθνικισμού και από την άλλη νυκτερινές «ανώνυμες» τρομοκρατικές επιθέσεις για τη διατήρηση φρονήματος και μηχανισμού. Το διεθνές περιβάλλον και μια νέα κλιμάκωση της κρίσης και της πολιτικής απορρύθμισης είναι ικανή συνθήκη για την επανεμφάνιση των Ταγμάτων Εφόδου, απέναντι στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα.
Η Οργάνωση Μαχητικού Αντιφασισμού σε αυτή την περίοδο διαπιστώνει την ουσιαστική έλλειψη ενός Μαζικού Επαναστατικού Υποκειμένου με την αντίστοιχη κοινωνική γείωση και θα θέσει τις δυνάμεις της για τη συγκεκριμένη οριοθέτησή του.
Η τελευταία εικοσαετία κλείνει με τη συνθηκολόγηση και ήττα όλων των πολιτικών τμημάτων που φάνταζαν ως αντίπαλο δέος στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και την οικονομική κρίση του συστήματος. Τα Παγκόσμια Φόρουμ με τις κυβερνήσεις στη Βραζιλία και Ισημερινό, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Podemos, έμειναν σε μια «εθνική» στρατηγική διάσωσης της χώρας απέναντι στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και σύρθηκαν σε ταπεινωτικούς συμβιβασμούς. Η αποτυχία αυτή έχει συμπαρασύρει το σύνολο των οργανώσεων του εργατικού κινήματος. Η στρατηγική του «κινηματισμού» και η αντίληψη των οργανώσεων είτε ως «πυροκροτητές» είτε ως «διαφωτιστές» φτάνει σε ένα ακόμα τέλμα.
Το Επαναστατικό Υποκείμενο για να μπορεί να βρεθεί σε στοιχειώδεις ανταγωνιστικούς όρους απέναντι στο αστικό μπλοκ, θα πρέπει πρωταρχικά να τσακίσει την ακροδεξιά – φασιστική εκδοχή του. Η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς εκδοχής του αστισμού δε σημαίνει απολύτως καμιά συμμετοχή σε «δημοκρατικό» μέτωπο. Μέσα από αυτή την πολιτική μάχη θα εκπαιδευτεί πολιτικά και οργανωτικά και θα χτίσει τις απαραίτητες κοινωνικές συμμαχίες του. Από την άλλη, η αντιμετώπιση του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου δεν μπορεί να χτιστεί χωρίς εδαφικοποιημένη Κομμουνιστική Εξέγερση. Απέναντι στον αφηρημένο αντιιμπεριαλισμό και στον γενικόλογο αντικαπιταλισμό προτάσσουμε τη συγκεκριμένη ιεράρχηση μαχών ικανών να δοθούν από τα υπαρκτά υποκείμενα. Η διεθνιστική στρατηγική δεν είναι άλλη μια διακήρυξη. Αφορά τη διαλεκτική σχέση αντικαπιταλιστικού «πολέμου» ενάντια στη «δικιά μας» αστική τάξη, την πολιτική – οργανωτική σχέση που θα αποκτήσει με τα αντικαπιταλιστικά κινήματα του πλανήτη και το οραματικό πολιτικό σχέδιο που θα εκπληρώσει η Εξέγερση σαμποτάροντας στην πράξη τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό.
Είναι απαραίτητο να χτιστεί ένα πανελλαδικό δίκτυο Αντιφασιστών – Κομμουνιστών, που να μπορεί να οργανώσει τη μάχη ενάντια στην ακροδεξιά ανασυγκρότηση. Πρέπει να αποκτήσει προσβάσεις στο υπαρκτό εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα και να προβάλλει την Μαχητική Κομμουνιστική πολιτική. Δεν αποκτά προνομιακές συνεργασίες με κανένα ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα της Αναρχίας και της Αριστεράς. Οι συνεργασίες βασίζονται σε οργάνωση δράσεων με πολιτική αυτονομία των συμμετεχόντων. Θέλουμε να ενθαρρύνουμε παραπέρα πολιτική συνεργασία στα μέρη που διαμορφώνουμε ένα στοιχειώδη κοινό βηματισμό, χωρίς να «εκβιάζουμε» συγκλίσεις. Μια τέτοια βάση θα μπορεί να θέσει ξανά στο τραπέζι του ταξικού κινήματος τη στρατηγική της Επαναστατικής Ανατροπής του καπιταλισμού.
Η Πολιτική Εξέγερση του Επαναστατικού Υποκειμένου θα φέρει την αυριανή Κομμουνιστική Κοινωνία.