Την Κυριακή 15/12/2024 πραγματοποιήθηκε η 10η Οργανωτική Ολομέλεια που έρχεται να υλοποιήσει τις οργανωτικές αλλαγές που αποφάσισε η 9η Οργανωτική Ολομέλεια του Μαρτίου. Έπρεπε να υπάρξει μια απαραίτητη χρονική απόσταση ώστε να μπορέσει η Οργάνωση να προετοιμαστεί πολιτικά και ιδεολογικά γι’ αυτές τις αλλαγές. Επιπλέον, η απώλεια του σ. Κώστα Τσάγκου το καλοκαίρι που μας πέρασε μας έβαλε πρόσθετα καθήκοντα. Όμως οι μήνες που μεσολάβησαν θα έκαναν το σύντροφο περήφανο για τις αποφάσεις που πήραμε και παίρνουμε για το επόμενο διάστημα.
Η Οργάνωση Μαχητικού Αντιφασισμού προχωρά σε ίδρυση τοπικών πυρήνων και ομάδων παρέμβασης. Αυτή τη διαδικασία την είχαμε περάσει και το 2017 αλλά τότε υπήρχαν άλλα πρόσημα. Τότε έπρεπε να φτιαχτούν τοπικές ομάδες για αντιφασιστικές δράσεις που θα καταλάμβαναν το χώρο που οικοδομούσαν οι ναζί. Η κατάρρευση και η οριστική ήττα της χρυσής αυγής μετά το 2019 έβαλαν τέλος στο εγχείρημα. Πλέον η ΟΡΜΑ έρχεται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα σύνδεσης με τη μαχόμενη εργατική τάξη και τη νεολαία. Μια μάχη που ολοένα και περισσότερο βρίσκεται ακάλυπτη στρατηγικά αλλά και τακτικά από κάθε εκδοχή της αριστεράς.
Παράλληλα με τις εργασίες της Οργανωτικής Ολομέλειας θα ξεκινήσει μια εσωτερική διαδικασία συγκρότησης ιδεολογικής πρότασης για την εργατική τάξη. Να ιδωθεί, με επικαιροποιημένη ματιά, η σχέση της εργατικής τάξης ως κοινωνική τάξη στην καπιταλιστική κυριαρχία και η συγκρότησή της ως επαναστατικό προλεταριάτο για την ανατροπή του συστήματος.
Ζούμε σε μια ιδιαίτερη πολιτική περίοδο που η αυξανόμενη επιθετικότητα του διεθνούς αλλά και ελληνικού κεφαλαίου δεν βρίσκει καμία αντιπολίτευση. Μεταπολιτευτικά το εργατικό κίνημα «στοιχιζόταν» άμεσα ή έμμεσα με κάποια εκδοχή της αριστεράς. Είτε σε εκδοχές «από τα κάτω» όπως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ή των αντι-μνημονιακών αγώνων 2010 – 2012, είτε εμπνεόμενο και οργανωμένο από μαζικά κόμματα της ρεφορμιστικής/δημοκρατικής αριστεράς. Η κατάρρευση (προς το παρόν) της προοπτικής μιας κυβέρνησης τύπου ΣΥΡΙΖΑ βρίσκει μια αριστερά σε απογοήτευση. Τα υπόλοιπα τμήματα δεν μπορούν να παράξουν κάποιου τύπου στρατηγική απάντηση στην ακροδεξιά κυβερνητική επίθεση. Μια απάντηση είτε «ρεαλιστική», κυβερνητική ή έστω κάποιου τύπου ριζοσπαστισμού.
Οι μάχες που συγκροτούνται τα τελευταία 3-4 χρόνια παρουσιάζουν κάποια χαρακτηριστικά που πρέπει να αναλυθούν. Προκύπτουν κομμάτια μέσα στη νεολαία και στην εργατική τάξη που προσπαθούν να υπερβούν την απαισιοδοξία και αναβλητικότητα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και δεν έχουν καμία οργανική – ιδεολογική σχέση με την αριστερά. Ακόμα και κομμάτια που έχουν σχέσεις με την αριστερά, αυτά δεν συγκροτούνται γύρω από μια συγκεκριμένη παράταξη/κόμμα. Οι αγώνες των υγειονομικών σε αναστολή την περίοδο της καραντίνας, οι φοιτητές των καταλήψεων των δραματικών σχολών και η κατάληψη του Υπουργείου Πολιτικής Προστασίας από τους εποχικούς πυροσβέστες δημιουργήθηκαν και υλοποιήθηκαν έξω από κάθε πολιτικό «εργαστήριο» της αριστεράς. Αλλά ακόμα κι οι κινητοποιήσεις για την πανεπιστημιακή αστυνομία και την ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ ή η μάχη ενάντια στην αξιολόγηση, δημιούργησαν μια πρωτοπορία που διώκεται από το κράτος και η αριστερά αδυνατεί να οργανώσει τη μάχη. Φοιτητές σε πειθαρχικά, διοικητικοί του ΕΚΠΑ σε απόλυση, δικαστήρια στο ερευνητικό προσωπικό, αργία σε καθηγητές μέσης εκπαίδευσης αλλά η συνδικαλιστική γραφειοκρατία καλεί σε πειθαρχία και αποδοχή της νέας κατάστασης, αφήνοντας το κάθε κομμάτι να παλεύει μόνο του. Στο μόνο που συμφωνούν όλα τα τμήματα της αριστεράς είναι στο να σπεκουλάρουν μετά από κάθε αγώνα ότι «δεν μπορούμε να νικήσουμε και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι παραπάνω», μεταφέροντας απογοήτευση και εν τέλει ενοχές ακόμα και στα κομμάτια που πρόσκαιρα ξεπέρασαν αυτές τις αμφιβολίες.
Αυτές οι μάχες θα συνεχιστούν, αυτές οι εξάρσεις θα εμφανιστούν ξανά. Ο σκοπός της επαναστατικής οργάνωσης δεν είναι να «προβλέπει» το πότε και το πόσο αλλά να ετοιμάζεται γι’ αυτές τις συνθήκες. Η κοινωνική – αγωνιστική πρωτοπορία είναι διάσπαρτη αλλά υπαρκτή. Δεν έχει τις οργανωτικές – πολιτικές αντοχές να διατηρείται μιας και το πολιτικό κίνημα της αριστεράς βρίσκεται σε κρίση αναξιοπιστίας. Η Οργάνωσή μας οφείλει να βρίσκεται σε αυτές τις μάχες αλλά και να διατηρεί ένα πολιτικό νήμα ανάμεσα σε αυτές.
Καθήκον της επαναστατικής οργάνωσης κατ’ αρχήν είναι να βρίσκεται σε κάθε μάχη ενάντια στις επιθέσεις του κεφαλαίου. Όχι για να σπεκουλάρει αδυναμίες και να μεγαλώνει τη γκρίνια μαζί με το διάχυτο «δεν μπορούμε γιατί μας πρόδωσαν, είμαστε λίγοι, είναι αντίξοες συνθήκες … κλπ» αλλά για να «μαθαίνει» από τις υπερβάσεις του κινήματος και να τις κάνει παράδειγμα για κάθε εργαζόμενο/η και νεολαίο. Καθήκον είναι να δίνει την ιδεολογική – πολιτική – οργανωτική μάχη ενάντια στην ηττοπάθεια και στην ανάθεση σε κάποιο αόριστο καλύτερο μέλλον. Οι Κομμουνιστικοί Πυρήνες σε χώρους εργασίας, σε σχολές, σε γειτονιές έρχονται να καταθέσουν αυτή την πρόταση στο μαζικό κίνημα. Να προσφέρουν ιδέες, προτάσεις και μηχανισμούς μάχης στα μικρά, αλλά, μαχητικά κομμάτια της τάξης που αναζητούν την υπέρβαση της πολιτικής απαισιοδοξίας και αναβλητικότητας.
Όταν ο καπιταλισμός φέρνει τον πόλεμο (κοινωνικό ή και στρατιωτικό) στην επικαιρότητα, οφείλουμε να φτιάχνουμε οργανώσεις που να αναμετριόνται με αυτά τα καθήκοντα. Οικοδομούμε μια αριστερά που δεν αναζητεί έναν καλύτερο, «ανθρώπινο» καπιταλισμό αλλά το ξερίζωμα του και μια κοινωνία σοσιαλιστική.